Βενετσιάνικες σπεσιαλιτέ και πανηγυριώτικο κρέας στο ίδιο τραπέζι. Και πελτές μυκονιάτικος με λίγο λάδι και φρυγανισμένα ψωμάκια -το πιο απλό και το πιο επικό απ’ όλα. Αγκαλιές, αφρώδη κρασιά και ούζα, τσίπουρα, μίνι spritz και amaro. Το soundtrack ετερόκλητο. Στην αρχή θα σου φανεί αλλοπρόσαλλο, μετά από λίγη ώρα μπορεί να νομίζεις ότι βρέθηκες σε σπιτική μάζωξη και ακούς τα μπλεγμένα γούστα της παρέας. Πίσω από το Il Capitano, ένα «κουτούκι-οστερία», όπως το περιγράφει ο ίδιος, βρίσκεται ο Αρτέμης Παπαδόπουλος, όμως μπροστά -στο όνομα, στην ταμπέλα, στα ποτήρια, στην έμπνευση- βρίσκεται νοητά ο πατέρας του ο Τάκης, ο σπουδαίος φούρναρης που αγαπούσε όλη η Αθήνα. Εδώ ήταν το στέκι του.
«Το βλέπεις αυτό;» λέει ο Αρτέμης και δείχνει τον «καπετάνιο» του Il Capitano, το σκίτσο που απεικονίζει τον πατέρα του στην ταμπέλα του μαγαζιού. «Εδώ ήταν το καφενείο που ερχόταν συνέχεια ο Τάκης πριν «φύγει». Χωνόταν στην κουζίνα, τους τα άλλαζε… Οι ιδιοκτήτες πήραν πριν κάποιο καιρό απόφαση να το πουλήσουν. Της κυρίας Γιώτας της πονούσαν τα πόδια της, ήθελε να ξεκουραστεί. Μου το είπε και το ίδιο βράδι ξύπνησα στον ύπνο μου, σαν κάτι να με τράβηξε, και αποφάσισα να το πάρω εγώ. Νομίζω ότι το ήθελε ο Τάκης» αφηγείται.
Το σκεπτικό ήταν να στηθεί ένας χώρος στον οποίο οι πελάτες να μπορούν να νιώσουν σαν στο σπίτι τους και να δοκιμάσουν τα προσωπικά αγαπημένα των δημιουργών του. Όποιος έχει περάσει από το άλλο μαγαζί του Αρτέμη, την spritzeria Drupes & Dripes απέναντι από τον οικογενειακό φούρνο στη Μισαραλιώτου, κάτι θα έχει μυριστεί για την αγάπη που έχει για την Ιταλία. «Η ιδέα εδώ ήταν να δείξουμε στον κόσμο πόσο ίδιοι είμαστε Έλληνες και Ιταλοί. Πόσο ίδια διασκεδάζουμε, πόσο ίδια τρώμε με μακριά και ωραία γεύματα, με ωραίες παρέες» αναφέρει η Μαριάννα Μάρκου, η «καπετάνισσα» του μαγαζιού, όπως την συστήνει ο Αρτέμης.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο