S&P: Η επόμενη αναβάθμιση της Ελλάδας θα αργήσει

S&P: Η επόμενη αναβάθμιση της Ελλάδας θα αργήσει

Μετά τις δύο αναβαθμίσεις το τελευταίο εξάμηνο, η επόμενη αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2025-2026

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αδιαμφισβήτητα, η αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας σε θετικές από την S&P το βράδυ της Παρασκευής, έξι μόλις μήνες αφότου έδωσε την επενδυτική βαθμίδα, αποτελεί θετική εξέλιξη για τη χώρα. Ωστόσο, όπως διαμηνύει ο επικεφαλής αναλυτής του οίκου στην «Κ», η επόμενη αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας θα χρειαστεί αρκετό χρόνο για να συμβεί και πιθανότατα θα αφορά το 2025-2026.

Στην έκθεσή της η S&P αναφέρει πως η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί τους επόμενους 24 μήνες εάν ο καθαρός δείκτης χρέους της κυβέρνησης προς το ΑΕΠ (μια μέτρηση που ο οίκος προτιμά να εξετάζει) μειωθεί περαιτέρω και πλησιάσει τα επίπεδα των χωρών με ανάλογη βαθμολογία. Συνήθως ο χρόνος που όριζε ο οίκος για κάποια ενδεχόμενη νέα κίνησή του ήταν οι 12 μήνες. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Σάμιουελ Τιλερέι, ο οποίος υπογράφει την έκθεση, οι χρονικοί ορίζοντες της S&P για τις αξιολογήσεις χωρών με επενδυτική βαθμίδα είναι γενικά έως και 24 μήνες, ενώ για τις χώρες που βρίσκονται κάτω από investment grade είναι γενικά 12 μήνες. «Στην πράξη, και συγκεκριμένα στην περίπτωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, αναβαθμίζαμε τις προοπτικές σε θετικές συνήθως έξι μήνες αφού είχαμε αναβαθμίσει την αξιολόγηση».

Ωστόσο, πλέον, λόγω του ότι η χώρα άλλαξε επενδυτική «πίστα», αλλά και λόγω άλλων παραγόντων, η επόμενη αναβάθμιση της Ελλάδας θα αργήσει. «Αναμένουμε πως η επόμενη κίνησή μας θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι μεταρρυθμίσεις και η πρόοδος στη μείωση του χρέους που θα χρειαζόμασταν να δούμε για πιθανή αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας θα απαιτήσουν χρόνο για να παρατηρηθούν, αλλά επίσης επειδή σ’ αυτή την υψηλότερη βαθμολογία αναμένουμε ότι οι πιθανές βελτιώσεις της πιστοληπτικής ικανότητας θα είναι πιο σταδιακές, ιδιαίτερα δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας είναι γενικά πιο σταθερές συνολικά», όπως σημειώνει ο Τιλερέι.

Οι κίνδυνοι

Κατά τον οίκο, ο δρόμος μπροστά για την ελληνική οικονομία δεν είναι καθόλου εύκολος. Οπως άλλωστε προειδοποίησε, θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές της Ελλάδας σε σταθερές εντός των επομένων 24 μηνών, εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν σημαντικά. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, εάν οι γεωπολιτικές και εξωτερικές πιέσεις πλήξουν την Ελλάδα πιο έντονα από ό,τι αναμένεται.

Ο Τιλερέι εξηγεί στην «Κ« πως αυτή τη στιγμή οι βασικοί κίνδυνοι για την Ελλάδα προέρχονται από το εξωτερικό. «Η βραδύτερη ανάπτυξη στην υπόλοιπη Ευρώπη και οι αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την τουριστική ζήτηση, τις επενδυτικές ροές και τις επιδόσεις του ναυτιλιακού τομέα. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να ανακόψουν την πρόοδο της Ελλάδας στη μείωση του ακόμη πολύ υψηλού δείκτη δημοσίου χρέους, ο οποίος θα αποτελεί τη βασική μας εστίαση σε οποιαδήποτε μελλοντική πιθανή βελτίωση της αξιολόγησης».

Πάντως, ο Τιλερέι επισημαίνει πως –προς το παρόν τουλάχιστον– ο πληθωρισμός δεν είναι πολύ ανησυχητικός για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. «Αυτό συμβαίνει επειδή ο πληθωρισμός ξεφουσκώνει την πραγματική αξία του μεγάλου αποθέματος χρέους της κυβέρνησης (κάτι που ωφέλησε έντονα την Ελλάδα μετά την πανδημία) και πιστεύουμε ότι ο αντίκτυπος του συγκρατημένα υψηλότερου πληθωρισμού στην πίεση των κρατικών δαπανών της Ελλάδας αντισταθμίζεται σε γενικές γραμμές από τις πιθανές πρόσθετες εισπράξεις φόρων». Παράλληλα, η στρατηγική διαχείρισης που εφαρμόζει ο ΟΔΔΗΧ και το εξαιρετικά μεγάλο προφίλ λήξης του δημοσίου χρέους, «προστατεύουν επίσης σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα από τις έμμεσες επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο προσωρινά υψηλότερος πληθωρισμός στα επιτόκια».

Αξίζει να σημειώσουμε πως η S&P αναβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε θετικές λόγω της προσδοκίας της ότι η συνετή δημοσιονομική πολιτική θα συνεχίσει να στηρίζει τη μείωση του δείκτη χρέους – ο οποίος αναμένεται να υποχωρήσει στο 131% έως το 2027 (ο δείκτης καθαρού χρέους της κυβέρνησης εκτιμάται στο 119% του ΑΕΠ το 2027), ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υπερβαίνει αυτή των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, με ρυθμούς της τάξης του 2,4%, σε μέσον όρο το 2024-2027.

Πιέσεις από το δημογραφικό

Ο οίκος παράλληλα χαιρετίζει την εφαρμογή του ισχυρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας ωστόσο πως ο κίνδυνος μεταρρυθμιστικής κόπωσης είναι υπαρκτός, ενώ τονίζει πως δημογραφικές πιέσεις είναι πιθανό να υπονομεύσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης (μια σημαντική παράμετρος για τη βιωσιμότητα του χρέους). Συνεπώς, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι κρίσιμη, όπως και της δημοσιονομικής σύνεσης. Τέλος, βασικό τρωτό σημείο της Ελλάδας παραμένουν οι αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε αισθητά πέρυσι λόγω της σημαντικής πτώσης των τιμών της ενέργειας, κάτι που δεν αναμένεται να επαναληφθεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή