Είναι απορίας άξιο το πώς και το γιατί ένα απλούστατο κοκτέιλ, ένα μείγμα τζιν και γαλλικού ξηρού βερμούτ, έγινε από τον περασμένο αιώνα ήδη αντικείμενο συζητήσεων, ακόμα και διαφωνιών. Dry martini, το σύμβολο του «αμερικανικού ονείρου», του Χιου Χέφνερ και των κοριτσιών του, των κοσμικών κυριών που σερβίρουν κοκτέιλ με ταγέρ στις απογευματινές συγκεντρώσεις τους, του Σινάτρα, των κλαμπ του Λας Βέγκας. Αναφέρεται από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ στον Αποχαιρετισμό στα όπλα, πολλάκις από τον Σκοτ Φιτζέραλντ και φιγουράρει στα χέρια πρωταγωνιστών σε πάμπολλες ταινίες του 20ού αιώνα – γνωστότερος όλων ο Τζέιμς Μποντ που με το άψογο πάντα σμόκιν του παραγγέλνει ένα dry martini δηλώνοντας: «Πίνω μόνο ένα ποτό πριν από το δείπνο. Αλλά θέλω να είναι μεγάλο και πολύ δυνατό, και πολύ παγωμένο, και πολύ καλά φτιαγμένο. Δεν συμπαθώ γενικά τα μικρά μεγέθη…» και συμπληρώνει με αφοπλιστική αυστηρότητα την οδηγία του προς τον μπάρμαν: «Shaken, not stirred». Και περνάει στην ιστορία. Θα σημειώσω εδώ και την αγαπημένη μου Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας του Λουί Μπουνιουέλ, όπου οι οικοδεσπότες επιδίδονται σε σεξουαλικά παιχνίδια στον κήπο, ενώ οι καλεσμένοι ετοιμάζουν μόνοι το dry martini τους στο σαλόνι. «Σε κωνικό ποτήρι», λέει ο Πολ Φρανκέρ. «Άριστο ηρεμιστικό, όπου θεμελιώδη σημασία έχει τόσο τα παγάκια να είναι πολύ σκληρά και καλά παγωμένα στους –15°C, όσο και το να το πιεις σιγά σιγά σαν τη σαμπάνια, με μικρές γουλιές!»
Ακολουθούν λοιπόν οι δύο κινηματογραφικές συνταγές του θρυλικού dry martini, του ιδανικού κοκτέιλ για τα λίγο μελαγχολικά απογεύματα του φθινοπώρου.
Διαβάστε περισσότερα στον Γαστρονόμο