Σε επαφή με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού πλαισίου που θα καθιερώνει την υποχρεωτική ασφάλιση των κατοικιών, βρίσκεται η κυβέρνηση υπό το βάρος των αλλεπάλληλων φυσικών καταστροφών που πλήττουν τη χώρα και του δυσθεώρητου κόστους που συνεπάγεται η αποκατάσταση των ζημιών. Η μεγαλύτερη συμμετοχή του ασφαλιστικού κλάδου υπαγορεύεται από την ανάγκη επιμερισμού του κινδύνου και της ζημιάς από μεγάλα καταστροφικά γεγονότα και στη βάση αυτή, η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος διαμορφώνει τις προτάσεις που θα υποβάλει στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», οι προτάσεις κινούνται στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ασφαλιστικής συνείδησης προκειμένου να επεκταθεί η ασφαλιστική κάλυψη σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα των κατοικιών και περιλαμβάνουν:
1. Τη συμμετοχή του κράτους για την κάλυψη της ασφάλισης μέσω επιδότησης του ασφαλίστρου για τις κατοικίες που δεν θεωρούνται ασφαλίσιμες. Πρόκειται για κατοικίες που:
α) Εχουν χτιστεί πριν από το 1960, οπότε και καθιερώθηκε ο αντισεισμικός σχεδιασμός.
β) Εχουν χτιστεί σε υψηλής επικινδυνότητας περιοχές όπως κοντά σε ρέματα.
γ) Φέρουν παρανομίες που επηρεάζουν τη στατικότητα του κτιρίου και άρα είναι πιο ευάλω-τες σε καταστροφικά γεγονότα.
Η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος προτείνει έκπτωση από το εισόδημα της δαπάνης για την ασφάλιση ή μια μεγαλύτερη έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ.
Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι η πλειοψηφία, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς αντιπροσωπεύουν το 10%-20% των κατοικιών της χώρας, που σύμφωνα με τα στοιχεία αριθμεί 4,2 εκατομμύρια ακίνητα.
2. Την κατάργηση του φόρου 15% που επιβαρύνει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με στόχο το ασφάλιστρο να καταστεί πιο προσιτό από ό,τι είναι σήμερα. Εκπρόσωποι του κλάδου σημειώνουν ότι η ασφάλιση περιουσίας από καταστροφικά φαινόμενα είναι σήμερα φθηνή κάλυψη και η αύξηση του αριθμού των ασφαλισμένων κτιρίων μέσα από ένα σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης θα οδηγούσε στην αύξηση της ασφαλιστικής πίτας και θα λειτουργούσε υπέρ της συγκράτησης των τιμών στα ασφάλιστρα. Με δεδομένο ωστόσο το αυξημένο κόστος διαβίωσης που αντιμετωπίζει σήμερα ένα μέσο νοικοκυριό, η στήριξη του κράτους μέσα από επιπλέον κίνητρα θα συνέβαλε στον περιορισμό αυτής της δαπάνης. Εκτός από την κατάργηση των πρόσθετων επιβαρύνσεων, δηλαδή του φόρου του 15%, ως επιπλέον κίνητρο θα μπορούσε να εξεταστεί η έκπτωση από το εισόδημα της δαπάνης για την ασφάλιση ή μια μεγαλύτερη έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ, ή συνδυασμό αυτών των μέτρων. Το όφελος από την απώλεια εσόδων που θα είχε το κράτος θα ήταν πολλαπλασιαστικό, αφού θα οδηγούσε στην ασφάλιση έστω και σταδιακά του συνόλου των ακινήτων της χώρας, απαλλάσσοντας την πολιτεία από το κόστος των αποζημιώσεων από παρόμοια καταστροφικά φαινόμενα και θα προσέδιδε ασφάλεια στους πολίτες ότι θα αποζημιωθούν άμεσα και για την πραγματική αξία του ακινήτου τους.
3. Τη χορήγηση κινήτρων για τη χρηματοδότηση έργων αναβάθμισης των κατοικιών που λόγω κατασκευαστικών προβλημάτων ή λόγω γεωγραφικής εντοπιότητας δεν θεωρούνται ασφαλίσιμα από την αγορά. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν κονδύλια κατά το πρότυπο της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων μέσω φορέων όπως η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, αξιοποιώντας και την τεχνογνωσία που διαθέτει ο ασφαλιστικός κλάδος για την αξιολόγηση των κτιρίων και τον εντοπισμό παρατυπιών.
Οι προτάσεις της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών αναμένεται να υποβληθούν στην κυβέρνηση στη βάση της συζήτησης που έχει ανοίξει για την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης, αναγνωρίζοντας το υψηλό κόστος των αποζημιώσεων που συνεπάγεται η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε η κακοκαιρία «Daniel», αλλά και το γεγονός ότι το ποσοστό των ασφαλισμένων κτιρίων στη χώρα δεν υπερβαίνει το 15%. Με δεδομένο ότι αυτό το ποσοστό είναι συγκεντρωμένο στα αστικά κέντρα και περισσότερο στην Αττική, το ποσοστό των ασφαλισμένων κτιρίων στην περιφέρεια δεν υπερβαίνει, σύμφωνα με τα στοιχεία του κλάδου, το 5% με συνέπεια η χώρα να είναι ανοχύρωτη έναντι των φυσικών καταστροφών. Οι προτάσεις αυτές επικεντρώνονται στην ασφάλιση κατοικίας και δεν περιλαμβάνουν την ασφάλιση επιχειρήσεων, όπου επίσης παρατηρείται μεγάλο ποσοστό ανασφάλιστων. Η ασφαλιστική κάλυψη για τις επιχειρήσεις αποτελεί δαπάνη που εκπίπτει από τα έσοδα των επιχειρήσεων και σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, αποτελεί ευθύνη των εταιρειών στο πλαίσιο της ανάληψης ρίσκου.
Οι εκπρόσωποι του κλάδου υπεραμύνονται της ικανότητας της αγοράς να αναλάβει την καθολική ασφάλιση των κατοικιών της χώρας, προτάσσοντας την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια με συνολικά κεφάλαια 3,5 δισ. ευρώ και την αυστηρή εποπτεία της ΤτΕ που έχει μηδενίσει φαινόμενα αφερεγγυότητας των εταιρειών. Σημαντική είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η τεχνογνωσία που διαθέτει ο κλάδος με ειδικούς πραγματογνώμονες για την αξιολόγηση των κτιρίων και την αποτίμηση των ζημιών, οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί μια συνολική πολιτική για την επέκταση της ασφάλισης στη βάση ενός καθολικού μοντέλου που θα συμπεριλάβει σταδιακά όλα τα ακίνητα της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνουν, ένα γενικευμένο σύστημα ασφάλισης θα βοηθούσε σε πιο λεπτομερή αξιολόγηση του κινδύνου με περισσότερη τεχνική δουλειά από την πλευρά των εταιρειών (underwriting) και έλεγχο των ακινήτων για τη στατικότητά τους, δυνατότητες που είναι αυξημένες μέσω της τεχνολογίας και τη χρήση εργαλείων για τον έλεγχο της επικινδυνότητας.