Ανέκαμψε πλήρως η μεταποίηση

Ανέκαμψε πλήρως η μεταποίηση

Η συνεισφορά της στο ΑΕΠ επανήλθε στα επίπεδα του 2008

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα επίπεδα του 2008 επανήλθε η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ για λογαριασμό της Ελληνικής Παραγωγής, η συμμετοχή της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) του τομέα μεταποίησης στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε σε 9,1% το 2022 και αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από το 2008. Αντιστοίχως, η συμμετοχή της μεταποίησης στην απασχόληση έφτασε στο 10,0% το 2022, από 9,6% το 2019 και 8,9% το 2014.

Πολύ θετική είναι και η πορεία των εξαγωγών των προϊόντων μεταποίησης τα τελευταία χρόνια. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, η αξία των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων ανήλθε σε 29,1 δισ. ευρώ το 2022, από 19,2 δισ. το 2019 και 11,7 δισ. το 2009. Αποτελούν έτσι το 28,9% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου, μπροστά από τις μεταφορές (23,2%) και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις (17,5%).

Η πρόοδος επιβεβαιώνεται και σε σύγκριση με το συνολικό μέγεθος της οικονομίας, με τις εξαγωγές των προϊόντων μεταποίησης να αυξάνονται από 5,7% του ΑΕΠ το 2008 σε 14,1% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη πρόοδο, η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί σημαντικά και παραμένει πολύ χαμηλά συγκρινόμενη με χώρες με παρόμοιο πληθυσμό.

Πέραν των εξαγωγών, όπως καταγράφεται στη μελέτη, τα μερίδια της μεταποίησης στα βασικά μεγέθη της οικονομίας συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου της Ε.Ε. και η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στις σχετικές κατατάξεις. Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι στην 24η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες-μέλη της Ε.Ε. με βάση το μερίδιο της ΑΠΑ της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας και στην 22η θέση αναφορικά με τη συμμετοχή στην απασχόληση.

Παρά το ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην εγχώρια μεταποίηση είναι διαχρονικά υψηλότερη σε σύγκριση με το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα στην Ελλάδα (29.600 ΑΠΑ ανά εργαζόμενο της μεταποίησης, έναντι 18.700 για το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα το 2020), καταγράφεται υστέρηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην 21η θέση.

Η συμμετοχή του κλάδου στο ΑΕΠ της χώρας επανήλθε στα επίπεδα του 2008.

Η δραστηριότητα της μεταποίησης αποτελεί βασικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Συνυπολογίζοντας τις έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις από τη διασύνδεση με τους λοιπούς τομείς της οικονομίας, η συνολική συμβολή της εγχώριας μεταποίησης υπολογίζεται σε 24,0% του ΑΕΠ της χώρας το 2021.

Σε όρους απασχόλησης, η επίδραση εκτιμάται σε 1,1 εκατ. θέσεις εργασίας το 2021. Η υψηλότερη συμβολή καταγράφεται στις περιφέρειες όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας (Αττική και Κεντρική Μακεδονία), ενώ ιδιαίτερα υψηλή για το μέγεθος της περιφερειακής οικονομίας είναι η συμβολή της μεταποίησης και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας, Αν. Μακεδονίας – Θράκης, Πελοποννήσου και Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι μεγάλες προκλήσεις για τη μεταποίηση είναι: το κόστος της πράσινης μετάβασης, η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας στο πλαίσιο της αυτονομίας της Ευρώπης έναντι των ανταγωνιστών της και το κόστος ενέργειας.

Ανέκαμψε πλήρως η μεταποίηση-1
Πολύ θετική είναι η πορεία των εξαγωγών των προϊόντων μεταποίησης τα τελευταία χρόνια. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, η αξία των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων ανήλθε σε 29,1 δισ. ευρώ το 2022, από 19,2 δισ. το 2019 και 11,7 δισ. το 2009. [SHUTTERSTOCK]

Λόγω της ενεργειακής εξάρτησης, της γεωγραφικής θέσης της χώρας και άλλων χαρακτηριστικών του εγχώριου ενεργειακού συστήματος, η Ελλάδα είχε ιδιαίτερα υψηλό κόστος στο βιομηχανικό ρεύμα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. και το 2022, καθιστώντας σαφές ότι πρόκειται για ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ελληνικής βιομηχανίας έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός, το έλλειμμα χρηματοδότησης και το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επενδύσεις ολοκληρώνουν το πλέγμα των προκλήσεων για την ελληνική μεταποίηση.

Οπως σημειώνεται στη μελέτη, προκειμένου μια επιχείρηση να αποκομίσει οφέλη από τον ψηφιακό μετασχηματισμό, απαιτείται αποτελεσματική αναδιοργάνωση των διαδικασιών παραγωγής με προαπαιτούμενο την ύπαρξη καλών ψηφιακών και διαχειριστικών δεξιοτήτων, οι οποίες είναι πιο πιθανό να υπάρχουν σε επιχειρήσεις που είναι ήδη περισσότερο παραγωγικές. Στην Ελλάδα καταγράφεται χάσμα των ψηφιακών δεξιοτήτων και υστέρηση στην παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Επομένως, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες αλλά και μεγάλες προκλήσεις στη λειτουργία των εγχώριων επιχειρήσεων μεταποίησης.

Η θέσπιση ενός ενιαίου πλαισίου ψηφιακής στρατηγικής, το οποίο θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων έναν οδικό χάρτη ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης ψηφιακών δεξιοτήτων, κατευθυντήριες γραμμές για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και δημόσιων υπηρεσιών, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αλλά και ευέλικτα χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη επενδύσεων σε τεχνολογίες αιχμής, μπορεί να συμβάλει στον αποτελεσματικό ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων.

Παραγωγική ανάπτυξη

«Η ενίσχυση της βιομηχανίας μεταποίησης μικρού και μεγάλου μεγέθους είναι η πιο σημαντική προοπτική, η πιο ξεκάθαρη κατεύθυνση για να αυξηθεί η παραγωγή πλούτου στη χώρα μας. Για να αυξηθεί το ΑΕΠ με πραγματική παραγωγική ανάπτυξη, να συγκλίνουμε με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, προς όφελος όλης της κοινωνίας και των μελλοντικών γενιών. Το να αποφασίσει η χώρα να μπει σε έναν ενάρετο κύκλο αύξησης της παραγωγής αγαθών δεν είναι κάτι ουτοπικό ή κάτι που ανήκει πια στο παρελθόν. Είναι το μέλλον. Είναι μια απόλυτα ρεαλιστική στρατηγική, και αυτό είναι ισχυρή πεποίθηση όλων των μελών μας», τόνισε ο πρόεδρος της Ελληνικής Παραγωγής, Μιχάλης Στασινόπουλος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή