Υψηλό το κόστος αποσύνδεσης της Δύσης από την Κίνα

Υψηλό το κόστος αποσύνδεσης της Δύσης από την Κίνα

Η επιβάρυνση ανέρχεται σε αρκετά τρισ. δολάρια, σύμφωνα με το ΔΝΤ

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς η Ουάσιγκτον επιβάλλει όλο και περισσότερους περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογίας προς την Κίνα και η Κίνα στρέφεται όλο και περισσότερο σε εναλλακτικούς εταίρους και προμηθευτές από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, οι εκτιμήσεις για το κόστος μιας περαιτέρω αποσύνδεσης ανάμεσα στις οικονομίες είναι δυσοίωνες και μάλλον πιο δυσοίωνες για τη Δύση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, σε περίπτωση περαιτέρω αποσύνδεσης της αμερικανικής οικονομίας αλλά και γενικότερα των δυτικών οικονομιών από την Κίνα το πλήγμα ενδέχεται να φτάσει στο 7% του παγκόσμιου ΑΕΠ, που σημαίνει μερικά τρισ. δολάρια.

Στο μεταξύ, βλέπουμε ήδη δυτικές οικονομίες να πληρώνουν το τίμημα της αποσύνδεσης από την Κίνα ύστερα από δεκαετίες που την αντιμετώπισαν ταυτοχρόνως ως εταίρο και ως πελάτη και προσπαθούσαν να την ενσωματώσουν πλήρως στην παγκόσμια οικονομία. Η Γερμανία, πρωτίστως, πληρώνει βαρύ τίμημα για την αποσύνδεση από την Κίνα, παραδοσιακό εμπορικό εταίρο της επί πολλές δεκαετίες. Ανάλογη μοίρα έχει και η Ιαπωνία που συντάσσεται με το δυτικό στρατόπεδο. Σήμερα, τα γερμανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα, τα φημισμένα μοντέλα της Volkswagen και της Toyota, δεν αντιπροσωπεύουν πλέον παρά μόνον το 30% της κινεζικής αγοράς, ενώ μόλις πριν από τρία χρόνια το αντίστοιχο μερίδιό τους στην Κίνα έφτανε στο 50%. Την ίδια στιγμή, οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της κινεζικής Ενωσης Κατασκευαστών Αυτοκινήτων. Παράλληλα, η Κίνα αντικαθιστά ταχύτατα τους δυτικούς προμηθευτές των βιομηχανιών της με άλλους από τη Βραζιλία και από χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Τα αντισταθμιστικά οφέλη για την αμερικανική και για τις ευρωπαϊκές οικονομίες είναι η μείωση της εξάρτησής τους από τις εφοδιαστικές αλυσίδες της Κίνας και οι θέσεις εργασίας που μπορούν να εξασφαλίσουν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, ενώ υπό άλλες συνθήκες αυτές θα μεταφέρονταν στην Κίνα.

Επί πολλές δεκαετίες, οι δυτικές οικονομίες αντιμετώπισαν την Κίνα ως εταίρο και ως πελάτη ταυτοχρόνως.

Οι κίνδυνοι από την αποσύνδεση των οικονομιών είναι μεγάλοι για την παγκόσμια ανάπτυξη και πολλοί οικονομολόγοι εκφράζουν φόβους πως τόσο για τη Δύση όσο και για την Κίνα μπορεί να υπερκαλύπτουν τα πλεονεκτήματα. Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η εφαρμογή νέων στρατηγικών καθώς οι δύο πλευρές στρέφονται είτε στην εγχώρια παραγωγή τους είτε σε γειτονικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι βιομηχανίες της Κίνας υποκαθιστούν τους προμηθευτές τους από τη Δύση με άλλους από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και προμηθεύονται από αυτές χημικά και μηχανικά εργαλεία. Οι εμπορικές συναλλαγές της Κίνας με τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας έχουν υπερβεί το διμερές εμπόριο με τις ΗΠΑ από το 2019, ενώ από το φθινόπωρο του 2022 οι εμπορικές σχέσεις συνολικά με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες υπερέβησαν το άθροισμα του εμπορίου της με ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία.

Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις της Κίνας στο εξωτερικό, καταλήγουν πλέον κυρίως σε χώρες πλούσιες σε πρώτες ύλες και βασικά εμπορεύματα όπως, για παράδειγμα, η Ινδονησία και οι χώρες της Μέσης Ανατολής. Το ίδιο συμβαίνει και από την άλλη πλευρά με μέρος των δυτικών κεφαλαίων να επιστρέφουν είτε στις ΗΠΑ είτε σε χώρες προσκείμενες στο δυτικό στρατόπεδο όπως το Μεξικό και η Ινδία. Στη διάρκεια του περασμένου έτους οι χώρες αυτές προσείλκυσαν επενδύσεις σε νέες μονάδες παραγωγής και γραφεία τετραπλάσιες από όσες προσείλκυσε η Κίνα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, οι κολοσσοί της Δύσης όπως οι Apple, Stellantis και ΗΡ μεταφέρουν την παραγωγή τους μακριά από την Κίνα και σύμφωνα με το σινοαμερικανικό εμπορικό επιμελητήριο, τουλάχιστον το 1/3 των αμερικανικών επιχειρήσεων μείωσε ή διέκοψε τις επενδύσεις στην Κίνα.

Την ίδια στιγμή, η Κίνα επενδύει τεράστια ποσά σε μονάδες παραγωγής νικελίου στην Ινδονησία καθώς αυτές θα τροφοδοτούν τις βιομηχανίες της ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Οι κινεζικοί τεχνολογικοί κολοσσοί Tencent και Alibaba επεκτείνονται ταχύτατα στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, ενώ οι κινεζικές βιομηχανίες θέτουν στο στόχαστρό τους επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε Λατινική Αμερική και Αφρική. Η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία Great Wall Motors ανακοίνωσε πέρυσι ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια θα επενδύσει 1,9 δισ. δολ. στην πολιτεία του Σάο Πάολο στη Βραζιλία σε μονάδες παραγωγής υβριδικών και ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Ομοίως η BYD επενδύει 600 εκατ. δολ. στη Βραζιλία και 500 εκατ. δολ. στην Ταϊλάνδη που είναι και πρώτη σε πωλήσεις ηλεκτροκίνητων οχημάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή