Αυξημένη ζήτηση για τα διυλιστήρια της Ευρώπης

Αυξημένη ζήτηση για τα διυλιστήρια της Ευρώπης

Ενεργειακοί αναλυτές βλέπουν πλέον ένα κερδοφόρο μέλλον χάρη στα αυξημένα περιθώρια κέρδους για προϊόντα διύλισης, λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων

2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εισβολή στην Ουκρανία και η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα ενίσχυσαν τον ανταγωνισμό στην αγορά διυλιστηρίων, όπως φάνηκε από την προσπάθεια της Vitol να αγοράσει πρόσφατα ποσοστό στο Sara, ένα από τα μεγαλύτερα διυλιστήρια πετρελαίου της Ευρώπης. Τα διυλιστήρια της Γηραιάς Ηπείρου βρίσκονταν μέχρι πρότινος σε παρακμή, καθώς μεγάλες εταιρείες πετρελαίου έκλειναν εργοστάσια σε μια προσπάθεια να αγγίξουν τους στόχους μηδενικών εκπομπών και να αντιμετωπίσουν την απειλή των ηλεκτρικών οχημάτων, σύμφωνα με τους Financial Times. Ωστόσο, με φόντο τις γεωστρατηγικές εξελίξεις, ενεργειακοί αναλυτές βλέπουν πλέον ένα κερδοφόρο μέλλον για τα διυλιστήρια χάρη στα αυξημένα περιθώρια κέρδους για προϊόντα διύλισης, όπως το ντίζελ και η βενζίνη. Αυτά τα περιθώρια θα μπορούσαν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο εάν η Ευρώπη υποστεί περαιτέρω κλυδωνισμούς στην προσφορά. Ο κίνδυνος για τις προμήθειες από μια ξαφνική γεωπολιτική αστάθεια έγινε αισθητός στα μέσα της εβδομάδας, καθώς οι επιθέσεις με ουκρανικά drones σε διυλιστήρια της Ρωσίας εκτόξευσαν κατά 2,7% την τιμή του Brent. «Για τα διυλιστήρια που είναι το τελευταίο στάδιο επεξεργασίας και τις εταιρείες που είναι πρόθυμες να ρισκάρουν περισσότερο αποκτώντας αυτές τις παλιές μονάδες, η αγορά πληρώνει αναμφισβήτητα περισσότερα από ποτέ προκειμένου να εξασφαλίσει διυλισμένο αργό στην Ευρώπη», λέει ο Ελιοτ Ράντλι, επικεφαλής τιμών ευρωπαϊκών διυλισμένων προϊόντων στον όμιλο Argus Media.

Η Ευρώπη θα έχει μειώσει την ικανότητα απόσταξης αργού κατά περίπου 7% έως το 2026 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020, σύμφωνα με την Argus. Ετσι, η Shell θα έχει μειώσει την παραγωγική της ικανότητα κατά 33% στη διάρκεια της περιόδου, ενώ η BP κατά 10%. Η περιορισμένη παραγωγική ικανότητα έχει ήδη συμβάλει στην αύξηση του premium ή του επιπλέον ποσού που μπορούν να χρεώσουν τα διυλιστήρια για το ντίζελ έναντι του αργού αναφοράς σε έναν παγκόσμιο μέσο όρο 29,77 δολαρίων ανά βαρέλι φέτος. Αυτό συγκρίνεται με 15,69 δολάρια ανά βαρέλι για την περίοδο μεταξύ 2010 και 2019.

Αν και είναι κάτω από τα υψηλά των 38,82 δολαρίων για το ντίζελ και των 24,21 δολαρίων για τη βενζίνη μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, είναι πολύ πάνω από τους μακροπρόθεσμους μέσους όρους, παρά την υποτονική ανάπτυξη σε ορισμένες προηγμένες οικονομίες. Η άνοδος των επιπλέον χρεώσεων για τα διυλισμένα προϊόντα ήταν πολύ μεγαλύτερη από την κίνηση των τιμών αναφοράς του πετρελαίου: τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης πετρελαίου, που παρακολουθούν τις συναλλαγές αποσταγμένων προϊόντων στην Ευρώπη, αυξήθηκαν κατά 13,2% φέτος, ενώ τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του Brent αυξήθηκαν κατά 10,7%.

Η Ευρώπη εξαρτάται πλέον περισσότερο από τις εισαγωγές διυλισμένων προϊόντων, αλλά είναι ευάλωτη σε κραδασμούς όπως οι επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα που αναγκάζουν πολλούς προμηθευτές να ακολουθούν μακρύτερη διαδρομή. Βασιζόταν στη Ρωσία για περίπου 30% των διυλισμένων προϊόντων προτού απαγορεύσει τις εισαγωγές μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Η εταιρεία συμβούλων ενέργειας Wood Mackenzie εκτιμά ότι οι κυρώσεις δεν θα χαλαρώσουν μέχρι το 2030, ενώ τα προβλήματα λόγω Ερυθράς Θάλασσας πιθανότατα θα συνεχιστούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ακόμα κι έτσι, η ανθεκτικότητα της βενζίνης έχει εκπλήξει τους αναλυτές. Οι τιμές της βενζίνης υποστηρίζονται από την υιοθέτηση υβριδικών οχημάτων, καθώς και από την ανάκαμψη του τουρισμού μετά την πανδημία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή