Η πράσινη μετάβαση οφείλει να είναι δίκαιη

Η πράσινη μετάβαση οφείλει να είναι δίκαιη

Οπως αναφέρουν και οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, η μείωση της ανισότητας αποτελεί το κλειδί για την καταπολέμηση της φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής

2' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Φινλανδίας είναι μόνο περίπου τα τρία τέταρτα του αντίστοιχου των ΗΠΑ, ωστόσο εδώ και έξι χρόνια βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης του δείκτη «ευτυχίας» των Ηνωμένων Εθνών. Η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή διατυπώνει σαφές μήνυμα: για να διατηρηθεί η υποστήριξη των πολιτών στις δράσεις για το κλίμα, η μετάβαση οφείλει να είναι δίκαιη. Το εν λόγω όργανο ζητεί συστηματική αξιολόγηση των πιθανών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων όλων των πρωτοβουλιών για το κλίμα και προτρέπει να ληφθούν αποτελεσματικά αναδιανεμητικά μέτρα με στόχο τις πιο ευάλωτες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που πλήττονται.

Οπως αναφέρουν και οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, η μείωση της ανισότητας αποτελεί το κλειδί για την καταπολέμηση της φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Στη φιλόδοξη έκδοση «Earth for All: A Survival Guide for Humanity» (σ.σ. «Μια γη για όλους: Οδηγός επιβίωσης της ανθρωπότητας») αρκετοί ερευνητές, συμπεριλαμβανομένων των Γιόχαν Ρόκστρεμ και Τζαγιάτι Γκος, χρησιμοποιούν τη μεθοδολογία για να τριγωνοποιήσουν περισσότερες από 700 περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές. Και διαμορφώνουν δύο σενάρια, το πρώτο του «πολύ λίγο – πολύ αργά» και το δεύτερο του «γιγαντιαίου άλματος».

Στο πρώτο ναι μεν οι χώρες καταβάλλουν πράγματι προσπάθειες να περιορίσουν την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν ασχολούνται με την ανισότητα. Κατά τον Ρόκστρεμ απαιτείται μια «οικονομία ευημερίας» που να εξυπηρετεί τους ανθρώπους και τον πλανήτη, αντί άνθρωποι και πλανήτης να υπηρετούν την οικονομία. Γιατί η αποκατάσταση της ισότητας είναι δυσκολότατη; Κατά τους Βρετανούς επιδημιολόγους και ερευνητές Ρίτσαρντ Γουίλκινσον και Κέιτ Πίκετ, πρώτον, πίσω από τη διατήρηση των ανισοτήτων υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα. Λόγου χάριν, όσοι πλούσιοι εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να διατηρήσουν την εξουσία τους μέσω λόμπι και διαφθοράς.

Δεύτερον, υπάρχει ο μύθος της αξιοκρατίας, ήτοι η αντίληψη ότι οι κοινωνικές διαφορές είναι αναπόφευκτη συνέπεια των έμφυτων διαφορών στην ικανότητα και την προσπάθεια. Τρίτον, η ιδέα ότι οι πλούσιοι, εφόσον μπορούν να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια κερδισμένα με κόπο, αλλά ελάχιστα φορολογημένα, δημιουργούν θέσεις εργασίας, ώστε ο υπόλοιπος πληθυσμός να ευδοκιμήσει. Αυτό επηρεάζει θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την οικονομία και τα «όρια ανάπτυξης». Οσο ο άνθρωπος καταλάβαινε ότι η ικανότητα της Γης να τον θρέψει ήταν περιορισμένη, η υπερβολική κατανάλωση θεωρούνταν άγνωστη.

Η λαιμαργία και η απληστία έχουν κατακριθεί ως θανάσιμα αμαρτήματα. Εντούτοις, τον 18ο αιώνα ο Ανταμ Σμιθ και άλλοι στοχαστές διατύπωσαν την εξής προσέγγιση: η ανάπτυξη θα μπορούσε να αυξήσει τον πλούτο και έτσι να χορτάσει περισσότερα στόματα. Σήμερα ανακαλύπτουμε εκ νέου το πεπερασμένο της Γης και την αναγκαιότητα περιορισμού της απληστίας. Οπως εξηγούν οι Γουίλκινσον και Πίκετ, οι άνθρωποι στις πιο άνισες κοινωνίες ανησυχούν περισσότερο για το πώς θα διατηρήσουν την τρέχουσα κατάστασή τους και αναλαμβάνουν περισσότερα χρέη, ζημιώνοντας την υγεία τους. Συνεπώς, η οικονομική ανάπτυξη, αν και επιβλαβής για το κλίμα, δεν μεταφράζεται αυτόματα σε βελτιωμένη ευημερία για χώρες με συγκεκριμένο βιοτικό επίπεδο.

Η ανάπτυξη δρομολογείται από την επιθυμία των εταιρειών για κέρδη και των ατόμων για κατανάλωση. Ωστόσο, όπως η ιδέα ότι η ανάπτυξη έχει όρια διατυπώνεται τα τελευταία 50 χρόνια και καθίσταται πιο ορατή, έτσι και η θετική εναλλακτική της «βιώσιμης ανάπτυξης» έχει γίνει πιο συναρπαστική από το 1987, όταν συγκροτήθηκε από τον ΟΗΕ συναφής επιτροπή με επικεφαλής τον Γκρο Χάρλεμ Μπράντλαντ, πρώην πρωθυπουργό της Νορβηγίας. Ο ίδιος την περιέγραψε, τέλος, ως «ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους».

* Η κ. Λίζα Πέλινγκ είναι πολιτική επιστήμονας και επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης Arena Idé στη Στοκχόλμη. Το άρθρο είναι συνδημοσίευση της Social Europe και του Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή