Γνωρίζετε ότι…

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την αμφισβήτηση και ανατροπή του τεκμηρίου μπορούν να επιδιώξουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο πλαίσιο του νέου τρόπου φορολόγησης. Ειδικότερα, ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει την εφαρμογή του ελάχιστου ετήσιου εισοδήματος, με αίτημα τη φορολόγησή του με βάση τα λογιστικά αρχεία του, δηλαδή βάσει των «πραγματικών» κερδών του ή την αναγνώριση της ζημίας του. Σ’ αυτή την περίπτωση η φορολογική αρχή υποχρεούται εκ του νόμου να προβεί σε φορολογικό έλεγχο για να βεβαιώσει την ακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων του φορολογουμένου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος δεν θέτει προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου. Επίσης, δεν διευκρινίζεται εάν έως την ολοκλήρωση του ελέγχου ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει τον φόρο εισοδήματος βάσει τεκμηρίων ή με βάση τα υπό εξέταση από τον έλεγχο λογιστικά αρχεία του. Σε κάθε περίπτωση, εύλογο είναι ότι στο πλαίσιο του ελέγχου, η φορολογική αρχή θα φέρει το βάρος απόδειξης ενδεχόμενης διάπραξης φοροδιαφυγής από τον φορολογούμενο.

Κεφάλαιο προς ανάλωση που προκύπτει από πώληση ακινήτου στην αλλοδαπή δύναται να δικαιολογήσει διαφορά σε τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, εφόσον αποδεικνύεται η εισαγωγή συναλλάγματος στην ημεδαπή. Εν προκειμένω, τα χρήματα προέρχονταν από την πώληση ακινήτου στην Αλβανία, τα οποία ο φορολογούμενος δήλωσε στον πίνακα ανάλωσης κεφαλαίου προκειμένου να δικαιολογήσει την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο φορολογούμενος δεν προσκόμισε τα τραπεζικά εμβάσματα που βεβαιώνουν τη μεταφορά του χρηματικού ποσού στην ημεδαπή, με συνέπεια η φορολογική αρχή να προβεί στην εκκαθάριση της δήλωσής του χωρίς να λάβει υπόψη της το ποσό της ανάλωσης κεφαλαίου που είχε αυτός δηλώσει, το οποίο προερχόταν από την πώληση του ακινήτου στην αλλοδαπή. Υστερα από προσφυγή του στη ΔΕΔ, η τελευταία διευκρίνισε ότι η κάλυψη δαπάνης απόκτησης περιουσιακού στοιχείου στην ημεδαπή στο σύνολο ή μέρος αυτής δύναται να πραγματοποιηθεί και με εισοδήματα ή άλλα ποσά αλλοδαπής προέλευσης, για τα οποία ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης. Πιο συγκεκριμένα, οφείλει να προσκομίσει το πρωτότυπο παραστατικό της τράπεζας και με το οποίο εξακριβώνεται ότι ο φορολογούμενος είναι ο πραγματικός δικαιούχος του κεφαλαίου, το ύψος του ποσού, τη μετατροπή του σε ευρώ, καθώς και τη χώρα από την οποία προήλθε. Για τον λόγο αυτό, και επειδή τα αποδεικτικά δεν προσκομίσθηκαν από τον προσφεύγοντα, η ΔΕΔ απέρριψε την προσφυγή επιβεβαιώνοντας τη θέση της φορολογικής αρχής (ΔΕΔ 836/2023).

Το ΣτΕ επικύρωσε την επιστροφή ΦΠΑ σε αλλοδαπή εταιρεία για την αγορά εξαρτημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή νέου αγαθού. Η κρινόμενη υπόθεση αφορούσε γερμανική εταιρεία που παρήγγειλε και αγόρασε από ελληνική εταιρεία αγαθά, τα οποία παραδόθηκαν σε άλλες ελληνικές εταιρείες για την κατασκευή του τελικού προϊόντος. Το τελικό προϊόν παραδόθηκε τελικά στη γερμανική εταιρεία με ενδοκοινοτική παράδοση και η τελευταία ζήτησε μέσω αίτησης επιστροφής που υπέβαλε στη Γερμανία την επιστροφή του ελληνικού ΦΠΑ που επιβάρυνε τα αρχικά εξαρτήματα που αγόρασε στην Ελλάδα. Η γερμανική φορολογική αρχή μετέφερε το αίτημα στην ελληνική φορολογική αρχή, η οποία απέρριψε την αίτηση στη βάση ότι η γερμανική εταιρεία απέκτησε στην Ελλάδα το δικαίωμα διάθεσης των αγαθών τόσο των αρχικών αγορασθέντων όσο και των ενδιάμεσων αγορασθέντων από την Ελλάδα και άρα δεν πληροί την προϋπόθεση της μη πραγματοποίησης φορολογητέων πράξεων στο εσωτερικό της χώρας. Υστερα από προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο, το τελευταίο έκανε δεκτό το αίτημα επιστροφής της γερμανικής εταιρείας, κρίνοντας ότι τα αγαθά που αρχικά αγοράστηκαν από τη γερμανική εταιρεία και ενσωματώθηκαν σε άλλα αγαθά που ανήκαν στις πωλήτριες ελληνικές εταιρείες, δημιούργησαν από καθεμία εξ αυτών ένα νέο αγαθό, το οποίο ως τελικό πλέον προϊόν παραδόθηκε στη Γερμανία, με ενδοκοινοτική παράδοση (ΣτΕ 1433/2023).

Δεν καταλογίζεται φόρος σε πρόσωπο υπόχρεο σε παρακράτηση εφόσον ο δικαιούχος της αμοιβής έχει συμπεριλάβει το ποσό στη φορολογική του δήλωση. Στην κρινόμενη υπόθεση τα καταβαλλόμενα υπό κρίση ποσά φέρουν τα χαρακτηριστικά των πρόσθετων αμοιβών και όχι μιας μεμονωμένης αποζημίωσης. Συνεπώς, ο εργοδότης όφειλε κατ’ αρχάς να προβεί σε παρακράτηση του αναλογούντος φόρου μισθωτών υπηρεσιών. Ωστόσο, η ΔΕΔ έκανε δεκτό ότι δεν τίθεται θέμα καταλογισμού εις βάρος του υποχρέου σε παρακράτηση για τον μη παρακρατηθέντα φόρο, σε περίπτωση που ο δικαιούχος εργαζόμενος δήλωσε στην οικεία φορολογική του δήλωση το εν λόγω εισόδημα και φορολογήθηκε γι’ αυτό.

Πηγή: Grant Thornton

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή