Τι φρενάρει την ανάπτυξη της ψηφιακής υγείας στην Ελλάδα

Τι φρενάρει την ανάπτυξη της ψηφιακής υγείας στην Ελλάδα

Κενά στο νομοθετικό πλαίσιο και κατακερματισμένα συστήματα βλέπει ο ΣΕΒ

3' 13" χρόνος ανάγνωσης

Εξυπνα νοσοκομεία, τηλεϊατρική, «φορετές» συσκευές, όπως έξυπνα ρολόγια και fitness trackers, ψηφιακά δεδομένα υγείας, η αξιοποίηση των οποίων είναι σημαντική για την έρευνα, την επιδημιολογία, την αγορά φαρμάκου και γενικώς τα συστήματα υγείας. Αυτά είναι τα «mega» trends, οι διεθνείς τάσεις που συνθέτουν την παγκόσμια αγορά ψηφιακής υγείας, τα έσοδα της οποίας αναμένεται να αυξηθούν στα 600 δισ. δολ. έως το 2024 από 350 δισ. το 2019, λόγω και της ενίσχυσης του κλάδου κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Χώρες όπως Γερμανία, Δανία, Ισραήλ, Φινλανδία κ.ά. έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην υιοθέτηση τέτοιων τεχνολογιών, με τη χρήση τους ωστόσο στην Ελλάδα να είναι περιορισμένη. Ο λόγος; Η Ελλάδα έχει ένα νομοθετικό πλαίσιο που παρουσιάζει «κενά» ως προς την αξιολόγηση, τη συνταγογράφηση και την αποζημίωση ψηφιακών εργαλείων –όπως για παράδειγμα τα health apps–, ενώ διαθέτει κατακερματισμένα πληροφοριακά συστήματα που δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση μεγάλου όγκου δεδομένων με σκοπό την παροχή εξατομικευμένης θεραπείας αλλά και την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας. Ενδεικτικά, ενώ το Σύστημα Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης (ΣΗΣ) παρέχει πλούτο δεδομένων, αφού μέσα από αυτό καταχωρίζονται μηνιαίως 7 εκατ. συνταγές και 3 εκατ. παραπεμπτικά, η συγκεκριμένη πηγή παραμένει ανεκμετάλλευτη. Παράλληλα, τα πληροφοριακά συστήματα στα δημόσια νοσοκομεία δεν έχουν αναπτυχθεί με συντονισμένο και ενιαίο τρόπο, ενώ πολλά δεν διαλειτουργούν με τον φάκελο υγείας, το ΣΗΣ κ.ά.

Τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύει το special report που εκπόνησε το Παρατηρητήριο του ΣΕΒ για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και αναδεικνύει μεταξύ άλλων τις ωφέλειες που μπορεί να καρπωθεί ο Ελληνας ασθενής από την υιοθέτηση ψηφιακών εφαρμογών αλλά και τα βήματα της χώρας για να επιταχύνει την ενσωμάτωσή τους. Σύμφωνα με τη μελέτη, η χρήση εφαρμογών υγείας (health apps), φορητών συσκευών και ψηφιακών πλατφορμών προσφέρει –λόγω και της τεχνητής νοημοσύνης– 40% μεγαλύτερη ακρίβεια στη μέτρηση σακχάρου, ενώ εξοικονομεί περίπου 50 δισ. ευρώ ετησίως στα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας μέσω της πρώιμης διάγνωσης. Η Γερμανία πρωτοπορεί στην αποζημίωση τέτοιων ψηφιακών εργαλείων έχοντας σχετική νομοθεσία από το 2019, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ελλάδα, αφού το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο παρουσιάζει στη χώρα μας κενά και δεν είναι εναρμονισμένο με τον νέο κανονισμό περί ιατροτεχνολογικών προϊόντων. Μάλιστα ελληνικές startups, που τα αναπτύσσουν, εστιάζουν σε αγορές του εξωτερικού, αφού τα προϊόντα τους δεν μπορούν να αξιοποιηθούν στην ελληνική αγορά.

Λόγω του ρυθμιστικού πλαισίου, ελληνικές startups που αναπτύσσουν ιατροτεχνολογικά προϊόντα εστιάζουν μόνο σε αγορές του εξωτερικού.

Οπως αναφέρει η μελέτη, τέτοιες λύσεις εξυπηρετούν σημαντικά τις ανάγκες υγείας πληθυσμών που χαρακτηρίζονται από γήρανση, χρόνιες παθήσεις, ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κ.ά., χαρακτηριστικά δηλαδή που διαθέτει η Ελλάδα, εάν αναλογιστούμε πως τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αναμένεται να ξεπεράσουν το 25% του πληθυσμού έως το 2030.

Σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες τηλεϊατρικής, στην Ελλάδα αυτές έχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, μέσα από την επέκτασή τους σε νέες περιοχές. Ενδεικτικά, μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερα από 10.000 ραντεβού τηλεϊατρικής σε δέκα διαφορετικές ειδικότητες από 200 γιατρούς και νοσηλευτές του ΕΣΥ, συμβάλλοντας στη μείωση του κόστους και των νοσηλειών. Για να επεκταθούν, ωστόσο, χρειάζεται θεσμικό πλαίσιο και για τους ιδιώτες παρόχους τέτοιων υπηρεσιών (π.χ. νομική κατοχύρωση ιατρικής πράξης από απόσταση). Την ώρα που τα δεδομένα υγείας υπολογίζεται πως θα αυξάνονται κατά 36% τον χρόνο, ρυθμός ταχύτερος από άλλους κλάδους, η Ελλάδα διαθέτει πολλές πηγές πληροφοριών (ΣΗΣ, ΕΟΠΥΥ, ΕΟΦ, ΕΟΔΥ, ΕΔΥΤΕ κ.ά.), των οποίων η δευτερογενής αξιοποίηση παραμένει περιορισμένη. Τα κυριότερα προσκόμματα εντοπίζονται στο ασαφές ρυθμιστικό πλαίσιο και στην ασυμβατότητα των συστημάτων των παρόχων υγείας, γεγονός που εμποδίζει και την ενημέρωση του ατομικού ηλεκτρονικού φακέλου υγείας. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, κάθε 1 εκατ. ευρώ επένδυσης σε ένα κέντρο αριστείας δεδομένων υγείας, συνεισφέρει άμεσα 956.000 ευρώ στο ΑΕΠ και δημιουργεί 24 θέσεις εργασίας. Στο μεταξύ, η μελέτη εστιάζει και στη διαμόρφωση ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη μετατροπή μονάδων του ΕΣΥ σε έξυπνα νοσοκομεία, αφού η παρουσία τους στη χώρα μας είναι περιορισμένη. Πρόκειται για καθαρά ψηφιακούς-data driven οργανισμούς που αξιοποιούν τεχνολογίες για να λάβουν αποφάσεις, βελτιώνοντας έως και 95% την εμπειρία του ασθενούς.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT