Τραπεζικοί κολοσσοί υπαναχωρούν στις «πράσινες» δεσμεύσεις τους

Τραπεζικοί κολοσσοί υπαναχωρούν στις «πράσινες» δεσμεύσεις τους

Η υλοποίηση του σχεδίου μείωσης των ρύπων φέρνει μεγάλες απώλειες εσόδων

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Φεβρουάριο, μια σειρά από τραπεζικούς κολοσσούς, μεταξύ των οποίων οι JP Morgan Asset Management, Pacific Investment Management Co. και State Street Global Advisors, αποχώρησαν από την Climate Action 100+, τη μεγαλύτερη έως τώρα ομάδα επενδυτών που είχε δεσμευθεί στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Αυτό συνέβη επειδή οι μεγάλες τράπεζες διαπιστώνουν ότι για να μείνουν πιστές στη δέσμευση πρέπει να αρνηθούν κάθε χρηματοδότηση σε μεγάλο αριθμό πελατείας τους, αλλά και επειδή πολλές οικονομίες εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα. Και αυτό συνεπάγεται δραματική απώλεια εσόδων.

Προκειμένου να συμμετάσχει ενεργά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η βιομηχανία των χρηματοπιστωτικών καλείται να εναρμονίσει τα δάνεια που χορηγεί, τις επενδύσεις της και τα χαρτοφυλάκιά της στις χρηματαγορές με στόχο να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Προκύπτει όμως πως οι τράπεζες δεν μπορούν να επιβιώσουν αν ακολουθήσουν πιστά την πολιτική που υπαγορεύει η πράσινη μετάβαση και ενώπιον του διλήμματος επιλέγουν να υπαναχωρήσουν και να αθετήσουν τις δεσμεύσεις τους. Τη δυσοίωνη εξέλιξη αποκάλυψε ο Τζάντσον Μπέρκι, υψηλόβαθμο στέλεχος της ελβετικής τράπεζας UBS, σε συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών που έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου στο Τόκιο με τη συμμετοχή εκπροσώπων της ΕΚΤ, της Federal Reserve και άλλων αρχών.

Αντικείμενό της ήταν η αποτίμηση του βαθμού στον οποίο συμμορφώνονται οι παράγοντες της αγοράς με το μωσαϊκό κανονισμών και κατευθυντήριων γραμμών για τη μετάβαση σε μια οικονομία χωρίς ορυκτά καύσιμα. Και ο θυμός ξεχείλισε στη βιομηχανία χρηματοπιστωτικών τον Ιανουάριο, όταν η ΕΚΤ έδωσε στη δημοσιότητα έκθεσή της στην οποία επισήμανε πως 90% των τραπεζών της Ευρωζώνης «δεν έχουν εναρμονιστεί επαρκώς με τον στόχο της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,6 βαθμό Κελσίου».

«Οι τράπεζες ζουν και δανείζουν στον πλανήτη Γη και όχι στον πλανήτη NGFS», ξέσπασε εκνευρισμένος ο Μπέρκι, χρησιμοποιώντας δηκτικά το ακρωνύμιο του Δικτύου για το Πρασίνισμα του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, μιας συσπείρωσης τραπεζών που δημιουργεί μοντέλα και σενάρια για το πώς ενδέχεται να εξελιχθεί η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Η έκρηξη του τραπεζίτη αποκάλυψε τις ρωγμές στο σχέδιο των πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης, ρωγμές που εξελίσσονται ταχύτατα στο μεγαλύτερο ζήτημα της παγκόσμιας βιομηχανίας χρηματοπιστωτικών.

Η χρηματοπιστωτική βιομηχανία δεν μπορεί να επιβιώσει αν ακολουθήσει πιστά την πολιτική που υπαγορεύει η πράσινη μετάβαση.

Η σκληρή πραγματικότητα

Τράπεζες που είχαν πρόθυμα δεσμευθεί να συμμορφωθούν με όλες τις πολιτικές της πράσινης μετάβασης αναθεωρούν τις υποσχέσεις τους, καθώς γίνεται σαφές πόσο επώδυνες είναι οι επιπτώσεις τους όταν επιχειρούν να τις εφαρμόσουν στον πραγματικό κόσμο. Αντιλαμβάνονται, για παράδειγμα, πως σύμφωνα με τους κανόνες της πράσινης μετάβασης τους απαγορεύεται να δραστηριοποιηθούν στους τομείς της ενέργειας χωρών με μεγάλη εξάρτηση από τον άνθρακα, όπως για παράδειγμα η Νότιος Αφρική, η Πολωνία και η Ινδονησία.

Τραπεζικά στελέχη στις μονάδες βιώσιμης χρηματοδότησης σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Τορόντο και Παρίσι γονατίζουν από τις πιέσεις και τις εξωπραγματικές προσδοκίες των ρυθμιστικών αρχών, των κοινωνιών αλλά και των οργανώσεων για την προστασία του κλίματος, που απαιτούν από τις τράπεζες να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη μετάβαση προς μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα. Πρόκειται για μια σύγκρουση στην καρδιά του κινήματος της κλιματικά φιλικής και κοινωνικά υπεύθυνης χρηματοδότησης, καθώς οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές προτεραιότητες έρχονται σε αντιπαράθεση με τον παραδοσιακό καπιταλισμό. Οι τράπεζες ανακαλύπτουν όχι μόνον ότι καθίσταται υπερβολικά δύσκολο να εξυπηρετούν πελάτες τους όπως οι μεγάλες εταιρείες εμπορευμάτων σαν την Glencore, αλλά ότι το πρόβλημα επεκτείνεται και σε εταιρείες όχι απαραιτήτως συνυφασμένες με βαρύ αποτύπωμα άνθρακα. Το επιχειρηματικό μοντέλο του τεχνολογικού κολοσσού της Nvidia, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι κατατείνει σε άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 4 βαθμούς Κελσίου και της διάσημης βιομηχανίας καλλυντικών L’ Oréal σε μια αύξηση κατά 6 βαθμούς Κελσίου.

Ως θεματοφύλακες του χρήματος, οι τράπεζες μπορούν θεωρητικά να λειτουργήσουν καταλυτικά στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών καυσαερίων. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η πράσινη μετάβαση, ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να διαθέσει τη μερίδα του λέοντος από τα 5 έως 10 τρισ. δολ. που χρειάζονται ετησίως και, όπως χαρακτηριστικά έχει τονίσει ο Ρέι Ντάλιο, επικεφαλής της επενδυτικής Bridgewater Associates, αυτό θα συμβεί «μόνον αν τα χρήματα αποδώσουν και επιστρέψουν σε όσους τα έδωσαν». Και ο Αντέρ Τέρνερ, νυν πρόεδρος της βρετανικής Επιτροπής για την Ενεργειακή Μετάβαση, που στη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης διοικούσε τη βρετανική ρυθμιστική αρχή τραπεζών, συμπληρώνει τη συλλογιστική του τονίζοντας πως η μετάβαση σε πιο πράσινα επιχειρηματικά μοντέλα «πρέπει να χρηματοδοτηθεί από παράγοντες του ιδιωτικού τομέα που γενικά αποφασίζουν με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους». Γι’ αυτό και ορισμένες από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, όπως οι Deutsche Bank AG, HSBC Holdings Plc και Bank of America Corp, εκφράζουν όλο και περισσότερες επιφυλάξεις όσον αφορά την απαγόρευση χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων με άνθρακα, που είναι και η πλέον ρυπογόνος πηγή ενέργειας στον κόσμο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή