Ευρωπαϊκές τράπεζες: Αλμα κερδών λόγω αύξησης επιτοκίων

Ευρωπαϊκές τράπεζες: Αλμα κερδών λόγω αύξησης επιτοκίων

Η κερδοφορία τους τα τελευταία δύο χρόνια έφτασε στα 100 δισ. ευρώ

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες γνώρισαν επί χρόνια χαμηλή κερδοφορία όταν οι αλλεπάλληλες κρίσεις υπαγόρευαν την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων. Επανειλημμένως επέρριψαν στην ΕΚΤ και την πολιτική της την ευθύνη για την πτώση της κερδοφορίας τους. Η κατάσταση έχει αντιστραφεί, όμως, για τις ευρωπαϊκές τράπεζες από τη στιγμή που ο πληθωρισμός ανάγκασε την ΕΚΤ και γενικότερα τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο να αυξήσουν και πάλι το κόστος δανεισμού. Ετσι μετά από 10 αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είδαν την κερδοφορία τους να εκτοξεύεται στα ύψη και τα τελευταία δύο χρόνια ο κλάδος συγκέντρωσε κέρδη 100 δισ. ευρώ.

Οι τράπεζες της Ευρώπης αύξησαν φέτος τα μερίσματα και τις επαναγορές μετοχών στα 121 δισ., όταν το 2021 δεν υπερέβησαν τα 90 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με στοιχεία της UBS, από τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να αυξάνουν επιθετικά το κόστος δανεισμού, τα καθαρά έσοδα των ευρωπαϊκών τραπεζών πήραν την ανιούσα και εκτοξεύθηκαν από τα 270 δισ. ευρώ, στα οποία ανήλθαν το 2021, στα 378 δισ. ευρώ φέτος. Δεδομένου, όμως, ότι τα δάνειά τους σημείωσαν αύξηση μόνο 2% στο ίδιο χρονικό διάστημα είναι σαφές πως το μεγαλύτερο μέρος των κερδών προέκυψε από τη διαφορά στο ύψος των επιτοκίων που χρεώνουν οι τράπεζες στις χορηγήσεις δανείων και στο ύψος των επιτοκίων καταθέσεων. Η αύξηση της κερδοφορίας τους επέτρεψε στις ευρωπαϊκές τράπεζες να αυξήσουν τα μερίσματα και τις επαναγορές μετοχών που έφτασαν φέτος στα 121 δισ. ευρώ, όταν το 2021 δεν υπερέβησαν τα 90 δισ. ευρώ. Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι χρηματιστηριακές αξίες των ευρωπαϊκών τραπεζών παραμένουν σαφώς χαμηλότερες από τις χρηματιστηριακές αξίες των αντίστοιχων τραπεζών στις ΗΠΑ. Στο μεταξύ, σε σχετικό ρεπορτάζ της η βρετανική εφημερίδα Financial Times επισημαίνει πως έχοντας γνωρίσει τη δυσπραγία εξαιτίας των αρνητικών επιτοκίων, τα υψηλόβαθμα στελέχη των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν ήδη αρχίσει να ανησυχούν μήπως οι κεντρικές τράπεζες αρχίσουν από τον Μάρτιο κιόλας να μειώνουν και πάλι το κόστος δανεισμού.

Στελέχη της ΕΚΤ έχουν επανειλημμένως τονίσει ότι δεν είναι δεδομένη η μείωση των επιτοκίων εντός του 2024 και τελευταίος ο Ρόμπερτ Χόλτζμαν χαρακτήρισε πρόωρη μια τέτοια συζήτηση. Ωστόσο, η πρόσφατη αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων έχει δημιουργήσει στην αγορά προσδοκίες για επικείμενες μειώσεις, με πολλούς οικονομικούς αναλυτές να τις τοποθετούν στα μέσα του επόμενου έτους ή ενδεχομένως τον Μάρτιο. Και στο μεταξύ οι εστίες κινδύνου δεν περιορίζονται μόνο στο ύψος των επιτοκίων. Ο φόβος της ύφεσης, η χαμηλή ζήτηση για πιστώσεις, το ενδεχόμενο νέων διεθνών κανόνων που θα επιβάλουν στις τράπεζες αυστηρότερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας προστίθενται στους πονοκεφάλους των διευθυντικών στελεχών. Και μαζί τους και ο κίνδυνος νέων πτωχεύσεων. Μιλώντας στους FT, ο Τζέισον Νάπιερ, αναλυτής της UBS, τονίζει πως «όταν αναμένεται μείωση επιτοκίων, τα μακροοικονομικά μεγέθη απογοητεύουν, ενώ οι αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς και στο ρυθμιστικό πλαίσιο κάνουν πιο δύσκολη τη ζωή των τραπεζών, οι μέτοχοί τους έχουν κάθε λόγο να θέλουν να πουλήσουν τις μετοχές τους».

Παράλληλα, αναλυτές της UBS εκτιμούν πως οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών τραπεζών έναντι ζημιών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα φτάσουν στα 63 δισ. ευρώ μέσα στο επόμενο έτος, καταγράφοντας άλμα σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021, όταν οι προβλέψεις ήταν μόνον 31 δισ. ευρώ. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι αυτό το ύψος προβλέψεων είναι διαχειρίσιμο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά επισημαίνουν ότι θα απορροφήσει κεφάλαια που διαφορετικά θα προορίζονταν για την καταβολή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών. Και στο μεταξύ ο κλάδος υφίσταται ακόμη τις παρενέργειες της σύντομης τραπεζικής κρίσης που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ την περασμένη άνοιξη όταν κατέρρευσαν τρεις περιφερειακές τράπεζες. Ο απόηχος εκείνης της κρίσης τις επηρεάζει ακόμη επειδή συνέπεσε χρονικά με την κατάρρευση του ελβετικού τραπεζικού κολοσσού της Credit Suisse και ενέσπειρε φόβους για το ενδεχόμενο μετάδοσης της τραπεζικής κρίσης στην Ευρώπη. Οπως, άλλωστε, υπογραμμίζει ο Ζιλ Εντουαρντς, αναλυτής της S&P Global, «η αύξηση των εσόδων των τραπεζών είναι μια θετική εξέλιξη μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη διάρκεια του οποίου είχαν περιοριστεί δραματικά τα περιθώρια κέρδους του κλάδου». Ο ίδιος προσθέτει, όμως, ότι «τα αυξημένα κέρδη δεν απομακρύνουν όλους τους κινδύνους που απειλούν την κερδοφορία των τραπεζών».

Οπως τονίζουν, πάντως, οι FT, αρκετοί επενδυτές φαίνονται αισιόδοξοι σε σχέση με την προοπτική των τραπεζών. Προ ημερών η επενδυτική Cevian Capital αγόρασε μετοχές της UBS αξίας 1,2 δισ. ευρώ, στοιχηματίζοντας πως η ελβετική επενδυτική τράπεζα θα μπορέσει να διπλασιάσει την αξία της μετοχής της και να πλησιάσει, έτσι, τη χρηματιστηριακή αξία της ομόλογής της αμερικανικής Morgan Stanley.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT