Εντός του α΄ εξαμήνου του 2024 φιλοδοξεί η κυβέρνηση να προχωρήσει την αποεπένδυσή της στις δύο συστημικές τράπεζες, Εθνική και Πειραιώς, στις οποίες διατηρεί συμμετοχή, με την Τράπεζα Πειραιώς να παίρνει το προβάδισμα αμέσως μετά την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων στις 24 Φεβρουαρίου.
Βασικός στόχος και στις δύο περιπτώσεις είναι η διάθεση του συνόλου του ποσοστού που ελέγχει και στις δύο τράπεζες ώστε το Δημόσιο να μηδενίσει τη συμμετοχή του, διαθέτοντας δηλαδή στη μεν Τράπεζα Πειραιώς το 27%, στη δε Εθνική Τράπεζα το υπόλοιπο 18%. Οι τελικές αποφάσεις ωστόσο όσον αφορά το ποσοστό που θα διατεθεί και το κατά πόσον αυτό θα γίνει άμεσα εντός του α΄ εξαμήνου ή σταδιακά έως τα τέλη του 2024 θα ληφθούν στις αρχές του επόμενου έτους και σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές θα είναι συνάρτηση των συνθηκών που επικρατούν στις αγορές και του γενικότερου οικονομικού περιβάλλοντος.
Στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, το ποσοστό που ελέγχει το Δημόσιο είναι υψηλό και εφόσον προκριθεί να πωληθεί όλο θα ακολουθηθεί η διαδικασία του book building, αντίστοιχα δηλαδή με ό,τι συνέβη στην περίπτωση της Εθνικής για τη διάθεση του 22%. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται αμέσως μετά τις γιορτές να «τρέξουν» οι διαδικασίες για την πρόσληψη χρηματοοικονομικού συμβούλου από την πλευρά του ΤΧΣ, που θα διερευνήσει τις προθέσεις των επενδυτών για το κατά πόσον μπορεί να απορροφηθεί από την αγορά το 27% και φυσικά για την τιμή στην οποία θα μπορούσε να διατεθεί.
Η Τράπεζα Πειραιώς παίρνει το προβάδισμα αμέσως μετά την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων στις 24 Φεβρουαρίου.
Η κεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς ανέρχεται στα 4 δισ. ευρώ και η διάθεση του 27% θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα της τάξεως του 1 δισ. ευρώ, ανάλογα δηλαδή με όσα απέφερε η πώληση του 22% της Εθνικής Τράπεζας. Αντιστοίχως η κεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας έχει φτάσει τα 5,7 δισ. ευρώ και η πώληση του υπόλοιπου 18% μπορεί να αποφέρει έσοδα επίσης άνω του 1 δισ. ευρώ, ανάλογα με τον χρόνο αποεπένδυσης που θα επιλεγεί και την πορεία της τιμής. Να σημειωθεί ότι ο τραπεζικός δείκτης κινείται ανοδικά το τελευταίο διάστημα, πάνω από τις 1.000 μονάδες (χθες έκλεισε στις 1.062,35 μονάδες), με τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας να έχει πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη άνοδο τον τελευταίο μήνα (+14,89%) και την τιμή να διαμορφώνεται στα 6,28 ευρώ, ενώ ακολουθεί η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς (+13,43%) στα 3,20 ευρώ, η μετοχή της Alpha Bank (+10%) στο 1,55 ευρώ και η Eurobank (+9,17%) στο 1,60 ευρώ ανά μετοχή.
Στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας, το Ταμείο δεσμεύεται έως το τέλος Μαΐου από την 6μηνη περίοδο κατά την οποία δεν μπορεί να πραγματοποιήσει άλλη συναλλαγή, και εφόσον προκριθεί το σενάριο οι δύο αποκρατικοποιήσεις να ολοκληρωθούν εντός του α΄ εξαμήνου του 2024 ή το αργότερο έως τον Ιούλιο, οι διαδικασίες θα πρέπει να κινηθούν γρήγορα. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η έναρξη αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, που τοποθετείται από το δεύτερο εξάμηνο του 2024, θα επηρεάσει την κερδοφορία του κλάδου και άρα οι όποιες κινήσεις είναι προτιμότερο να προηγηθούν των σχετικών αποφάσεων, αξιοποιώντας το θετικό μομέντουμ που δημιουργεί για τις τράπεζες το υψηλό επίπεδο επιτοκίων.
Βασιζόμενη στην υψηλή κεφαλαιακή της θέση, η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας έχει αφήσει ανοιχτό το σενάριο της επαναγοράς μετοχών από το ΤΧΣ, με στόχο την ακύρωσή τους. Μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε σε περαιτέρω ανταμοιβή των μετόχων, πέραν του στόχου για τη διανομή μερίσματος που έχει θέσει η διοίκηση της τράπεζας και η οποία προσδιορίζεται κοντά στο 25%. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η τράπεζα θα πρέπει να λάβει την έγκριση του SSM, ενώ από την πλευρά του το ΤΧΣ θα πρέπει να «τρέξει» ανταγωνιστική διαδικασία προκειμένου να διερευνήσει το κατά πόσο μπορεί να προσελκύσει ανταγωνιστικότερες προσφορές σε σχέση με αυτή που θα προτείνει η τράπεζα.