Άρθρο Γ. Στούμπου στην «Κ» – Κόκκινα δάνεια: η εθνική μας αχρωματοψία

Άρθρο Γ. Στούμπου στην «Κ» – Κόκκινα δάνεια: η εθνική μας αχρωματοψία

Σε ένα ιδανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, η τράπεζα είναι ο οικονομικός σύμβουλος του δανειολήπτη - Στην Ελλάδα είναι ο ανταγωνιστής του

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ελλάδα διαχρονικά έχει πρόβλημα κόκκινων δανείων. Ακόμη και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, η χώρα μας εμφάνιζε συστηματικά υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Σε περιόδους παρατεταμένης κρίσης το πρόβλημα μεγεθύνεται υπερβολικά, αλλά και σε περιόδους ήπιων οικονομικών αναταράξεων ή και ανάπτυξης το μέγεθος των κόκκινων δανείων μειώνεται, αλλά, συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, στη χώρα μας παραμένει υψηλό.

Εύκολες ερμηνείες υπάρχουν πολλές, προτάσσοντας στον δημόσιο διάλογο τις κοινωνικές επιπτώσεις των κόκκινων δανείων και μια ιδιότυπη συμπεριφορά των Ελλήνων δανειστών, αλλά κρύβοντας τις πολύχρωμες αδυναμίες του χρηματοπιστωτικού οικοσυστήματος. Η ελληνική εμπειρία των ετών 2010-2017, με την απογείωση των κόκκινων δανείων σε επίπεδο πάνω από το 45% (ενώ στις αντίστοιχες περιόδους κορύφωσης των κρίσεων στην Ισπανία και την Πορτογαλία το 2015 το ποσοστό δεν υπερέβη το 12% και 16,7% αντιστοίχως), χρήζει μιας πιο διεξοδικής ανάλυσης, όχι μόνον ως διαπίστωση αλλά και ως δίδαγμα.

Στη χώρα μας οι ευθύνες είναι διαχρονικές και πρέπει να επιμερίζονται αναλογικά σε όλους τους συμμετέχοντες. Ενάντια σε κάθε βέλτιστη πρακτική που έχει υιοθετηθεί στα ανεπτυγμένα και σύγχρονα χρηματοπιστωτικά συστήματα, στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις κατηγορίες των υποθηκών πρώτης κατοικίας και στον δανεισμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η σχέση δανειστή και δανειολήπτη λειτουργεί ανταγωνιστικά (εχθρικά), καταλήγοντας συχνά σε ολέθρια αποτελέσματα και για τους δύο.

Ουσιαστικά, δανειστές και δανειολήπτες, αντί να συναλλάσσονται εντός ενός οικοσυστήματος δανεισμού που προστατεύει όλα τα εμπλεκόμενα μέλη με σαφείς και αδιαμφισβήτητους νομικούς κανόνες, διαδικασίες αξιολόγησης και εκτίμησης κινδύνου, πρωτόκολλα ανάκτησης ληξιπρόθεσμων δανείων ή πλειστηριασμού υποθηκευμένων ακινήτων, ρυθμίσεις προστασίας ιδιοκτητών και ενοίκων, συναλλάσσονται σε ένα πλαίσιο με εύκαμπτους κανόνες παροχής δανείων, δαιδαλώδεις διαδικασίες είσπραξης δανείων, καταχρηστική νομική αντιμετώπιση και «προσωποποίηση» κάθε μη εξυπηρετούμενου δανειακού φακέλου. Αυτό οδηγεί σε καταχρηστικές και ατελέσφορες, πολλές φορές, διαδικασίες.

Οι τράπεζες –ως εκ του αποτελέσματος προκύπτει– για μεγάλο χρονικό διάστημα προ των μνημονίων αναλάμβαναν υπέρμετρους κινδύνους, παραβιάζοντας ή εφαρμόζοντας πλημμελώς βασικούς όρους και προϋποθέσεις δανεισμού, όπως εισοδηματικά και ηλικιακά κριτήρια, πραγματική/αγοραία αξία του υποθηκευόμενου ακινήτου ή επιχείρησης (loan/equity ratio), ενώ, ταυτόχρονα, πολλάκις υπερέβαιναν τα ποσοστά χρηματοδότησης έναντι του λογαρίθμου που προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία. Η αδυναμία αυτή του τραπεζικού συστήματος επιδεινώθηκε από την επίσης ασύμμετρη προστασία του δανειολήπτη έναντι του πιστωτή. Η χρήση κοινωνικών κριτηρίων είναι αδιαμφισβήτητο κεκτημένο δικαίωμα του κάθε δανειολήπτη, όπως η απώλεια εισοδήματος ή μια «καταστροφική» ασθένεια.

Ενα σύγχρονο τραπεζικό σύστημα, όμως, είναι θεσμικά υποχρεωμένο να προστατεύει μέσω ασφαλιστικών δικλίδων που ενεργοποιούνται σε τέτοιες προπτώσεις όχι την κερδοφορία του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά τις καταθέσεις των πελατών του. Η αδυναμία των τραπεζών να λειτουργήσουν με αυτά τα κριτήρια και η πολυδαίδαλη, ασαφής και χρονοβόρα διαδικασία είσπραξης οφειλών απαξίωσαν το δανειακό κεφάλαιο στη Ελλάδα τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά δανείων. Αυτό γίνεται απόλυτα αντιληπτό αν λάβουμε υπόψη ότι τα κόκκινα δάνεια εκποιούνται στη χώρα μας σε ποσά από 5% μέχρι 15% της αξίας τους, ενώ στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πολλές φορές, αγγίζουν και το 65%.

Δύο άλλες απτές αποδείξεις της ελληνικής παθογένειας είναι, πρώτον, το γεγονός ότι οι επισφάλειες δεν μειώνονται δραματικά, όπως θα περίμενε κανείς δεδομένης της καταγεγραμμένης μεγάλης αύξησης στις τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα, όπου σε πολλές περιπτώσεις η αγοραία τιμή την τελευταία τετραετία υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό έκθεσης του δανειολήπτη (το ποσό της υποθήκης) και συνεπώς βελτιώνει τις προοπτικές και το κίνητρο αποπληρωμής του δανείου. Δεύτερον, ο δανειολήπτης που δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας, πρόστιμα και άλλες επιβαρύνσεις.

Ενα απαρχαιωμένο σύστημα κυρώσεων που ίσως έχει κάποια αποτελεσματικότητα αν εφαρμόζεται για μικρό χρονικό διάστημα, π.χ. τριών μηνών. Η μη αποδοχή κοινού θεσμικού πλαισίου από δανειστές και δανειολήπτες για την έγκαιρη είσπραξη οφειλών διαιωνίζει το πρόβλημα, αυξάνοντας το ύψος της οφειλής δυσανάλογα σε σχέση με την αξία του ακινήτου και δημιουργώντας έτσι συνθήκες απόλυτα άδικες και ουσιαστικά ανυπέρβλητες και για τις δύο πλευρές. Πώς είναι δυνατόν ένας δανειολήπτης να οφείλει δύο και τρεις φορές το αρχικό ποσό του δανείου και ο πιστωτής να διεκδικεί ακίνητο, η αξία του οποίου είναι ένα μικρό μόνο ποσοστό των εικονικά διαμορφωμένων οφειλών; «Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δαν(ε)ιμαρκίας» στη χώρα μας, για να παραφράσουμε μια ρήση του Αμλετ ηλικίας 400 ετών.

Οι δε κακοπληρωτές απολαμβάνουν μεγαλύτερη προστασία, με εναλλακτικές επιλογές διευθέτησης ληξιπρόθεσμων οφειλών, εκμεταλλευόμενοι ένα ευρύ (και ασαφές) νομικό πλαίσιο προάσπισης του περιουσιακού στοιχείου που μερικώς τους ανήκει. Αντίθετα, οι καλοπληρωτές βιώνουν ένα περιοριστικό πλαίσιο που διέπει την πρόωρη εξόφληση δανείων, την ανανέωση υποθηκών και τη χρήση εργαλείων μόχλευσης της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων. Στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλες τις σύγχρονες οικονομίες, προσφέροντας τη δυνατότητα κεφαλαιοποίησης της υπεράξιας που δημιουργείται με την πάροδο του χρόνου χάρη στις αυξήσεις των τιμών των υπέγγυων ακινήτων.

Μια άλλη παράδοξη παράμετρος, την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος, οι εμπορικές τράπεζες αλλά και η κυβέρνηση προσπαθούν ενεργά να διορθώσουν σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, είναι ότι στο παρελθόν το σύστημα χρηματοδότησης έδινε περιορισμένα κίνητρα στα δηλωθέντα εισοδήματα να δημιουργήσουν δανειακές προοπτικές για αύξηση επενδύσεων και δημιουργία πλούτου. Αντίθετα, η φοροδιαφυγή ήταν η προτιμότερη επιλογή για τη συσσώρευση αποταμιεύσεων που εξ ορισμού έχει μικρότερη επενδυτική εμβέλεια και συνήθως δίνει τη δυνατότητα συναλλαγών με μετρητά. Στον αντίποδα αυτής της πρακτικής είναι το δανειακό σύστημα των ανεπτυγμένων χρηματοπιστωτικών συστημάτων, όπου η επιβάρυνση της καταβολής φόρων αντισταθμίζεται με απτό οικονομικό όφελος, όπως το ύψος της διαθέσιμης χρηματοδότησης, το ευεργετικό επιτόκιο και οι όροι αποπληρωμής του δανείου (απόσβεση).

Σε ένα ιδανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, η τράπεζα είναι ο οικονομικός σύμβουλος του δανειολήπτη. Στην Ελλάδα είναι ο ανταγωνιστής του. Ξεχνάμε εύκολα ότι δανειστής και δανειολήπτης έχουν συναποφασίσει και συνυπογράψει ένα οικονομικό συμβόλαιο. Μοιράζονται από κοινού το ρίσκο, την αμοιβαία διευκόλυνση, και προσδοκούν σε αμοιβαία οφέλη. Αρεσκόμεθα να λειτουργούμε σε μια αντίστροφη πραγματικότητα (reverse reality), πιστεύοντας ότι βαδίζοντας σε αντίθετη κατεύθυνση οι δανειστές και οι δανειολήπτες μπορούν να διατηρήσουν μια σχέση που εξ ορισμού είναι συμβιωτική. Η απόσταση αυτή δείχνει και την απόσταση που μας χωρίζει από τις ανεπτυγμένες οικονομίες και κοινωνίες τις οποίες θέλουμε να πλησιάσουμε.

Ο Robert Frost έχει πει κάτι που ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο των μνημονίων: «Οι τράπεζες σου δανείζουν μια ομπρέλα όταν έχει ήλιο και σου τη ζητούν πίσω όταν βρέχει». Για να είμαστε σίγουροι ότι αυτή η περίοδος έχει περάσει ανεπιστρεπτί, το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα πρέπει να θωρακιστεί με διάφανους, σύγχρονους και εφαρμόσιμους κανόνες, δημιουργώντας ένα ολιστικό οικοσύστημα που θα προστατεύει επαρκώς τόσο τους πιστωτές όσο και τους δανειολήπτες από ευμετάβλητες συνθήκες. Το κόκκινο των δανείων ας γίνει το πράσινο για ουσιαστικές αλλαγές.

*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή