Πώς θα αναβαθμιστούν οι τράπεζες

Πώς θα αναβαθμιστούν οι τράπεζες

Τι περιμένουν οι Moody’s, S&P, Fitch Ratings, DBRS και Scope Ratings

Η αλλαγή σελίδας που έχουν σημειώσει οι ελληνικές τράπεζες –αφήνοντας πίσω τους το θέμα των κόκκινων δανείων το οποίο κυριαρχούσε για πολλά χρόνια αλλά και αυτό της κεφαλαιακής επάρκειας, ενώ έχουν πλέον επιστρέψει στην κερδοφορία και έχουν ενισχύσει τα κεφάλαιά τους και τις θέσεις ρευστότητας– μένει ακόμα να αποτυπωθεί πλήρως στις αξιολογήσεις τους. Αν και οι οίκοι έχουν προχωρήσει πρόσφατα σε αναβαθμίσεις είτε της αξιολόγησης είτε των προοπτικών των ελληνικών τραπεζών, το να καταφέρουν να βαθμολογούνται ως «επενδύσιμες» –όπως ορίζεται από μία βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας στο αξιόχρεό τους– απέχουν ακόμα δύο έως τρία σκαλοπάτια.

Η «Κ» μίλησε με τους επικεφαλής αναλυτές και των πέντε οίκων αξιολόγησης που «αναγνωρίζει» η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα –Moody’s, S&P, Fitch, DBRS και Scope Ratings– θέτοντας ερωτήσεις για το πώς έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο και τι μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβάθμιση των αξιολογήσεων.

Moody’s

Οπως σημειώνει ο Νώντας Νικολαΐδης, αντιπρόεδρος και υψηλόβαθμο στέλεχος πιστωτικών αξιολογήσεων της Moody’s, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και την οικονομική επιβράδυνση, οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο παραμένουν θετικές, κυρίως λόγω της προόδου που έχουν σημειώσει στη μείωση των NPEs. Επιπλέον, τα προβληματικά δάνεια αναμένεται να συνεχίσουν να μειώνονται, ενώ οι τράπεζες παρέχουν νέα δάνεια σε εταιρείες που έχουν επιβιώσει από τα χρόνια της κρίσης και ως αποτέλεσμα είναι πιο εύρωστες.

Οι περαιτέρω αναβαθμίσεις αξιολόγησης θα εξαρτηθούν από τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές τράπεζες διαχειρίζονται τον αυξανόμενο πιστωτικό κίνδυνο που απορρέει από το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, καθώς και από την ικανότητά τους να διατηρήσουν ισχυρή κερδοφορία και να δημιουργήσουν περισσότερα οργανικά κεφάλαια προκειμένου να μειώσουν περαιτέρω το επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, τονίζει ο κ. Νικολαΐδης.

S&P

Και κατά την S&P, η σημαντική πρόοδος στη μείωση των NPEs βρίσκεται πίσω από τη βελτίωση των ελληνικών τραπεζών. Οπως σημειώνει ο επικεφαλής αναλυτής του οίκου Γκιοκσενίν Καραγκιόζ, με τον «καθαρισμό» περίπου 80 δισ. ευρώ παλαιών επισφαλών περιουσιακών στοιχείων από το 2019, οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης της χώρας, την επιστροφή της ζήτησης για δάνεια, τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων και τη μείωση της ανεργίας. Παράλληλα, κατά τον αναλυτή, η μείωση των κινδύνων του δημοσίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενίσχυσε το επενδυτικό κλίμα και επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να ανακτήσουν πρόσβαση στις αγορές, να αποπληρώσουν τα TLTROs της ΕΚΤ και να περιορίσουν τη μετακύλιση των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις πελατών.

Σύμφωνα με τον Καραγκιόζ, εάν οι θετικές προσδοκίες της S&P για τις ελληνικές τράπεζες υλοποιηθούν, γεγονός που θα βελτιώσει το προφίλ ρίσκου της οικονομίας και του κλάδου, θα έρθουν νέες αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών, έπειτα από αυτές στις οποίες προχώρησε ο οίκος πριν από μερικές ημέρες.

Fitch Ratings

Τα τελευταία τρία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στα σχέδιά τους για την απορρόφηση κινδύνου και την αναδιάρθρωση, επισημαίνει από την πλευρά του ο Πάολο Κομενσόλι, αναπληρωτής διευθυντής της Fitch Ratings. «Για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα, οι αναβαθμίσεις εξαρτώνται από την αναβάθμιση της Fitch για το λειτουργικό περιβάλλον της Ελλάδας. Περιμένουμε να δούμε εάν η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα αποδειχθεί επωφελής για το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδυτικές επιδόσεις της χώρας, βοηθώντας τελικά τις τράπεζες να αυξήσουν τον όγκο των δραστηριοτήτων τους, χωρίς να διακυβεύονται τα προφίλ κινδύνου τους», εξηγεί ο αναλυτής.

«Για την Πειραιώς και την Alpha, οι αναβαθμίσεις αξιολόγησης μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε της αναβάθμισης της αξιολόγησης της Fitch για το λειτουργικό περιβάλλον είτε περαιτέρω βελτιώσεων στα μεμονωμένα πιστωτικά προφίλ τους, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων κερδοφορίας, κεφαλαίου και ποιότητας ενεργητικού», προσθέτει.

Οι ξένοι θεσμικοί επέστρεψαν και επενδύουν ξανά

Αποεπένδυση ΤΧΣ, επιστροφή στη διανομή μερισμάτων, ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα και σημαντική βελτίωση των ισολογισμών αποτελούν, κατά τους οίκους αξιολόγησης, τους καταλύτες οι οποίοι έχουν οδηγήσει στην επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στο ραντάρ των επενδυτών.

Η Moody’s αναμένει πως έπειτα από περισσότερο από μια δεκαετία οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα διανείμουν μέρισμα στους μετόχους τους το 2024, καθιστώντας τες πιο ελκυστικές ως επενδυτική επιλογή και αυξάνοντας το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών ενόψει και των ευνοϊκών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Οπως τονίζει ο κ. Νικολαΐδης, «η αποεπένδυση από το ΤΧΣ έδωσε ευκαιρίες σε ξένους επενδυτές να αγοράσουν σημαντικά μερίδια σε ελληνικές τράπεζες, ενώ ο εξορθολογισμός της βάσης κόστους τους και τα σημαντικά κέρδη τα τελευταία τρίμηνα (κυρίως λόγω των καθαρών επιτοκιακών εσόδων) σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της Ελλάδας, έχουν προκαλέσει αυξημένο ενδιαφέρον από ξένα επενδυτικά κεφάλαια».

«Ο επιτυχημένος μετασχηματισμός των ισολογισμών των τραπεζών από το 2019 και η αποκατάσταση της κερδοφορίας τους, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη πιστοληπτική ικανότητα του κράτους και τη μείωση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών κινδύνων, οδήγησαν σε αυτή τη σημαντική βελτίωση της αντίληψης των επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες», παρατηρεί από την πλευρά του ο Καραγκιόζ της S&P.

«Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος επωφελείται από τις αυξημένες επιχειρηματικές ευκαιρίες που οδηγούνται από την οικονομική ανάπτυξη, τον δυναμισμό της αγοράς ακινήτων και τις αυξημένες επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα. Οι όροι χρηματοδότησης και η πρόσβαση στην αγορά υποστηρίζονται επίσης από το ενισχυμένο πιστωτικό προφίλ του κράτους», τονίζει από την πλευρά του ο Κομενσόλι της Fitch. Η βελτιωμένη δημιουργία κερδών και τα αποκατεστημένα κεφαλαιακά αποθέματα θα επιτρέψουν από το 2024 να πληρώσουν μερίσματα στους μετόχους, όπως τονίζει, ενώ η ικανοποιητική οικονομική απόδοση της Ελλάδας στηρίζει την ποιότητα του ενεργητικού με τους κινδύνους να είναι λιγότερο εμφανείς από ό,τι στο παρελθόν.

Και κατά τον Αντρέα Κοστάντζο, επικεφαλής αξιολογήσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών της DBRS Morningstar, η εντυπωσιακή βελτίωση της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό πίσω από το ανανεωμένο ενδιαφέρον των επενδυτών για τις τράπεζες. «Η Ελλάδα έχει πρόσφατα επιδείξει σταθερή δέσμευση στη δημοσιονομική ευθύνη, καθώς και ένα καλό ιστορικό στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Αυτά, σε συνδυασμό με την άποψή μας ότι οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία θα παραμείνουν σχετικά ευνοϊκές παρά το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον, είναι όλοι παράγοντες που υποστηρίζουν τη βελτίωση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία και το βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον», όπως τονίζει.

Ο Μάρκο Τροϊάνο, επικεφαλής των αξιολογήσεων των τραπεζών στη Scope Ratings, εντοπίζει τέσσερις λόγους οι οποίοι οδηγούν το επενδυτικό ενδιαφέρον.

Πρώτον, η ορατότητα της κερδοφορίας και του ισολογισμού έχει βελτιωθεί σημαντικά με τη μείωση των NPES.

Δεύτερον, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί σταθερά, χάρη και στην εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε βελτιωμένη πορεία.

Τρίτον, ο τραπεζικός τομέας είναι αρκετά συγκεντρωμένος, πράγμα που σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν σχετικά υψηλή τιμολογιακή ισχύ και μπορούν να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια επιτοκίου προσαρμοσμένα στον κίνδυνο.

Τέλος, υπάρχουν πολλοί διεθνείς όμιλοι με πλεονάζοντα κεφάλαια που αντιμετωπίζουν περιορισμένες προοπτικές ανάπτυξης στο εσωτερικό, επομένως αρχίζουν και «κοιτούν» έντονα την Ελλάδα.

Οι μειώσεις των επιτοκίων που έρχονται θα περιορίσουν τα κέρδη

Η αύξηση των NPEs, τα υψηλά επίπεδα φορολογικών πιστώσεων στα κεφάλαια των τραπεζών, η χαμηλή ζήτηση για δάνεια λιανικής, αλλά και ο αντίκτυπος στην κερδοφορία από τις αναμενόμενες μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, είναι οι βασικές προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με τους οίκους αξιολόγησης. «Ο αναμενόμενος σχηματισμός ορισμένων νέων NPEs λόγω των υψηλών επιτοκίων, είναι η κύρια πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες στο μέλλον», τονίζει στην «Κ» ο κ. Νικολαΐδης της Moody’s. Βασική προτεραιότητα των τραπεζών, όπως εξηγεί, είναι να μπορέσουν να επιτύχουν έναν δείκτη NPE κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. (περίπου 2%-3%) και να περιορίσουν τον αυξανόμενο πιστωτικό κίνδυνο, ειδικά για τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες. Αλλες προκλήσεις περιλαμβάνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε ανταγωνισμό από εταιρείες fintech και ψηφιακές τράπεζες της νέας εποχής, και τη διαχείριση τυχόν κινδύνων που σχετίζονται με το ESG, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με τη μετάβαση στον άνθρακα.

Η βασική πρόκληση κατά την S&P είναι η αδύναμη ποιότητα του κεφαλαίου που προκύπτει από υψηλούς όγκους αναβαλλόμενων φορoλογικών πιστώσεων (DTC). Ο ρυθμός απόσβεσης είναι αργός, όπως σημειώνει ο κ. Καραγκιόζ. Σημαντική πρόκληση είναι και η επανέναρξη χορήγησης δανείων λιανικής, ο ρυθμός της οποίος παραμένει αργός λόγω των υψηλών επιτοκίων που επικρατούν. Παράλληλα, η δανειοληπτική ικανότητα και η ικανότητα αποπληρωμής του ιδιωτικού τομέα αποτελούν επίσης προκλήσεις κατά την S&P. «80 δισ. ευρώ παλαιού χρέους διαχειρίζονται από servicers, οι οποίοι κυνηγούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Ο ρυθμός ανάκτησης αυτού του χρέους θα καθορίσει: α) εάν οι δικαστικές μεταρρυθμίσεις είναι αποτελεσματικές και β) σε ποιο βαθμό ωφελεί την κοινωνία η συνεχιζόμενη μακροοικονομική ανάκαμψη, η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος και η μείωση της ανεργίας», προσθέτει ο αναλυτής. Κατά την άποψη του Κοστάντζο της DBRS Morningstar, οι κύριες προτεραιότητες είναι η διαφοροποίηση των επιχειρηματικών μοντέλων, των ροών εσόδων και των δομών χρηματοδότησης, αυξάνοντας παράλληλα τα χαρτοφυλάκια δανεισμού και ενισχύοντας την ψηφιοποίηση.

H αποφυγή εμφάνισης νέων κόκκινων δανείων αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες.

«Θα είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε εάν οι τράπεζες θα μπορέσουν να συνεχίσουν να καταγράφουν ικανοποιητική κερδοφορία μόλις αρχίσουν να μειώνονται τα επιτόκια», σημειώνει ο Κομενσόλι της Fitch. Αυτό θα απαιτήσει συνεχή πειθαρχία στην τιμολόγηση δανείων και καταθέσεων και ανάπτυξη σε επιχειρηματικούς τομείς που δημιουργούν προμήθειες, όπως η διαχείριση πλούτου και το bancassurance.

Η λειτουργική αποτελεσματικότητα θα παραμείνει επίσης «κλειδί», κατά τον Κομενσόλι, ενώ άλλη πρόκληση είναι η επανέναρξη της ανάπτυξης στο τμήμα λιανικής. Η έκθεση στα στεγαστικά δάνεια λιανικής μειώνεται συνεχώς λόγω της απομόχλευσης από την προηγούμενη κρίση και, πιο πρόσφατα, της αύξησης των επιτοκίων. Αυτό περιορίζει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες των τραπεζών.

Τέλος, η Fitch παρακολουθεί στενά την απόδοση της ποιότητας του ενεργητικού. Οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες πιέσεις για την προσιτότητα του χρέους, που οδηγούν σε αναδιαρθρώσεις ή χειροτέρευση της απόδοσης των ανακτήσεων, αντιπροσωπεύουν κινδύνους για τις προσδοκίες του οίκου όσον αφορά την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT