Άρθρο Γ. Στούμπου στην «Κ»: Τεχνητή νοημοσύνη: ευκαιρία σύγκλισης ή αιτία απόκλισης;

Άρθρο Γ. Στούμπου στην «Κ»: Τεχνητή νοημοσύνη: ευκαιρία σύγκλισης ή αιτία απόκλισης;

Παραφράζοντας τον Μαρκ Τουέιν, ως κοινωνία «θέλουμε την πρόοδο, αλλά δεν μας αρέσει η αλλαγή»

5' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι ανεπτυγμένες οικονομίες αυξάνουν σταθερά την παραγωγικότητά τους τις τελευταίες δεκαετίες λόγω του αυτοματισμού και της εισαγωγής νέων ψηφιακών τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και στους τομείς των υπηρεσιών και της επικοινωνίας. Ηταν μια εξελικτική τεχνολογική πρόοδος που άλλαξε σταδιακά τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας. Η τεχνητή νοημοσύνη (Τ.Ν.) είναι μια ανατρεπτική τεχνολογία που σίγουρα θα επιφέρει άμεσες και πιο δραστικές αλλαγές. Στη χώρα μας, όπου η σύγκλιση με τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι ένα διαχρονικό πολιτικό σύνθημα υιοθετημένο από όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, οι επιπτώσεις κάθε άλλο παρά προδιαγεγραμμένες είναι. Πολύ εύκολα η Τ.Ν. μπορεί να οδηγήσει σε αποκλίσεις, απευκταίες μεν, πολύ πιθανές δε.

Η Τ.Ν. αναφέρεται σε συστήματα υπολογιστών ικανά να εκτελούν σύνθετες εργασίες που ιστορικά μόνον o εργαζόμενος, και δη ο εξειδικευμένος, θα μπορούσε να κάνει, όπως συλλογή στοιχείων, σύνθεση και ανάλυση δεδομένων, λήψη αποφάσεων και επίλυση προβλημάτων. Ουσιαστικά, η Τ.Ν. είναι μια προσομοίωση διαδικασιών ανθρώπινης νοημοσύνης από συστήματα υπολογιστών. Τα μοντέλα αυτά, χρησιμοποιώντας αλγορίθμους μηχανικής μάθησης και νευρωνικά δίκτυα βαθιάς μάθησης (neural networks of deep learning), όπως ονομάζονται, υπερτερούν της ανθρώπινης νοημοσύνης ιδιαίτερα στην ταχύτητα, την ακρίβεια και τη συνθετική ικανότητα.

Στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο εντάσσεται και η χρήση του ChatGPT, ενός συστήματος επεξεργασίας «φυσικής γλώσσας» που χρησιμοποιεί τις προόδους της Τ.Ν. στη μίμηση όχι μόνο γλωσσικών μοτίβων, αλλά, το πιο σημαντικό, της ανθρώπινης σκέψης και ανάλυσης, και βασίζεται στις μεγαλύτερες δυνατές διαθέσιμες πηγές γνώσης που το ανθρώπινο μυαλό είναι αδύνατον να συγκεντρώσει, να συνθέσει και να κατανοήσει. Ηδη εκφράζονται ανησυχίες ότι ακόμη και στην τέχνη, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τις επιστήμες, οι επιδόσεις της Τ.Ν. θα υπερκεράσουν στο μέλλον αυτές ακόμη και των πιο ιδιοφυών δημιουργών.

Στον τομέα της ανάπτυξης και του οικονομικού μετασχηματισμού, οι επιπτώσεις της Τ.Ν. ως ανατρεπτικής τεχνολογίας εξαρτώνται από τα ποιοτικά και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά μιας οικονομίας. Δεν είναι όλα τα οικοσυστήματα έτοιμα να χρησιμοποιήσουν με ευεργετικούς τρόπους τις νέες δυνατότητες. Ηδη οι ανεπτυγμένες οικονομίες καταγράφουν την πρώιμη διείσδυση της Τ.Ν. στις μεγάλες μονάδες βιομηχανικής, βιοτεχνικής, αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, αλλά και στους τομείς των υπηρεσιών. Αυτό απαιτεί κεφαλαιακές δαπάνες, αλλά αποφέρει και πολλαπλά οφέλη.

Σε οικονομίες μεγάλης κλίμακος, η αναδιάταξη των logistics της παραγωγής, όπως η βελτιστοποίηση της καταγραφής και χρήσης πρώτων υλών, η αντιστοίχιση των καμπυλών προσφοράς και ζήτησης, ο εξορθολογισμός των δικτύων διανομής, η παρακολούθηση αποθεμάτων, η δυνατότητα άμεσων ποσοτικών αναλύσεων, η εκτίμηση του ανταγωνισμού, η αξιοπιστία οικονομικών προβλέψεων και γενικά η εύκολη και άμεση πρόσβαση στην τεκμηριωμένη πληροφόρηση διαμορφώνουν την γκάμα των νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που θα φέρει επανάσταση τόσο στις εθνικές όσο και στις διε-θνείς στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η υιοθέτηση της Τ.Ν. θα μπορούσε να συνεισφέρει επιπλέον 600 δισ. ευρώ σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην ευρωπαϊκή οικονομία έως το 2030. Αυτή η προστιθέμενη αξία θα προκύψει από την αντικατάσταση επαναλαμβανόμενων χειρωνακτικών εργασιών μεγάλης κλίμακας με αυτοματοποιημένα ρομποτικά συστήματα.

Κίνδυνοι προφανώς υπάρχουν και για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου το 60% και πλέον των θέσεων εργασίας «απειλούνται» από την Τ.Ν. ή, ακόμη χειρότερα, μπορεί να αντικατασταθούν από αυτήν. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εκτιμά ότι μέχρι το 2025 η αυτοματοποίηση μπορεί να εκτοπίσει περίπου 85 εκατ. θέσεις εργασίας, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσει περίπου 97 εκατ. νέες θέσεις υψηλότερης εξειδίκευσης. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προβλέπει ότι μέχρι το 2030 σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού –περίπου 1,1 δισ. εργαζόμενοι– θα χρειαστεί να αναπροσαρμόσει τις γνώσεις του ή να αποκτήσει νέες δεξιότητες. Δεδομένου, ωστόσο, του γεγονότος ότι οι νέες θέσεις εργασίας είναι πιο εξειδικευμένες από αυτές που καταργούνται, είναι λογικό να αναμένουμε δυσανάλογες αυξήσεις στα συναφή εισοδήματα. Αυτές οι προσαρμογές θα επιδεινώσουν την ανισότητα, καθώς οι θέσεις εργασίας με χαμηλότερη ειδίκευση δεν θα ωφεληθούν αναλογικά.

Κάτι ανάλογο θα συμβεί μεταξύ ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών. Πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας διαπιστώνει ότι η νέα τεχνολογία κινδυνεύει να διευρύνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, μετατοπίζοντας περισσότερες επενδύσεις σε προηγμένες οικονομίες (in shoring), όπου η αυτοματοποίηση είναι ήδη εγκατεστημένη. Αυτό θα αφαιρέσει το πλεονέκτημα της φθηνής εργασίας, διότι η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής είναι υψηλότερη. Σύμφωνα με μια έκθεση του παγκόσμιου ινστιτούτου McKinsey, η εισαγωγή τεχνολογιών αυτοματισμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε άνοδο του ρυθμού αύξησης της παγκόσμιας παραγωγικότητας από 0,8% σε 1,4% ετησίως έως το 2030.

Δεδομένου ότι ο αντίκτυπος της Τ.Ν. γενικά είναι τεράστιος σε όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους, αξίζει να επισημάνουμε ότι για την Ελλάδα οι βελτιώσεις από τη χρήση συστημάτων Τ.Ν. μόνον οριακές μπορούν να είναι. Οι μικρομεσαίες ως επί το πλείστον εμπορικές επιχειρήσεις, η γεωργία, η κτηνοτροφία, ο τουρισμός και οι κατασκευές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, λειτουργούν ως μονάδες μικρής κλίμακας. Η χρήση Τ.Ν., εξ αντικειμένου, δεν μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη, διότι ούτε η διαχείριση πόρων, η συλλογή στοιχείων, η σύνθεση και ανάλυση δεδομένων, η λήψη αποφάσεων και η επίλυση προβλημάτων απαιτούν τη χρήση τεχνολογιών Τ.Ν. Η δυνατότητα αντικατάστασης τυποποιημένων, χειρωνακτικών εργασιών επίσης δεν είναι εφικτή, απλά και μόνο διότι μονάδες βιομηχανικής παραγωγής μεγάλου μεγέθους δεν υπάρχουν. Συμπερασματικά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων η χρήση Τ.Ν. στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες της με αναλογικότητα οφέλους/κόστους λαμβάνοντας υπόψη την κεφαλαιακή δαπάνη που απαιτείται και τις μειωμένες προοπτικές απόσβεσης.

Μια εφικτή χρήση Τ.Ν. στην Ελλάδα είναι στις λειτουργίες των κρατικών υπηρεσιών λόγω της μεγάλης κλίμακας δεδομένων, διεκπεραίωσης αιτημάτων, συναλλαγών, καθώς και καταγραφής και αρχειοθέτησης στοιχείων. Ηδη σε αυτόν τον τομέα ο ψηφιακός μετασχηματισμός έχει κάνει ικανοποιητικά βήματα.

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι ορατός. Η Τ.Ν. θα δώσει απροσδόκητα μεγάλη ώθηση σε κοινωνίες γνώσης και οικονομίες με ανεπτυγμένες παραγωγικές δομές. Θα συνδράμει στην επιτάχυνση της ανάπτυξής τους τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Οι οικονομίες που δεν «πρόλαβαν» να διαβούν τις τελευταίες δεκαετίες τον Ρουβίκωνα της ψηφιακής ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού, της εκβιομηχάνισης και της τυποποίησης προϊόντων μαζικής χρήσης θα τείνουν να αποκλίνουν –παρά να συγκλίνουν– από τις επιδόσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών. Οσον αφορά την Ελλάδα φαίνεται να πληρώνουμε το τίμημα μιας ιδεοληψίας. Παραφράζοντας τον Μαρκ Τουέιν, ως κοινωνία «θέλουμε την πρόοδο, αλλά δεν μας αρέσει η αλλαγή».

*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή