Άρθρο των Π. Ξυδώνα, Δ. Θωμάκου και Α. Σάμιτα στην «Κ»: Ελληνική οικονομία, παρόν και μέλλον

Άρθρο των Π. Ξυδώνα, Δ. Θωμάκου και Α. Σάμιτα στην «Κ»: Ελληνική οικονομία, παρόν και μέλλον

Tο 2023 η Ελλάδα σημείωσε τον τρίτο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ κατά τη διετία 2024-25 αναμένεται ότι η ανάπτυξη θα ανέλθει κατά μέσον όρο στο 2,5%, πολύ πάνω από την Ευρωζώνη

4' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε ένα σκηνικό υψηλής μεταβλητότητας η ελληνική οικονομία συνέχεται με ισχυρή ανθεκτικότητα, καταγράφοντας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πιο συγκεκριμένα, το 2023 η Ελλάδα σημείωσε τον τρίτο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, ενώ κατά τη διετία 2024-25 αναμένεται ότι η ανάπτυξη θα ανέλθει κατά μέσον όρο στο 2,5%, ήτοι προσεγγιστικά στο ίδιο επίπεδο με το 2023 και πολύ πάνω από την Ευρωζώνη. Η τάση αυτή θα υποστηριχθεί από τον χαμηλότερο πληθωρισμό, την απορρόφηση πόρων από την Ε.Ε. και την καλυτέρευση της οικονομικής εμπιστοσύνης. Επίσης, με βάση τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για το 2023, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,1% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί. Είναι δε σαφές ότι η χώρα είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένη στη δημοσιονομική ευρωστία, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσον όρο 2% στα επόμενα δύο έτη.

Επιπλέον, σημαντική ήταν και η αύξηση επενδύσεων, με το αντίστοιχο ποσοστό ως προς ΑΕΠ να έχει αυξηθεί στο 14,5%, ήτοι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Εκτιμάται ότι η συμβολή των επενδύσεων στην αναπτυξιακή ποσόστωση θα μεγεθυνθεί μεσοπρόθεσμα, με τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων και την εξασφάλιση επιπρόσθετων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, υπό την κρίσιμη συνθήκη της συμβασιοποίησης των έργων, χωρίς καθυστερήσεις. Επίσης, ανακτήθηκε η επενδυτική βαθμίδα έπειτα από 13 έτη, ο μέσος μισθός σημείωσε σωρευτική αύξηση πάνω από 20% σε σχέση με το 2019 και η ανεργία μειώθηκε στα προ κρίσης επίπεδα, σε χαμηλό 15ετίας.

Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ σημειώνει ραγδαία μείωση από το 2020 και αναμένεται επέκεινα βελτίωση, εξαιτίας της σταθερής ανάπτυξης, των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και της δομής εξυπηρέτησης του χρέους, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διάρκειες 18 ετών. Προβλέπεται επίσης ότι ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα κυμανθεί στο 140% το 2027, από το ανώτατο 205% στην πανδημία. Αξια λόγου είναι βεβαίως και η υπεραπόδοση σχετικά με την πορεία των αποτιμήσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων και των χρηματιστηριακών δεικτών. Σημειώνεται δε ότι οι θετικές αυτές εξελίξεις έλαβαν χώρα παρά την ενεργειακή κρίση, την πίεση του πληθωρισμού, τη γεωστρατηγική κρίση στη Μέση Ανατολή και την πολιτική αβεβαιότητα προ εκλογών.

Στον κλάδο των τραπεζών, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να οδηγήσει σε αντίστοιχες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών. Τα άμεσα οφέλη της αναβάθμισης αφορούν τη βελτίωση της ρευστότητας και της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, καθώς σημαντικό κομμάτι του συνίσταται από ελληνικά ομόλογα. Επίσης, η αναβάθμιση θα ανακουφίσει και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές. Ομως, οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις. Για παράδειγμα, κρίσιμα στοιχήματα είναι η διατήρηση της κερδοφορίας τους σε ένα ενδεχόμενο αύξησης των καταθετικών επιτοκίων, καθώς και η μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Εξάλλου, αναφορικά με τη λεγόμενη ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό, ως σημαντικό στοιχείο εισφέρεται ότι την περασμένη χρονιά αυτός υπερέβη τις ιστορικά υψηλές επιδόσεις αφίξεων του 2019, παρά τη μείωση των εισοδημάτων των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Ωστόσο, οι προκλήσεις και σε αυτό το πεδίο είναι αρκετές και συνέχονται, π.χ., με την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού στις τουριστικές υποδομές της χώρας, τον ανομοιόμορφο, γεωγραφικά και χρονικά, υπερτουρισμό και τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα ελληνικά τουριστικά θέρετρα.

Την ίδια στιγμή, οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μεγάλες και ποικίλες. Η ακρίβεια φαίνεται να μην μπορεί να περιοριστεί, με τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, στις τιμές ενέργειας και καυσίμων και στα κόστη στέγασης να εξουδετερώνει το εισόδημα των νοικοκυριών. Επίσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολείπεται αυτού της Ευρωζώνης, ενώ στη χώρα έχουμε μεγέθυνση του ιδιωτικού χρέους και του αριθμού των πλειστηριασμών. Το ποσοστό των επενδύσεων ως προς ΑΕΠ αυξήθηκε, όπως σημειώθηκε, όμως υπολείπεται σημαντικά από τα προς κρίσης επίπεδα. Περαιτέρω, το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης συνεχίζει να είναι εξαρτημένο από τον τουρισμό και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι ισοσκελισμένο. Την ίδια στιγμή, μπορεί η ανεργία να έχει μειωθεί εντυπωσιακά, αλλά εμφανίζονται ανακολουθίες μεταξύ των προσόντων του ανθρώπινου δυναμικού και της ικανότητας του παραγωγικού μοντέλου να γεννά θέσεις εργασίας υψηλών προσόντων με υψηλές αποδοχές.

Σε διεθνές επίπεδο, κατά τη διάρκεια του 2023 οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν πληθωρισμό ο οποίος αυξανόταν ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν και ο οποίος διαφαινόταν ισχυρότερος από τις εκτιμήσεις των οικονομετρικών μοντέλων. Πλέον αναμένεται ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα επιβραδύνει το 2024 στην περιοχή του 1,0%-1,5% (από 2,4% το 2023), ενώ ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί με επίτευξη του στόχου της Fed για 2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2024. Η αποκλιμάκωση αυτή εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση επιτοκίων από τις συνεδριάσεις του Ιουνίου και μετά. Στην Ευρωζώνη η οικονομία κινείται, αναμενόμενα, προς την ύφεση, με εδραία όμως την εκτίμηση ότι θα αποφευχθεί το αρνητικό σενάριο του στασιμοπληθωρισμού, με το ΑΕΠ να διαμορφώνεται κατά το 2024 στα επίπεδα 0%-1%. Η θετική όψη της έκβασης αυτής είναι ότι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε νομισματική χαλάρωση.

Προσδοκώντας ότι θα αποφευχθεί ένα ακραία αρνητικό σενάριο μεγάλης κλίμακας, το 2024 θα μπορούσε να είναι μια ακόμα ευκαιρία για την ελληνική οικονομία. Στη βάση αυτή, με δεδομένο ότι η χώρα έχει μπροστά της ξεκάθαρο πολιτικό χρόνο, τα ζητούμενα για την οικονομία είναι πολύ συγκεκριμένα. Πρώτον, δημοσιονομική σύνεση για τη διατήρηση της ανθεκτικότητάς της, δεύτερον, πολιτικές ανάπτυξης που θα συνδράμουν σε όρους παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και, τρίτον, κοινωνική πολιτική ευαισθησία, με εστίαση στην ενίσχυση των εισοδημάτων και της κοινωνικής συνοχής. Και σίγουρα, η βελτίωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας προσφέρει στον πολιτικό σχεδιασμό πολύτιμο δημοσιονομικό χώρο και χρόνο για το νέο οικονομικό άλμα της χώρας. Οι διαρθρωτικές παθογένειες διευθετούνται μόνον με εκ βάθρων ριζικές μεταρρυθμίσεις, στη δημόσια διοίκηση, στην Παιδεία, στη Δικαιοσύνη και στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, παρά τις ισχυρά επαγόμενες αντιστάσεις που με βεβαιότητα θα αναπτυχθούν, από φατρίες, συμφέροντα και συντεχνιακά μέτωπα.

*Ο κ. Πάνος Ξυδώνας είναι καθηγητής στο ESSCA Grande École.

**Ο κ. Δημήτρης Θωμάκος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

***Ο κ. Αριστείδης Σάμιτας είναι αντιπρύτανης Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή