Ο πόλεμος του ΦΠΑ και η σύγκριση με την Ισπανία

Ο πόλεμος του ΦΠΑ και η σύγκριση με την Ισπανία

Τι υποστηρίζουν Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τον ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής – Το δημοσιονομικό κόστος των προτάσεων

9' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν πάνω από το 20% του εισοδήματός τους για τρόφιμα, ενώ για το φτωχότερο 20% το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 30%. Η Ισπανία απάντησε στο μπαράζ ανατιμήσεων με μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη, ενώ η Ελλάδα επέλεξε το «καλάθι του νοικοκυριού» και ενισχύσεις στους ευάλωτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι η μεγάλη αύξηση των εσόδων ΦΠΑ λόγω πληθωρισμού αφήνει περιθώρια μείωσης σε βασικά είδη διατροφής, ενώ το ΠΑΣΟΚ κάνει λόγο για προσωρινές μειώσεις για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός, μόνιμες σε μία κατηγορία αγαθών και καταπολέμηση φοροδιαφυγής. Η Ν.Δ. απαντάει ότι τα έσοδα από τον ΦΠΑ είναι τεράστια (13,9 δισ. το 2022) και η όποια μείωση προκαλεί μεγάλη δημοσιονομική τρύπα, και αντιπροτείνει αυξήσεις μισθών.

Διλήμματα πολιτικής για τα τρόφιμα

Της Ειρήνης Χρυσολωρά

Τα… μαθήματα «πολιτικής οικονομίας» συνεχίστηκαν το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, με το επίκεντρο να έχει μετατοπιστεί από τη φορολογία μερισμάτων, στην έμμεση φορολογία και δη στον ΦΠΑ και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, υπέρ της μείωσης των οποίων τάσσονται τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, για την ανακούφιση των νοικοκυριών και την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση διαφωνεί κάθετα, προβάλλοντας το μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, αλλά και την αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα του μέτρου για τα ασθενέστερα στρώματα, όπως λέει.

Ο πόλεμος του ΦΠΑ και η σύγκριση με την Ισπανία-1

Τι υποστηρίζουν λοιπόν τα κόμματα σε σχέση με τον ΦΠΑ;

• Ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ της μετάταξης των τροφίμων στον μειωμένο συντελεστή 6% από 13% σήμερα καθώς και του μηδενισμού του ΦΠΑ σε κάποια βασικά είδη, όπως γάλα, ψωμί και βρεφικές τροφές. Το κόστος υπολογίζεται σε 1,2 δισ. ευρώ. Παράλληλα, τάσσεται υπέρ της μείωσης του ΕΦΚ στα καύσιμα στον κατώτατο συντελεστή της Ε.Ε., έτσι ώστε να μειωθεί από τα 55 στα 22 λεπτά το λίτρο περίπου. Η απώλεια εσόδων από αυτό το μέτρο εκτιμάται στα 2 δισ. ευρώ, όπως υπολογίζουν στελέχη του. Οι απώλειες θα καλυφθούν από τη φορολόγηση των υπερκερδών των επιχειρήσεων, κυρίως ενεργειακών, αλλά όχι μόνο. Από κει και πέρα, εφόσον δεν υπάρχουν και πάλι υπερκέρδη, αφήνουν ανοιχτό το τι θα γίνει, σημειώνοντας ότι μπορεί να εξασφαλισθούν περιθώρια στο πλαίσιο του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, του οποίου η διαπραγμάτευση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Η κυβέρνηση αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του μέτρου της μείωσης του ΦΠΑ για τα ασθενέστερα στρώματα.

• Το ΠΑΣΟΚ, θέλει κι αυτό μείωση ΦΠΑ στα τρόφιμα, αλλά με στάθμιση των αναγκών και των δυνατοτήτων της οικονομίας. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο υπεύθυνος οικονομικού προγράμματος, πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης, η πρόταση είναι να μειωθεί προσωρινά ο ΦΠΑ στα τρόφιμα προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός και να διατηρηθεί σε μόνιμη βάση μόνο για μια κατηγορία, κόστους 1 δισ. ευρώ υπό την προϋπόθεση ότι θα εξευρεθεί, εν τω μεταξύ, ο σχετικός δημοσιονομικός χώρος, με τη μείωση της φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ. Αλλωστε, σημειώνει, σχολιάζοντας το επιχείρημα ότι η μείωση ευνοεί εξίσου πλούσιους και φτωχούς, το ίδιο το πρόγραμμα της Ν.Δ. προέβλεπε μείωση των συντελεστών ΦΠΑ.

Σχετικά με το επιχείρημα ότι η μείωση θα «χαθεί» στην εφοδιαστική αλυσίδα και δεν θα μεταφερθεί στον καταναλωτή, σημείωσε ότι ήδη γίνεται ενθυλάκωση ΦΠΑ της τάξης των 4-5 δισ. ευρώ και ότι η απάντηση σε αυτό είναι περαιτέρω αύξηση των ηλεκτρονικών ελέγχων.

Σημειώνει, εξάλλου, ότι τα επιδόματα που προτιμά να δίνει η Ν.Δ. δεν μειώνουν τον πληθωρισμό, ενώ αντίθετα αποτελούν κίνητρο για φοροδιαφυγή.

• Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για μείωση του ΦΠΑ. Οπως εξηγεί ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης στην «Κ», ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα δεν προβλέπεται να πέσει κάτω από το 2% του ΑΕΠ. Η σχετική διαπραγμάτευση θα αφορά μια διακύμανση της τάξης του 0,1%-0,2% του ΑΕΠ. Αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να εξευρεθεί δημοσιονομικός χώρος 1 δισ. ευρώ, το όφελος θα ήταν μικρό, ιδίως για τα χαμηλά εισοδήματα. Ενα 50% θα χανόταν στην εφοδιαστική αλυσίδα, το 20% θα πήγαινε στα υψηλότερα εισοδήματα και μόνο το 30%, κάπου 300 εκατ. ευρώ, στα χαμηλότερα. Το δικό μας εργαλείο για την απάντηση στην ακρίβεια είναι μέσω αύξησης των μισθών, υποστηρίζει ο κ. Σκυλακάκης. Σε ό,τι αφορά τον έλεγχο για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, υποστηρίζει ότι στη δομή της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να είναι άμεσα αποτελεσματικός. Στην αντίστοιχης δομής ισπανική οικονομία, με τα πολλά μικρά καταστήματα, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα δεν πέτυχε, υποστηρίζει ο κ. Σκυλακάκης.

Από την αντιπολίτευση, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι υπήρξαν άλλες αιτίες, όπως η πτώση παραγωγής τροφίμων (ιδίως ελαιολάδου), που ευθύνονται για τη σχετική αναποτελεσματικότητα του μέτρου στην Ισπανία.

Κρας τεστ Ελλάδας – Ισπανίας για τα μέτρα κατά της ακρίβειας

Της Δήμητρας Μανιφάβα

Ο πόλεμος του ΦΠΑ και η σύγκριση με την Ισπανία-2

Πόσο αποτελεσματικά ήταν τελικά τα παραπάνω μέτρα στην καταπολέμηση της ακρίβειας στις χώρες στις οποίες εφαρμόστηκαν; Η έναρξη των πληθωριστικών πιέσεων έγιναν εμφανείς στα τρόφιμα στην Ελλάδα ήδη από το φθινόπωρο του 2021 με τον πληθωρισμό των τροφίμων να αυξάνεται με… γεωμετρική πρόοδο, από 3% τον Οκτώβριο του 2021 σε 5,5% τον Ιανουάριο του 2022, πριν δηλαδή ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και 7,5% τον Φεβρουάριο του 2022. Από τον Απρίλιο του 2022 ο πληθωρισμός των τροφίμων ήταν πλέον διψήφιος, όπως και στην Ισπανία, όπου όμως το φθινόπωρο του 2021 οι αυξήσεις στις τιμές ήταν πολύ μικρότερες σε ετήσια βάση, της τάξης του 1,5%. Τον Νοέμβριο του 2022 εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το «καλάθι του νοικοκυριού» με τον πληθωρισμό των τροφίμων να αυξάνεται σε ετήσια βάση, αλλά και σε μηνιαία: από 15,1% τον Οκτώβριο του 2022 έφτασε 15,6% τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ σε μηνιαία βάση συνεχίστηκαν οι αυξήσεις από 0,2% έως 1,4%. Μείωση σε μηνιαία βάση καταγράφεται τον Απρίλιο του 2023, έστω και οριακή, 0,2%, κάτι που σχετίζεται κυρίως με την αποκλιμάκωση των τιμών κυρίως σε εισαγόμενα είδη (αγελαδινό γάλα, σπορέλαια) και στη μείωση του ενεργειακού κόστους. Στην Ισπανία καταγράφηκε αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων σε ετήσια και μηνιαία βάση τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2023 για να υπάρξει επιβράδυνση τον Απρίλιο.

Αρκετά από τα βασικά τρόφιμα είναι ακριβότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ισπανία, όπως το φρέσκο γάλα με μέση τιμή στην Ελλάδα 1,74 ευρώ/λίτρο και 1,51 ευρώ/λίτρο στην Ισπανία (1,45 ευρώ χωρίς ΦΠΑ), το ρύζι με υπερδιπλάσια τιμή στην Ελλάδα (2,78 ευρώ το μισό κιλό έναντι 1,03 ευρώ στην Ισπανία), το ελαιόλαδο, το σπορέλαιο, τα αυγά, το τυρί, ο καφές. Υπάρχουν βεβαίως και κάποια φθηνότερα στην Ελλάδα, όπως τα μακαρόνια και η ζάχαρη.

Ακόμη και πριν από τον μηδενισμό του ΦΠΑ στα βασικά τρόφιμα στην Ισπανία (γάλα, αυγά, τυρί κ.ά.) αυτά επιβαρύνονταν με ΦΠΑ μόλις 4%.

Βεβαίως, η οποιαδήποτε σύγκριση είναι δύσκολη, διότι πρόκειται για αγορές με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η Ισπανία είναι μια πολύ μεγαλύτερη αγορά από την ελληνική, πολύ πιο ανταγωνιστική με σημαντική εγχώρια παραγωγή νωπών και τυποποιημένων τροφίμων και με τη λειτουργία στο έδαφός της μονάδων παραγωγής ισπανικών και πολυεθνικών εταιρειών. Επίσης, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι πολύ μεγαλύτερο, 43,3% το 2022 σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ. Το κυριότερο ίσως; Ακόμη και πριν από τον μηδενισμό του ΦΠΑ στα βασικά τρόφιμα (γάλα, αυγά, τυρί, φρούτα, όσπρια κ.ά.) αυτά επιβαρύνονταν με ΦΠΑ μόλις 4%, ενώ και στο ελαιόλαδο και στα ζυμαρικά που αποφασίστηκε η μείωση του ΦΠΑ στο 5%, αυτά πρώτα επιβαρύνονταν με 10%.

Η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρότερη αγορά, με μεγάλη εξάρτηση ακόμη από τις εισαγωγές, με μερίδιο προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο 23,8% το 2022 και το κυριότερο με πολύ υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ, 13% και 24% και με ειδικό φόρο κατανάλωσης ακόμη και στον καφέ. Από τον Μάρτιο του 2010, λίγο πριν από την είσοδο στο μνημόνιο, έως τον Ιούνιο του 2016 στην Ελλάδα έγιναν 4 αυξήσεις στους συντελεστές ΦΠΑ που επιβάλλονται στα τρόφιμα με συνέπεια από 9% και 19% το 2005 να φτάσουν σε 13% και 24% τον Ιούνιο του 2016. Ταυτόχρονα και ο μειωμένος συντελεστής που ισχύει στα νησιά αυξήθηκε από 4,5% σε 6,5% για να μειωθεί σε 6% από το 2015.

Παρά τις διαφορές, υπάρχει ίσως μία ακόμη ομοιότητα: ο πρόσκαιρος χαρακτήρας των μέτρων σε Ελλάδα και Ισπανία είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών όταν αυτά λήξουν και μόνος ίσως ανασταλτικός παράγοντας για να μην προχωρήσουν σε ανατιμήσεις οι λιανέμποροι και οι προμηθευτές, μετά την άρση ειδικά των περιορισμών στο περιθώριο κέρδους, θα είναι η μειωμένη ζήτηση. Που κι αυτή θα φανεί, εάν φανεί, μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου.

Τι ξοδεύουν κάθε μήνα τα ελληνικά νοικοκυριά για το τραπέζι τους

Ο πόλεμος του ΦΠΑ και η σύγκριση με την Ισπανία-3

Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας διαθέσιμης Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία αφορά το έτος 2021, οι δαπάνες του φτωχότερου 20% του πληθυσμού για είδη διατροφής αποτελούν το 34,8% των συνολικών μηνιαίων δαπανών τους. Στον αντίποδα, οι δαπάνες για είδη διατροφής για το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού αποτελούν μόλις το 14,8% των συνολικών μηνιαίων δαπανών τους.

Στο σύνολο των νοικοκυριών, οι δαπάνες για τρόφιμα το 2021 αποτελούσαν κατά μέσον όρο το 20,66% των συνολικών δαπανών τους ή 293,44 ευρώ. Αν και το αντίστοιχο ποσό για την υψηλότερη εισοδηματική κατηγορία, μηνιαία εισοδήματα από 3.501 ευρώ και άνω, είναι το υψηλότερο σε απόλυτους αριθμούς, 479,44 ευρώ, αποτελεί μόλις το 15,55% των συνολικών μηνιαίων δαπανών. Αντιθέτως, για τις δύο χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες το μερίδιο της δαπάνης για τα τρόφιμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Για τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 750 ευρώ οι δαπάνες για τα είδη διατροφής αποτελούν το 23,78% των συνολικών μηνιαίων δαπανών τους, ενώ τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα 751 έως 1.100 ευρώ δαπανούσαν το 2021 μόνο για τρόφιμα περίπου 205 ευρώ τον μήνα ή το 1/4 των συνολικών μηνιαίων δαπανών τους.

Ακόμη και σε απόλυτα μεγέθη, όμως, μπορεί να προκύπτει τελικά ότι η αξία τής κατά κεφαλήν κατανάλωσης είναι πολύ υψηλότερη για τα μέλη ενός φτωχού νοικοκυριού. Εάν, για παράδειγμα, γίνει επιμερισμός της μηνιαίας δαπάνης ανά τρόφιμο με τον μέσο αριθμό μελών ανά νοικοκυριό ανάλογα με την εισοδηματική κατηγορία, προκύπτει το παραπάνω συμπέρασμα για πολλά τρόφιμα. Ο μέσος αριθμός μελών στα φτωχά νοικοκυριά είναι 1,49 και στα πλούσια 3,54. Σύμφωνα με την ανάλυση που έχει κάνει ο κ. Στέφανος Κομνηνός, αναλυτής της αγοράς, ιδρυτικός εταίρος της εταιρείας συμβούλων Netrino και πρώην γενικός γραμματέας Εμπορίου, η αξία, για παράδειγμα, της κατά κεφαλήν κατανάλωσης για κάθε μέλος ενός νοικοκυριού με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ είναι 9 ευρώ, για τα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.501 ευρώ είναι 8,27 ευρώ, λιγότερη και από τη μέση αξία τής κατά κεφαλήν κατανάλωσης (8,45 ευρώ/μήνα για ψωμί).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή