Κοιτώντας ψυχρά τις αυξήσεις στην ενέργεια

Κοιτώντας ψυχρά τις αυξήσεις στην ενέργεια

10' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι συνεχείς και έντονες αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στην Ευρώπη εύλογα προκαλούν ανησυχία και εκτεταμένες συζητήσεις για τους λόγους της ραγδαίας αυτής πορείας και -πολύ περισσότερο- για τη διάρκεια της.

Συνήθως όταν βρίσκεται κανείς εν μέσω έντονης κίνησης μιας αγοράς είναι δύσκολο να διατηρήσει την ψυχραιμία που απαιτείται προκειμένου να κάνει μία αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης. Έτσι βλέπουμε αυτές τις μέρες πολλές αναλύσεις που παρουσιάζουν πληθώρα «καυτών» αιτιών για την αύξηση στις τιμές, και αντίστοιχα πληθώρα εκτιμήσεων για τη συνέχιση αυτής. Στις περισσότερες δε των περιπτώσεων αυτές οι αναλύσεις προέρχονται από τις ίδιες πηγές που τον Μάιο του 2020, με τις τιμές του πετρελαίου σε αρνητικές τιμές, προέβλεπαν το τέλος του φυσικού αερίου και τη μόνιμη διάλυση των τιμών. Το ζητούμενο όμως είναι να μπορούμε να δούμε ψυχρά την κατάσταση ώστε να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει.

Ποιες ακούμε ότι είναι οι αιτίες της δραματικής αύξησης

Όσον αφορά την αύξηση στις τιμές ηλεκτρισμού στην Ευρώπη, κοινή πεποίθηση αποτελεί τις τελευταίες μέρες ότι αυτή οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς τροφοδοσίας φυσικού αερίου από τη Ρωσία, στα χαμηλά επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου στην ΕΕ, στα χαμηλά επίπεδα διείσδυσης των ΑΠΕ στην ΕΕ, ή -από κάποιες γνώμες στην αντίθετη πλευρά- στην υπερβολικά γρήγορη διακοπή των λιγνιτικών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Παράλληλα, για τη δραματική αύξηση των τιμών φυσικού αερίου, υπάρχουν απόψεις που εστιάζουν στη περιορισμένη προσφορά από τη Ρωσία είτε λόγω μειωμένης παραγωγής, είτε επειδή θέλει να κρατήσει αποθέματα για εσωτερική κατανάλωση ή για να ασκήσει γεωπολιτικές πιέσεις, ενώ αρκετοί αναφέρουν ως αιτίες της ανόδου, την αυξημένη ζήτηση LNG από την Ασία που απορροφά όλη την αμερικανική παραγωγή, καθώς και τη μειωμένη εξαγωγική δραστηριότητα των Αμερικανών παραγωγών φυσικού αερίου, είτε επειδή αυτοί επλήγησαν από τυφώνες τους τελευταίους μήνες ή επειδή αυτοσυγκρατούνται από το να αυξήσουν την παραγωγή τους ώστε να κρατήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.

Άλλο τα δομικά αίτια και άλλο τα θεμελιώδη στοιχεία

Σε γενικές γραμμές, όλα τα παραπάνω στοιχεία όντως ισχύουν, και στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν ισχυρά θεμελιώδη δεδομένα που εξηγούν τις διαφορές στην προσφορά και ζήτηση φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Ενώ όμως αυτές οι αιτιάσεις εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, εν τούτοις κάνουν μόνο αυτό. Αυτό που δεν προσφέρουν είναι μια επαρκή αιτιολόγηση ως προς το γιατί αυτή η διαφορά σε προσφορά και ζήτηση -ή οποία αντικειμενικά δεν είναι και τόσο μεγάλη- οδηγεί σε μια τόσο εξωπραγματικά έντονη και γρήγορη κούρσα των τιμών.

Η απάντηση συνδέεται με αυτή καθ’ αυτή τη δομή της αγοράς. Το φυσικό αέριο, κινείται πλέον ως ένα παγκόσμια διαπραγματεύσιμο αγαθό, ενώ και η ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη κινείται αντίστοιχα ως ένα ενιαία διαπραγματεύσιμο αγαθό. Και όταν κάτι κινείται με χρηματιστηριακούς όρους, τότε  υπόκειται και στις έντονες διακυμάνσεις, ανοδικές ή καθοδικές που προκαλεί η ανθρώπινη ψυχολογία στους μετέχοντες στην αγορά. Όσο δε μεγαλύτερη αυτή η αγορά, τόσο μεγαλύτερο αντίκτυπο δημιουργεί.

Η κίνηση ενός μεγέθους στην αγορά βεβαίως και επηρεάζεται από κάποια θεμελιώδη δεδομένα όπως αυτά που διαβάζουμε τις τελευταίες μέρες, αλλά οι έντονες και απότομες κινήσεις δημιουργούνται και οφείλονται κυρίως από την ψυχολογία των συμμετεχόντων σε αυτή.

Με απλά λόγια, η αγορά ανεβαίνει απότομα επειδή όλοι φοβούνται ότι θα ανέβει κι άλλο. Όταν δε η αγορά ανεβαίνει κυρίως από ψυχολογία, τότε δεν υπάρχει όριο ή λογική για το πόσο ψηλά μπορεί να πάει, ούτε και το πότε θα αρχίσει να καταρρακώνεται. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η κίνηση της αγοράς φυσικού αερίου πριν από λίγες μέρες, όπου οι τιμές στην αγορά TTF έπεσαν από τα 140 στα 100 ευρώ/MWh μέσα σε μία ώρα, μόλις ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η Ρωσία σκοπεύει να στείλει περισσότερο αέριο στην Ευρώπη. Μια τέτοια κίνηση δείχνει ότι -κατ’ ελάχιστο- όλο το περιθώριο από τα 140 στα 100 ευρώ/MWh οφειλόταν στην ψυχολογία και όχι σε δεδομένα της αγοράς.

Υπάρχει δομική λύση στο πρόβλημα

Αντί λοιπόν να κοιτάμε πως θα θεραπεύσουμε τα αποτελέσματα του φαινομένου, θα πρέπει να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τα αίτια που το δημιουργούν. Μπορούμε λοιπόν να αφαιρέσουμε την ανθρώπινη ψυχολογία από την εμπορία ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, και αν μπορούμε, τότε θέλουμε να το κάνουμε; Η απάντηση είναι απλή: Όχι δεν μπορούμε και σίγουρα δεν θέλουμε να βγάλουμε την ενέργεια από τις συνθήκες της ελεύθερης διαπραγμάτευσης. Αν κάναμε κάτι τέτοιο θα γυρνούσαμε σε καταστάσεις προ εικοσαετίας, όπου παντού κυριαρχούσαν κρατικά μονοπώλια που σπαταλούσαν πόρους και μετέφεραν το κόστος των χαμηλών τιμών ενέργειας στους κρατικούς προϋπολογισμούς που τελικά βάρυναν και πάλι τους πολίτες.

Και τότε τι θα κάνουμε με τις ψηλές τιμές ενέργειας; Η απάντηση στο καυτό αυτό ερώτημα είναι μεγάλη, αλλά θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε στο εξής:

Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις απότομες αυξομειώσεις στις τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου στα χρηματιστήρια ενέργειας, είναι να φροντίσουμε ώστε το τελικό κόστος που πληρώνει ο καταναλωτής να διαμορφώνεται από τους μέσους όρους των τιμών σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα ώστε να εξομαλύνονται οι διακυμάνσεις. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι θα πρέπει -και μπορούν- να θεσπιστούν ρυθμίσεις ώστε οι προμηθευτές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού αφενός να προμηθεύονται το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων τους με πολύμηνα προθεσμιακά συμβόλαια (Futures), και αφετέρου να κάνουν αντιστάθμιση κινδύνου, (Hedging) για ένα μεγάλο μέρος αυτών.

Και τα δύο αυτά ζητούμενα, ισχύουν αυτή τη στιγμή στην πράξη αλλά δεν είναι ρυθμισμένα με κοινούς, δεσμευτικούς όρους στην ΕΕ. Ειδικά δε στον ηλεκτρισμό, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας όντως αγοράζεται μέσω πολύμηνων προθεσμιακών συμβολαίων, εντούτοις αυτά ως τιμή αρχικού υπολογισμού τους έχουν την τρέχουσα τιμή της αγοράς Χονδεμπορική (Spot και day Ahead Market).

Η στάση της Ρωσίας και ο αγωγός Nord Stream 2

Η παραπάνω αντιμετώπιση του προβλήματος βασίζεται σε μια κρίσιμη παραδοχή: Η ενέργεια πρέπει -όπως όλα τα πράγματα σε μια ανοιχτή δημοκρατία- να βασίζεται στη λειτουργία μιας ελεύθερης, ανταγωνιστικής αγοράς με αποτελεσματική εποπτεία από τις κρατικές και ευρωπαϊκές δομές. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της ΕΕ και της λειτουργίας όλων των δημοκρατικών συστημάτων, χωρίς τον οποίο κινδυνεύουμε να ολισθήσουμε σε κακοτοπιές του παρελθόντος.

Μια τέτοια ολίσθηση ζητά και η Ρωσία από την ΕΕ.  Ο Ρώσος πρόεδρος και τα στελέχη της κρατικά ελεγχόμενης Gazprom χτυπούν τις τελευταίες μέρες αυτό ακριβώς το θεμέλιο λίθο της ΕΕ. Σε σειρά ανακοινώσεων, λένε ότι η άνοδος των τιμών οφείλεται στο ότι η ΕΕ αποφάσισε να διαπραγματεύεται την ενέργεια της μέσω χρηματιστηρίων αντί για τα διμερή, μυστικά συμβόλαια που υπέγραφαν στο παρελθόν μεμονωμένα οι ευρωπαϊκές χώρες με τη Ρωσική εταιρία. Αυτό που δεν λέει ο Ρώσος πρόεδρος είναι ότι εκείνα τα συμβόλαια συνοδευόταν με επαχθείς ρήτρες (take or pay, απαγόρευσης μεταπώλησης κ.α) για τις χώρες εισαγωγής (η Ελλάδα τις έχει πληρώσει χρυσά κατά καιρούς) καθώς και με ισχυρή πολιτική επιρροή στις χώρες που αγόραζαν το ρωσικό αέριο με αυτό τον τρόπο.

Αντίστοιχα, στην περίπτωση του περιβόητου αγωγού Nord Stream 2, η Ρωσία ζητά να εξαιρεθεί από την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου σε αυτόν. Αυτή τη στιγμή , αυτή η απαίτηση της Gazprom είναι και το μόνο εμπόδιο για τη λειτουργία του αγωγού.  Για να λειτουργήσει ο αγωγός, πρέπει η γερμανική ρυθμιστική αρχή, να δώσει την έγκριση της. Η ανεξάρτητη γερμανική αρχή όμως έχει ήδη από το 2020 δηλώσει ότι ο αγωγός παραβιάζει τους ευρωπαϊκούς κανόνες όσον αφορά την πρόσβαση τρίτων στον αγωγό (Third Party Access) και την ανεξαρτησία του αγωγού από την επιρροή του παραγωγού φυσικού αερίου (Unbundling). Ενώ λοιπόν πολλοί στην Ελλάδα και την ΕΕ ελπίζουν να ανοίξει η λειτουργία του νέου ρωσικού αγωγού, η Gazprom ζητά από την ΕΕ να παρακάμψει αυτούς τους κανόνες προκειμένου αν θέλει να πάρει εγκαίρως το ρωσικό φυσικό αέριο.

Η Ρωσία λοιπόν μας ζητάει να παρακάμψουμε τις θεμελιώδεις αρχές μας ώστε να μας βολέψει. Ως ευρωπαίοι και ως Έλληνες πολίτες οφείλουμε να αναρωτηθούμε: Θέλουμε να εκβιαζόμαστε και θέλουμε να ξεπουλάμε τις αρχές μας προκειμένου να βολευτούμε; Με τη στάση της στη τρέχουσα κρίση η Ρωσία διέλυσε πλέον και την παραμικρή αμφιβολία που μπορεί να είχε κανείς για το αν χρησιμοποιεί την ενέργεια για να πετύχει πολιτικούς σκοπούς. Εφόσον δούμε το ζήτημα πολιτικά, θα πρέπει να κρατάμε υπόψη μας ότι η Ρωσία πάνω από όλα χρειάζεται τα έσοδα από τις πωλήσεις φυσικού αερίου στην ΕΕ ώστε να χρηματοδοτεί τον αμυντικό της προϋπολογισμό που της επιτρέπει να προβάλει ισχύ στο εξωτερικό και -μέσω αυτής- σταθερότητα στο εσωτερικό. Αργά η γρήγορα λοιπόν, και εφόσον δεν υποκύψει η ΕΕ στους εκβιασμούς του Nord Stream 2-  θα πρέπει να περιμένουμε πως η Ρωσία θα βρει τρόπους να στείλει περισσότερο φυσικό αέριο στην ΕΕ μέσω των υπολοίπων υφιστάμενων δομών.

Τα μέτρα που πήρε η Ελλάδα και η ΕΕ

Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις επικείμενες μεγάλες αυξήσεις στα τιμολόγια της ενέργειας, η ελληνική κυβέρνηση πήρε μια σειρά μέτρων ενώ αντίστοιχες κινήσεις ανακοίνωσαν και άλλες χώρες όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στο μεγαλύτερο βαθμό τους, αυτά τα μέτρα στοχεύουν στο να καλύψουν με άμεσες καταβολές χρημάτων, ένα μέρος της αύξησης των τιμολογίων.

Δεν μπορεί κανείς να πει ότι αυτό δεν προσφέρει μια μικρή ανάσα στους καταναλωτές. Δεν μπορεί επίσης κανείς να αμφισβητήσει ότι καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να καθίσει άπραγη ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών χτυπιέται έντονα. Θα πρέπει όμως να αναρωτηθούμε αν η λύση της επιδότησης του κόστους τελικά ωφελεί τους πολίτες αλλά και το κράτος. Όταν η τιμή ενός προϊόντος ανεβαίνει, η ζήτηση για αυτό πέφτει, οδηγώντας τελικά τις τιμές χαμηλότερα. Όταν λοιπόν το κράτος έρχεται και καλύπτει μέρος της τιμής, ουσιαστικά παρατείνει το πρόβλημα των υψηλών τιμών αφού παρεμβαίνει στη μείωση της ζήτησης.

Βεβαία θα σκεφτεί κανείς: «μα καλά, είναι δυνατόν να μειώσω την κατανάλωση του ρεύματος και φυσικού αερίου μου και να παγώσω χειμωνιάτικα;» Όχι βέβαια, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η αύξηση του κόστους όμως, μπορεί να μας οδηγήσει όλους στο να εξοικονομήσουμε λίγο περισσότερο, και να προσέξουμε λίγο περισσότερο τις σπατάλες. Αυτό θα έφτανε για να μειωθεί η ζήτηση σε βαθμό που να δώσει σήμα στην ψυχολογία της αγοράς για μείωση τιμών. Όταν όμως υπάρχει η επιδότηση στην τιμή (με χρήματα που τελικά πληρώνουν πάλι οι πολίτες ως φορολογούμενοι) η αντίδραση αυτή αλλοιώνεται και οι τιμές αργούν να πέσουν.

Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν, αν όντως είναι έκτακτα, θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους καταναλωτές χωρίς να στρεβλώσουν την αγορά. Οι σκέψεις πάντως για «μόνιμο μηχανισμό» επιδομάτων όταν αυξάνουν οι τιμές θα οδηγήσει σε στρεβλώσεις και μονιμότερη αύξηση των τιμών κάνοντας τελικά κακό στους πολίτες και με την ιδιότητα τους ως καταναλωτές αλλά και ως φορολογούμενοι.

Μήπως περισσότερες ΑΠΕ ή περισσότερος λιγνίτης θα ήταν η λύση;

Μέσα στην αγωνία για να βρεθεί η αιτία και συνεπώς η λύση στο πρόβλημα, κάποιες προσεγγίσεις επικεντρώθηκαν στο ενεργειακό μίγμα της ΕΕ και στις αλλαγές που θα μπορούσαν να αποκλιμακώσουν τις τιμές. Η κυρίαρχη τάση εδώ είναι πως περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οδηγούν σε μικρότερη εξάρτηση από φυσικό αέριο και συνεπώς σε χαμηλότερες τιμές. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτή η συλλογιστική είναι λανθασμένη.

Επιγραμματικά να σημειώσουμε πως για να υπάρχει σταθερότητα σε ένα σύστημα που έχει μόνο ΑΠΕ, χρειάζεται παράλληλη ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης σε τεράστια κλίμακα κάτι που οδηγεί και το τελικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας πολύ υψηλότερα. Επίσης με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, αν είχαμε στην ΕΕ παραγωγή ηλεκτρισμού μόνο από ΑΠΕ θα είχαμε σχεδόν πλήρη εξάρτηση από πρώτες ύλες και σπάνιες γαίες που παράγονται σχεδόν αποκλειστικά από την Κίνα και συνεπώς θα είμασταν εξίσου ευάλωτοι στις εκεί αυξήσεις τιμών. Ήδη οι πρόσφατες ελλείψεις υλικών στην Κίνα έχουν οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις στο κόστος των φωτοβολταϊκών συστημάτων που εισάγονται στην ΕΕ.

Στην αντίπερα όχθη, υπάρχουν συλλογιστικές που επιμένουν στην επιστροφή της λιγνιτικές παραγωγής στην ΕΕ κατηγορώντας τη γρήγορη απολιγνιτοποίηση για τις αυξήσεις στις τιμές. Με δεδομένο το τραγικό κόστος της κλιματικής αλλαγής και το ότι ο λιγνίτης είναι η πλέον επιβαρυντική για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία δραστηριότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τέτοιες προσεγγίσεις είναι εκ των πραγμάτων άστοχες.

Ο τρόπος που εξελίχθηκε η άνοδος των τιμών σε όλη την ΕΕ μας δείχνει ότι το ενεργειακό μίγμα δεν είναι το πρόβλημα ούτε και η λύση στις απότομες αυξήσεις των τιμών. Το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε το ίδιο απότομα και υπερβολικά στην Ελλάδα που έχει παραγωγή μοιρασμένα από φυσικό αέριο, ΑΠΕ και λιγνιτικά εργοστάσια, στα Βαλκάνια που έχουν από 60% έως και 90% λιγνιτική παραγωγή, στη Δανία που έχει φτάσει τα μερίδια των ΑΠΕ στο 80% της συνολικής της παραγωγής, και στη Γαλλία που η παραγωγή ρεύματος προέρχεται κατά 70% από πυρηνικά εργοστάσια.

Βλέπουμε λοιπόν ότι όσο εστιάζουμε στα αποτελέσματα και όχι στη δομική αιτία της κρίσης, τα όποια μέτρα είναι αναποτελεσματικά και αδυνατούν να εξηγήσουν το φαινόμενο της πρόσφατης και υπερβολικής αύξησης των τιμών. Εφόσον στρέψουμε το βλέμμα μας στην αγορά, θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε τις δομικές προσαρμογές που μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να εξομαλύνουν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, μέχρι να κάνουμε όλα αυτά, το πιο πιθανό είναι ότι το εκκρεμές της αγοράς θα κορυφώσει και θα αρχίσει να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.

* Ο κ. Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι σύμβουλος ενεργειακής στρατηγικής, Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum, και Επιστημονικός Συνεργάτης για θέματα του ενεργειακού τομέα στο ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή