Παρουσιάστηκαν σαν «επανάσταση» στη διεθνή χρηματιστηριακή σκηνή και τράβηξαν την προσοχή μεγαλοεπενδυτών, διότι υπόσχονταν δίκαιη πρόσβαση και περισσότερες δυνατότητες επένδυσης σε επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης. Ο λόγος για τις SPACs, τις εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες όσο γρήγορα βρέθηκαν στο επίκεντρο της επενδυτικής μανίας το 2021, τόσο γρήγορα εξέπεσαν από τον επενδυτικό χάρτη.
Οι εταιρείες-κελύφη, που έχουν αποκλειστικό στόχο την άντληση χρημάτων μέσω εισαγωγής στο χρηματιστήριο, έκαναν θραύση λίγο μετά την πανδημία: περυσινή έρευνα της Bain & Company υπολόγιζε ότι οι συμφωνίες SPACs είχαν αυξηθεί κατά 325% το 2021 σε σχέση με το 2020, φτάνοντας τα 158 δισ. δολάρια.
Σήμερα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, αφού οι περισσότερες από τις εκατοντάδες τέτοιου είδους εταιρείες που σχηματίστηκαν στο αποκορύφωμα της επενδυτικής φρενίτιδας του 2021 δεν συγχωνεύθηκαν. Και όσες τα κατάφεραν έγιναν «εφιάλτης» για τον μέσο επενδυτή, σύμφωνα με το The Hustle.
Τα SPACs δεν «γεννήθηκαν» τα τελευταία χρόνια. Τη δεκαετία του 1980, εταιρείες-κελύφη στις ΗΠΑ άρχιζαν να συγχωνεύονται με εταιρείες penny stocks (φθηνών μετοχών), εκ των οποίων πολλές ήταν και απάτες. Ετσι, η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς σχημάτισε ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τις SPACs.
Ολα άλλαξαν τη δεκαετία του 2010, όταν ορισμένες SPACs μπήκαν σε μεγάλα αμερικανικά χρηματιστήρια. Το 2019 έγιναν 59 αρχικές δημόσιες προσφορές (IPO) από SPACs, ενώ το 2020 ο αριθμός αυτός εκτινάχθηκε στις 248.
Η ανάδυσή τους συνέπεσε με τη μείωση του κόστους δανεισμού και μια αυξημένη διάθεση ανάμεσα στις εταιρείες πρώιμων σταδίων (early stage) να μπουν στο χρηματιστήριο, όσο οι μετοχές έκαναν ράλι. Πολλοί θεωρούσαν μάλιστα ότι μπορούσαν να μπουν στους δείκτες προτού αλλάξουν προς το χειρότερο οι συνθήκες της αγοράς και πίστευαν ότι θα ήταν ταχύτερο να μπουν μέσω συγχώνευσης με SPAC παρά μέσω ενός παραδοσιακού IPΟ. Σε ό,τι αφορά τις συγχωνεύσεις με ιδιωτικές εταιρείες, το 2019 έγιναν 25, το 2020 έγιναν 63 και το 2021 ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στις 198.
Τελικά, ο ρυθμός δημιουργίας νέων SPACs δεν συμβάδισε ποτέ με τον αριθμό των συγχωνεύσεων: οι εταιρείες που αναζητούσαν τέτοιου είδους συμφωνίες τελικά συγχωνεύθηκαν κατά κύριο λόγο με SPACs που είχαν μπει στο χρηματιστήριο μόλις ένα με δύο χρόνια πριν – όχι κατά τη διάρκεια του ράλι του 2021.
Για να επιτύχουν αυτά τα επενδυτικά οχήματα, χρειάζονταν να συνεχιστεί το ράλι για τουλάχιστον δύο ακόμη χρόνια, το οποίο όμως δεν συνέβη. Οι νέοι κανόνες της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς επιβράδυναν τη διαδικασία συγχώνευσης SPAC, ενώ η αγορά άρχισε να «ξεφουσκώνει». Εξ ου και το 2022, ο αριθμός των συγχωνεύσεων με SPAC μειώθηκε κατά σχεδόν 50% στις 101. Μέχρι τον Νοέμβριο φέτος πραγματοποιήθηκαν μόλις 75.
Οπως εκτίμησε ο Jay Ritter, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, μιλώντας στο The Hustle, τα δύο τρίτα από τις 613 SPAC που προέβησαν σε αρχική δημόσια προσφορά το 2021 δεν θα συγχωνευθούν ποτέ με άλλη εταιρεία και θα χάσουν τα πάντα. Εξάλλου, πολλές έχουν ήδη ρευστοποιηθεί και ελάχιστες είναι αυτές που θεωρούνται επιτυχημένες.
Οι απώλειες στην περίπτωση που δεν γίνει συγχώνευση SPAC συνήθως επιβαρύνουν ιδιώτες και εταιρείες που έχουν χρηματοδοτήσει τη SPAC.
Οι μετοχές τέτοιων σχημάτων έχουν χαμηλότατες αποδόσεις, διότι σύμφωνα με αναλυτές πολλές τέτοιου είδους εταιρείες που μπήκαν στο χρηματιστήριο το 2020 και το 2021 ενείχαν ρίσκο, όπως τεχνολογικές επιχειρήσεις με ζημίες ή εταιρείες βιοτεχνολογίας στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης νέων φαρμάκων.
Ερευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Yale Journal on Regulation δείχνει ότι η μετοχή της συγχωνευμένης οντότητας είναι υπερτιμημένη. Ο μέσος επενδυτής που αγοράζει μετοχές πληρώνει περισσότερα από την πραγματική αξία, σηκώνοντας το βάρος διάφορων οικονομικών υποχρεώσεων, καθώς και τα προνόμια των χορηγών και των θεσμικών επενδυτών. Ως αποτέλεσμα, είναι εξαρχής δύσκολο να έχει κανείς καλές αποδόσεις, αν και βέβαια υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις.