Τις περιοχές που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε πλημμυρικά φαινόμενα μετά τις megafires του καλοκαιριού χαρτογράφησε η ομάδα του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νίκη Ευελπίδου, καταδεικνύοντας την ανάγκη λήψης μέτρων από την πολιτεία, με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Μεταξύ των περιοχών που τα μέλη της ομάδας μαρκάρουν με «κόκκινο» στον χάρτη είναι: στον νομό Εβρου η Αλεξανδρούπολη και όλες οι γύρω περιοχές, στη Ρόδο η Λάρδος, το Γεννάδι, το Μάσσαρη και οι περιοχές στην ανατολική πλευρά του νησιού, στην Αττική το Λαγονήσι, η Σαρωνίδα, η Μάνδρα, η Μαγούλα και η Ελευσίνα, στους Αγίους Θεοδώρους ο Αγιος Χαράλαμπος και στη Νότια Εύβοια το χωριό Ποτάμι.
Με ποιον τρόπο όμως οι πυρκαγιές καθιστούν μια περιοχή ακόμα πιο εκτεθειμένη στον κίνδυνο; Και μήπως τελικά η βροχή,αυτό που κάποτε ήταν ευλογία εξελίσσεται υπό τις παρούσες συνθήκες σε κατάρα;
«Κατά τη διάρκεια μιας βροχόπτωσης λαμβάνουν χώρα στη γη σχεδόν παράλληλα δύο διαδικασίες, κατά τις οποίες ένα μέρος του νερού κατεισδύει κι ένα μέρος ρέει επιφανειακά».
«H βροχόπτωση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα θεωρείται ευλογία. Στην αρχαία Ελλάδα οι θεότητες της βροχής ήταν οι Υαδες, οι οποίες δημιουργούσαν θύελλες, υγρασία και “υετόν”. Χωρίς τη βροχή δεν υπάρχει φύση, δεν υπάρχει αγροτική παραγωγή, ούτε υδροδότηση. Με μία φράση, δεν υπάρχει ζωή. Ωστόσο πλέον, λόγω της κλιματικής κρίσης, οι ισχυρές βροχοπτώσεις είναι “οιωνοί” πλημμυρών, όπως αποδεικνύεται και από τις βιβλικές καταστροφές στη Θεσσαλία. Για πολλούς η βροχή δεν είναι πια ευλογία, αλλά κατάρα», σημειώνει η κ. Ευελπίδου.
Εξηγώντας τους λόγους που συμβαίνει αυτό, η κ. Ευελπίδου, αναφέρει: «Κατά τη διάρκεια μιας βροχόπτωσης λαμβάνουν χώρα στη γη σχεδόν παράλληλα δύο διαδικασίες, κατά τις οποίες ένα μέρος του νερού κατεισδύει κι ένα μέρος ρέει επιφανειακά. Το πρώτο σκέλος, αυτό της κατείσδυσης του νερού, είναι πολύ σημαντικό, καθώς εμπλουτίζει τον υδροφόρο ορίζοντα, δηλαδή μια υπόγεια δεξαμενή πόσιμου νερού. Ωστόσο, για να κατεισδύσει το νερό, απαραίτητη είναι η επιβράδυνση της ταχύτητάς του. Τα δέντρα και η νεκρή οργανική ύλη στο έδαφος, όπως κλαδιά και φύλλα, καθυστερούν την κίνηση του ορμητικού νερού, οπότε αυτό έχει χρόνο για να κατεισδύσει, να εισχωρήσει στο υπέδαφος και τελικά να εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα».
Δυστυχώς όμως, προσθέτει, αυτή η τόσο σημαντική διαδικασία σταματά να συντελείται μετά από μία πυρκαγιά, καθώς τότε το νερό ρέει μόνο επιφανειακά. Τότε είναι που ξεκινούν όλα τα προβλήματα.
«Οταν το σύνολο του νερού γίνεται επιφανειακή απορροή, τότε παρασύρει μαζί του φερτά υλικά, δηλαδή χώμα και πέτρες και ό,τι άλλο βρει στο διάβα του, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο καταστροφικό».
«Οταν το σύνολο του νερού γίνεται επιφανειακή απορροή, τότε παρασύρει μαζί του φερτά υλικά, δηλαδή χώμα και πέτρες και ό,τι άλλο βρει στο διάβα του, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο καταστροφικό στο πέρασμά του, μη βρίσκοντας κανένα εμπόδιο», επισημαίνει η καθηγήτρια εξηγώντας πως «ο συνδυασμός μεγάλου όγκου νερού και φερτών υλικών είναι αδύνατο να συγκρατηθεί από τα ρέματα, η κοίτη των οποίων συνήθως δεν επιτρέπει τη διέλευση τόσο μεγάλης ποσότητας υλικών».
Το πρόβλημα λοιπόν με τις τεράστιες εκτάσεις καμένων δασών είναι πως δεν υπάρχουν δέντρα να καθυστερήσουν την επιφανειακή απορροή, ενώ από την άλλη τα τεχνικά έργα από ανθρώπινο χέρι δεν μπορούν να σταματήσουν το ορμητικό νερό.
Ενα χιλιοστό εδάφους που χάνεται μετά από μία έντονη βροχόπτωση χρειάζεται 1.000 χρόνια για να ξαναγεννηθεί
Την ίδια ώρα η κλιματική κρίση, δηλαδή το γεγονός πως έχουμε μεγάλες περιόδους ξηρασίας και ισχυρούς καύσωνες, αλλά και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία της χώρας μας με το έντονο ανάγλυφο και τις μεγάλες μορφολογικές κλίσεις, όπου στις περισσότερες περιοχές η απόσταση από τις κορυφές των βουνών μέχρι τη θάλασσα είναι μικρή, καθώς και οι μεγάλες καμένες εκτάσεις, έχουν ως αποτέλεσμα να εντείνονται τα πλημμυρικά φαινόμενα και το νερό να απορρέει γρήγορα στα κατάντη (τα τμήματα του ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές). Ετσι, το νερό της βροχής χάνεται συχνά στη θάλασσα, επιταχύνοντας το πρόβλημα της λειψυδρίας.
«Τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε μία σειρά από σημαντικές συνέπειες. Αρχικά το μικροκλίμα και η θερμοκρασία των πόλεων θα αλλάξουν και ως εκ τούτου θα κληθούμε να επιβιώσουμε σε πολύ δύσκολες συνθήκες (ακραία ζέστη, βαρύς χειμώνας). Από την άλλη πλευρά, η εμφάνιση των megafires, που οδηγούν σε τόσο μεγάλες καμένες εκτάσεις, συντελούν στην έντονη διάβρωση του εδάφους, με αποτέλεσμα το έδαφος να αδυνατεί να αναγεννηθεί και η βλάστηση να ανακάμψει», τονίζει η κ. Ευελπίδου. Ενδεικτικό της καταστροφής που προκαλείται είναι το γεγονός πως, σύμφωνα με την καθηγήτρια, «ένα χιλιοστό εδάφους που χάνεται μετά από μία έντονη βροχόπτωση, χρειάζεται 1.000 χρόνια για να ξαναγεννηθεί κι έτσι οδηγούμαστε στη σταδιακή ερημοποίηση του τόπου, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τη λειψυδρία και τις άγονες εκτάσεις».