Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ

Πώς η νεανική «Οδύσσεια» ενός Νεοζηλανδού ιστιοπλόου, που ξεκίνησε πριν από 45 χρόνια, έγινε τρόπος και σκοπός ζωής. Οι συγγραφείς των οδηγών Greek Waters Pilot, που θεωρούνται must για κάθε ιστιοπλοϊκή εξόρμηση στην Ελλάδα, μιλούν στο «Κ».

12' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από 45 χρόνια, η Roulette, ένα γέρικο σκαφάκι έξι μέτρων που ο Ροντ Χάικελ είχε αγοράσει από μικρή αγγελία στην τιμή-ευκαιρία των 800 λιρών, που ήταν όλες του οι οικονομίες, έβαζε πλώρη για το μεγάλο της ταξίδι, από το Γιάρμουθ της Αγγλίας στη Μεσόγειο. Ήταν φτιαγμένη από κόντρα πλακέ, είχε βαμβακερά πανιά και μια ντιζελομηχανή μόλις τεσσάρων ίππων, που δούλευε όποτε της έκανε κέφι, δεν είχε μπαταρία ή γεννήτρια παρά μόνο μια λάμπα υγραερίου για φως και μια υποψία ζεστασιάς τα βράδια, είχε μια πυξίδα και κάτι χάρτες που έφεραν την κόκκινη σφραγίδα «ακατάλληλοι για πλοήγηση». Όσο για τον 27χρονο, τότε, ιστιοπλόο, αυτός είχε μια πελώρια λαχτάρα για θαλασσινές περιπέτειες από τα νεανικά διαβάσματα της Οδύσσειας, μια σχετική αφέλεια και άγνοια κινδύνου για τα τερτίπια της θάλασσας και του καιρού, αλλά και κάτι πιο βαθύ που τον «λέρωνε». Δύο χρόνια πριν, είχε διαγνωστεί με επιθετικό μελάνωμα και οι γιατροί τού έδιναν δύο χρόνια ζωής. «Η διάγνωσή μου ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά της επιθυμίας γι’ αυτό το ταξίδι στη Μεσόγειο με ένα μικρό σκάφος. Ήθελα να δω κάτι από την παλιά Ευρώπη, τόπους που ήξερα από βιβλία και πολιτισμούς που δεν ήξερα σχεδόν καθόλου, να γνωρίσω τους λαούς των μεσογειακών ακτών», γράφει ο ίδιος στο Accidental Sailor, το πιο αυτοβιογραφικό από τα (πάνω από 20) βιβλία του.

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ-1

Το σχέδιο ήταν να διασχίσει τη Μάγχη και να καταπλεύσει στο Σεντ-Μαλό, να μπει στα Κανάλια της Βρετάνης για να καταλήξει στον Βισκαϊκό Κόλπο, να κινηθεί νότια κόστα κόστα μέχρι το Μπορντό, να περάσει για συντομία από τα Κανάλια του Γκαρόν και του Μιντί και να βγει επιτέλους στη Μεσόγειο – Κορσική, Ιταλία και, τελικά, στην Ελλάδα. Έλα όμως που το ταξίδι κόντεψε να τελειώσει πριν καλά καλά αρχίσει… Δύο μέρες μετά τον απόπλου της, η Roulette θαλασσοδερνόταν στους υφάλους Roches Douvres, 50 μίλια εκτός πορείας, στεριά δεν φαινόταν στον ορίζοντα και ο ίδιος είχε «ναυαγήσει» στην κουκέτα του, σκέτο ράκος από την απογοήτευση και τη ναυτία. Κάποια στιγμή η Μπρίτζετ, συνεταίρος του στο νεανικό εγχείρημα, σήμανε συναγερμό: «Πρέπει να πάρεις το πηδάλιο, δεν αντέχω άλλο». Ο Ροντ μάζεψε τα κομμάτια του, ξέρασε από την κουπαστή, έπιασε το πηδάλιο και τότε έγινε κάτι σαν θαύμα. Ανέκτησε τον έλεγχο. «Από τότε έχει τύχει να ζαλιστώ, αλλά ποτέ, ούτε μία φορά, δεν εγκατέλειψα το πόστο μου στο σκάφος».

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ-2
Ο Ροντ με την τότε συνταξιδιώτισσά του, Μπρίτζετ, σε εργασίες συντήρησης της Roulette στη Λευκάδα, το 1977. 

Ο Ροντ μεγάλωσε στη Νέα Ζηλανδία και η μόνη σχέση της οικογένειάς του με τη θάλασσα ήταν ένα… σκάνδαλο: o παππούς του είχε λιποτακτήσει από ένα φινλανδικό φαλαινοθηρικό. Ιστιοπλοΐα έκανε περιστασιακά, έλαβε μέρος και σε αγώνες, αλλά δεν ήταν καλός, και η πρώτη φορά που κράτησε πηδάλιο –στο σκάφος μιας οικογένειας γιατρών που απασχολούσαν τη μητέρα του ως καθαρίστρια– ήταν μάλλον τραυματική, με άτσαλους χειρισμούς και (πάλι) ναυτίες. Αντί όμως να αποθαρρυνθεί, μια νύχτα που κράταγε βάρδια στο τιμόνι ενώ όλοι είχαν κοιμηθεί, ένιωσε κάτι μαγικό να συμβαίνει: μια μοναδική αίσθηση ελευθερίας και την έξαψη ενός κεραυνοβόλου έρωτα για τη θάλασσα, στην οποία έμελλε να αφιερώσει τη ζωή του. Έκανε γύρους του κόσμου, διασχίσεις ωκεανών, όργωσε τη Μεσόγειο ξανά και ξανά και συνδέθηκε βαθιά με την Ελλάδα, που αποτελεί και το αντικείμενο του έργου της ζωής του. Γύρω στο 1980, πάλι με άγνοια κινδύνου, αποφάσισε να γράψει έναν ιστιοπλοϊκό οδηγό για την Ελλάδα. Σαράντα χρόνια μετά, το Greek Waters Pilot μετρά αισίως 13 επικαιροποιημένες εκδόσεις (η τελευταία του 2018) και αποτελεί σημείο αναφοράς για ερασιτέχνες και επαγγελματίες ιστιοπλόους. Καλύπτει το σύνολο της επικράτειας, από τα Ιόνια νησιά έως το Αιγαίο, τη Ρόδο και την Κρήτη, και περιλαμβάνει λεπτομέρειες για πάνω από 450 λιμανάκια και όρμους σε έναν τόμο. «Οι συναρπαστικές γενικές πληροφορίες και οι αναφορές στην ιστορία και στη μυθολογία δίνουν στο βιβλίο έναν πλούτο που σπανίζει σε οδηγούς ναυσιπλοΐας. Είναι αδιανόητο να επισκεφθείτε την Ελλάδα χωρίς τη λεπτομερή γνώση που πηγάζει από την αξιοζήλευτη εμπειρία του Χάικελ στις ελληνικές θάλασσες», σημειώνει για το Greek Waters Pilot το θρυλικό Royal Cruising Club. Το 2016, το Sailing Today τον βράβευσε με Lifetime Achievement Award για το έργο του. 

Τα τελευταία 20 χρόνια, ο Ροντ μοιράζεται τη ζωή, τα ταξίδια και το έργο του με τη Λουσίντα, που έτυχε να ψάχνει τη δική της θαλασσινή περιπέτεια κάποια στιγμή που εκείνος ζητούσε πλήρωμα για να ταξιδέψει από τις Αζόρες στο Γιβραλτάρ. Το ταξίδι ήταν δύσκολο, η καμπίνα του σκάφους έμπαζε νερά απ’ το κατάστρωμα, «το αντίθετο μιας ρομαντικής κατάστασης, Γιώργο!» όπως μου λέει ο ίδιος. «Φτάσαμε στον προορισμό μας και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα βλεπόμασταν ξανά» προσθέτει. «Αλλά εγώ είχα περάσει καταπληκτικά!» παρεμβαίνει η Λουσίντα με το πιο πλατύ χαμόγελό της. 
Συναντηθήκαμε διαδικτυακά, εκείνοι στην Αγγλία, εγώ στο γραφείο, λίγο καιρό προτού τα ταξίδια ξαναρχίσουν και αφάνταστα πολύ καιρό, για τους ίδιους, από τότε που είχαν δει τελευταία το πλωτό τους σπίτι, το Skylax, ένα κλασικό, καλοτάξιδο μονοκάρινο 46 ποδών που σχεδιάστηκε στη Νέα Ζηλανδία από τον μετρ Άλαν Γουόργουικ και τα τελευταία 20 χρόνια έχει φάει, κι αυτό, τους ωκεανούς «με το κουτάλι». «Είναι σε ένα υπόστεγο στην Κοιλάδα… Φτιάχνουμε και ένα σπίτι στον Γαλατά, ξέρεις. To αστείο είναι ότι την πρώτη φορά που πάτησα στην Ελλάδα, τότε με τη Roulette, το πλάνο μου ήταν να πουλήσω το σκαφάκι, να επιστρέψω στη Νέα Ζηλανδία αεροπορικώς και να βρω μια κανονική δουλειά. Έτυχε όμως να με πάρουν σε μια εταιρεία τσάρτερ και η αναχώρηση αναβαλλόταν, και πριν το καταλάβω είχαν περάσει πέντε χρόνια, είχα αρχίσει ήδη και την έρευνα για τον ιστιοπλοϊκό οδηγό και κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου: “Ξέρεις τι; Ίσως δεν θα γυρίσω στη Νέα Ζηλανδία τελικά”». 

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ-3

Τελικά, πώς διαμορφώνει την προσωπικότητα του ανθρώπου μια ζωή σαν τη δική σας, μια ζωή θαλασσινή; 

Ροντ: Στη θάλασσα ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το τι πρόκειται να συμβεί, από την άλλη πρέπει να αντιμετωπίσεις οτιδήποτε κι αν συμβεί. Να θέτεις την πορεία σου, να ρυθμίζεις τα πανιά, να αποφεύγεις τις κακοτοπιές, να καταφεύγεις σ’ έναν απάνεμο κόλπο όταν τα πράγματα ζορίζουν. Νομίζω ότι η ιστιοπλοΐα είναι μία από τις ελάχιστες συνθήκες όπου ο άνθρωπος είναι απόλυτα υπεύθυνος για το πεπρωμένο του, απλούστατα επειδή δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Πρέπει να είσαι αυτάρκης και αυτόνομος, αλλά όχι με τρόπο υπεροπτικό. Με σεβασμό στη μητέρα θάλασσα. 

Λουσίντα: Για μένα είναι και η απίστευτη αίσθηση ελευθερίας. Ιδίως στο ξεκίνημα του ταξιδιού σου, όταν έχεις γεμίσει το σκάφος σου με τις προμήθειες, ξέρεις ότι μπορείς να πας παντού. Κι είναι ίδια η αίσθηση είτε βρίσκεσαι σε μια λίμνη με μια βάρκα είτε διασχίζεις έναν ωκεανό. Το άλλο, βέβαια, είναι ότι η θάλασσα σου μαθαίνει την ταπεινότητα. Όταν δείχνεις υπερβολική αυτοπεποίθηση κι όταν δεν προσέχεις και την παραμικρή λεπτομέρεια, τότε συνήθως κάτι πηγαίνει στραβά. 

Ροντ: Όποιος ναυτικός ισχυρίζεται ότι δεν φοβάται ποτέ είναι αφελής. Θυμάμαι μια φορά που διασχίζαμε τον ωκεανό και πέσαμε σε τυφώνα, ο ουρανός κατάμαυρος, τα κύματα τρομακτικά, τρομάξαμε μέχρι να σταθεροποιήσουμε το σκάφος. Κι έπειτα από δύο μέρες, πλέαμε με κάλμα και λέγαμε: «Δεν έγινε και τίποτα, είμαστε ακόμα ζωντανοί». 

Λουσίντα: Οι ιστιοπλόοι έχουν βραχεία μνήμη, Γιώργο. Μπορεί να έχεις το χειρότερο ταξίδι, να πιάνεις λιμάνι και να λες στον εαυτό σου «δεν το ξανακάνω αυτό», και την επόμενη μέρα, αφού θα έχεις χαλαρώσει και θα έχεις πιει και ένα ποτάκι, να ανυπομονείς να βγεις στη θαλασσα ξανά. 

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ-4
Στιγμιότυπο από τα ταξίδια τους με το αγαπημένο τους σκάφος Skylax.

Γίνεσαι πιο ολιγαρκής όταν ζεις για μεγάλο διάστημα σε περιορισμένο χώρο;

Ροντ: Δεν είναι θέμα ποσότητας. Το φαγητό που θα μαγειρέψεις είναι πιο νόστιμο όταν είσαι στον ωκεανό. Το βιώνεις σαν μια γιορτή της γεύσης, πιο πολύ από ό,τι όταν είσαι στη στεριά και έχεις πρόσβαση στα πάντα. Και το πιο απλό πράγμα, όπως ένα ποτήρι νερό, μοιάζει με νέκταρ. Κάποτε διασχίζαμε τον Ινδικό Ωκεανό με έναν ξάδερφό μου και το σκάφος δεν είχε ψυγείο. Ήταν το 1996. Ε, λοιπόν, ακόμα θυμάμαι τη γεύση της παγωμένης μπίρας που ήπιαμε όταν επιτέλους βγήκαμε στη στεριά. Ήταν σαν να μην έχεις δοκιμάσει μπίρα ποτέ στη ζωή σου. Έτσι λοιπόν μαθαινεις να εκτιμάς τα μικρά, απλά πράγματα της ζωής. Συνήθως στις μεγάλες διασχίσεις είμαστε οι δυο μας με τη Λου, κοιμόμαστε και πιλοτάρουμε σε τρίωρες βάρδιες, κι αυτό συνεχίζεται για εβδομάδες. Την πρώτη νύχτα που πιάνουμε στεριά και δένουμε και όλα έχουν πάει καλά, πεταγόμαστε τη νύχτα πανικόβλητοι – «ποιος κρατάει το τιμόνι;».

Γιατί κάποιος θέλει να διασχίσει τον ωκεανό με ένα σκαφάκι; 

Ροντ: Ξέρω ότι ακούγεται κοινότοπο, αλλά είναι απλό: γιατί υπάρχει ωκεανός. Και γιατί πάντα θες να εξερευνάς νέους τόπους – και δεν εννοώ κάνοντας ζαβολιά, που είναι να φορτώσεις το σκάφος σου σε ένα πλοίο και να σου το περάσει απέναντι. Το συγκλονιστικό στα περάσματα είναι ότι οι πιθανότητες να συναντήσεις άλλο σκάφος στην απεραντοσύνη είναι ελάχιστες, αλλά δεν είσαι μόνος, μιλάς με τους άλλους από τον ασύρματο και τους νοιάζεσαι, ανησυχείς αν περάσουν δύο τρεις μέρες και δεν τους ακούσεις. Είναι μια ιδιαίτερη συντροφικότητα αυτή. Και συνήθως καταλήγει σε ένα μεγάλο πάρτι στην ακτή!

Λουσίντα: Έχει ενδιαφέρον να συναντάς Αυστραλούς ή Νεοζηλανδούς ιστιοπλόους στη Μεσόγειο. Είναι λες και ο νοητός ελαστικός ιμάντας που τους συνδέει με το σπίτι τους κοντεύει να σπάσει, βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου και σχεδόν νιώθεις την επιθυμία τους να βγουν πάλι στον ωκεανό, κάπου μοιάζουν με ψάρια έξω από τα νερά τους. Ως Νεοζηλανδός, πρέπει να πετάξεις τέσσερις ώρες με το αεροπλάνο για να πας στο Σίδνεϊ, και δεν μιλάμε για καμιά τρομερή πολιτιστική αλλαγή. Στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο ειδικά, έχεις τόσες χώρες, τόσους λαούς, τόσες διαφορετικές κουλτούρες σε μια μικρή σχετικά έκταση. Ακόμα και με το σκάφος, μέσα σε μία μέρα μπορείς να περάσεις από την Ιταλία στην Ελλάδα ή από την Ελλάδα στην Τουρκία, και είναι εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. 

Ροντ: Νομίζω ότι οι Ευρωπαίοι δεν εκτιμούν το θαύμα που είναι η Ευρώπη στον ίδιο βαθμό με εμάς, που ερχόμαστε από τόσο μακριά. Γιατί για μένα είναι θαύμα μέσα σε λίγες ώρες να βρίσκεσαι σε μιαν άλλη χώρα, σε έναν άλλο πολιτισμό, και να αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά από την πρώτη στιγμή. Δεν υπάρχει περίπτωση, φέρ’ ειπείν, να μπερδέψεις την Κροατία με την Ελλάδα ή την Ελλάδα με την Ιταλία. 

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ-5

Είναι αλήθεια ότι η αγάπη σας για την Ελλάδα ξεκίνησε από μια σχολική εργασία για την Οδύσσεια;

Ροντ: Ήταν η εποχή που δεν μπορούσες απλώς να γκουγκλάρεις, έπρεπε να διαβάσεις, να γράψεις, να σκιτσάρεις, να κολλήσεις αποκόμματα και να κάνεις κάτι σαν λεύκωμα – και μ’ αυτόν τον τρόπο εντυπωνόταν στη μνήμη σου περισσότερο από ό,τι τώρα με το Ίντερνετ. Η Οδύσσεια ήταν επίσης το πρώτο βιβλίο που χάρισα στη Λου όταν γνωριστήκαμε. Είναι ο τύπος του αντιήρωα που λατρεύω, γιατί, ξέρεις, δεν είναι αψεγάδιαστος, έχει τα ελαττώματά του, και όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε μ’ αυτό.

Πώς ήρθε η ιδέα ένας Νεοζηλανδός να γράψει ιστιοπλοϊκούς οδηγούς για την Ελλάδα;
 

Ροντ: Μετά το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα με τη Roulette, είχα βρει δουλειά σε εταιρείες τσάρτερ – Σαρωνικός, Ιόνιο κ.λπ. Κάπως έτσι άρχισα να κάνω κάποια έρευνα, π.χ. για τις Σπέτσες, καταγράφοντας κάθε κολπίσκο και σχεδιάζοντας χάρτες στο χέρι, και μετά άρχισα να προσθέτω πληροφορίες για την ιστορία του τόπου και προτάσεις για το τι μπορείς να κάνεις στη στεριά, και η εταιρεία για την οποία δούλευα τα τύπωνε σαν φυλλάδια. Έτσι είχα τη φαεινή ιδέα να γράψω ένα βιβλίο για την Ελλάδα πριν επιστρέψω στη Νέα Ζηλανδία και από μία άποψη, 40 χρόνια μετά, ακόμα το γράφω! Την ημέρα κρατούσα λεπτομερείς σημειώσεις, το βράδυ έγραφα σε γραφομηχανή με καρμπόν και έκανα διορθώσεις με tippex, και γενικά υπήρξα πολύ αφελής, γιατί δεν είχα ιδέα πόσο εξαντλητικό θα ήταν! Τελικά η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1982.

Έτσι «χειροποίητη» παραμένει η διαδικασία και σήμερα; 

Ροντ: Όσο δύσκολο κι αν ακούγεται, ναι. Μας φαίνεται πιο εύκολο να σχεδιάσουμε έναν χάρτη στο χέρι παρά με το λάπτοπ. 

Λουσίντα: Το άλλο που δεν έχει αλλάξει είναι ότι πρέπει να βγεις στο λιμάνι, να κρατήσεις σημειώσεις, όχι μόνο να μην κάνεις λάθος σε πραγματολογικά στοιχεία, αλλά και να μεταφέρεις την αίσθηση του τόπου. Δεν είναι μόνο να γράφεις πόσο βαθιά είναι τα νερά στο λιμάνι ή πού βρίσκεται ένας βράχος. Όταν διαβάζεις ταξιδιωτικά κείμενα, καταλαβαίνεις πότε αυτός που γράφει έχει πραγματικά πάει εκεί, και αυτός είναι ο σκοπός. Να μεταφέρεις μια αληθινή εικόνα, ακόμα κι αν αυτή δεν είναι πάντα κολακευτική. Αν ένα μέρος έχει αλλάξει με τα χρόνια, αν ένα λιμάνι είναι βρόμικο ή έχει πολλή φασαρία… Δύσκολο πράγμα οι συνεχείς επικαιροποιήσεις. 

Έχετε πάει σε όλα τα ελληνικά νησιά; 

Ροντ: Θα έλεγα ναι, το ερώτημα είναι πόσες φορές στο καθένα και πότε ήταν η τελευταία. Αλλά θα δυσκολευόμουν να σκεφτώ κάποιο που δεν έχουμε επισκεφθεί.

Κανείς δεν ξέρει τις ελληνικές θάλασσες όσο ο Ροντ & η Λουσίντα Χαϊκελ-6
Η συνήθης κατάληξη: γράψιμο και κρασάκι σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι.

Υπάρχουν αγαπημένα μέρη που δεν αναφέρετε στο βιβλίο για να τα κρατήσετε «δικά σας;».

Μαζί:
Δεν είναι αλήθεια αυτό! (γελούν) Τα γράφουμε, απλώς υπάρχουν και στην ιστιοπλοΐα άνθρωποι που επιλέγουν να πάρουν τη «λεωφόρο» και άλλοι που προτιμούν τα «απάτητα» μονοπάτια. Υπάρχουν τόσα όμορφα μέρη στην Ελλάδα, που μπορείς ακόμα και σε περίοδο αιχμής να βρεθείς κάπου ολομόναχος. 

Λουσίντα: Δεν γίνεται να βάλεις ΟΛΑ τα μέρη, γιατί το βιβλίο θα ήταν τετραπλάσιο. Βάζεις τα πιο ενδιαφέροντα, τα πιο ασφαλή, τα πιο όμορφα. Έχει πλάκα όταν έρχονται ιστιοπλόοι και μας λένε «ανακάλυψα αυτό το τρομερό σημείο, δεν το έχετε στο βιβλίο». Κατά τα άλλα, όλοι έχουμε τα αγαπημένα μας σημεία. Και είναι συνήθως αυτά που, όταν παύεις να σκέφτεσαι, σου έρχονται στο μυαλό σαν φλάσμπακ. 

Ροντ: Υπάρχουν μέρη που γίνονται κομμάτι της ιστορίας σου, επειδή πηγαινοέρχεσαι για δεκαετίες, κι ένα από αυτά είναι ο Πόρος – ακριβώς απέναντι αγοράσαμε ένα κομματάκι γης για να χτίσουμε το σπίτι μας. Από το 1977 τον επισκέφτομαι, είδα παιδιά να μεγαλώνουν, να παντρεύονται, να κάνουν δικά τους παιδιά, είδα φίλους να γερνούν, άλλους να πεθαίνουν – όλο τον κύκλο της ζωής. Αγαπημένο μέρος είναι αυτό που οι άνθρωποι σε ξέρουν και νιώθεις μέλος της κοινότητας – δεν είναι υποχρεωτικό να είναι το ομορφότερο, αλλά να έχεις ένα βαθύ δέσιμο μαζί του. 

Λουσίντα: Το τρομερό είναι να επιστρέφεις σε έναν τόπο μετά από πέντε ή και δέκα χρόνια και να πηγαίνεις στην ίδια ταβέρνα και να σου λένε “Εεε, πού χάθηκες;” μέσα στην καλή χαρά. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο που κάνει την Ελλάδα τόσο υπέροχη – η φιλοξενία, το νοιάξιμο, η αγάπη των ανθρώπων. 

Ροντ: …και το γεγονός ότι υπάρχει ταβέρνα! Ακούγεται αστείο, αλλά είσαι π.χ. στον Νότιο Ειρηνικό, όλα είναι υπέροχα, αμμουδιές, φοινικόδεντρα, κοράλλια, αλλά τις περισσότερες φορές εύχομαι να υπήρχε ένα ωραίο ταβερνάκι για να «δέσει» η συνταγή…

Άλλαξαν οι άνθρωποι με τα χρόνια; Χάνεται αυτή η αγνότητα;

Ροντ: Αυτό σε κάποιο βαθμό είναι φυσικό και αναπόφευκτο, από την άλλη θυμώνω με όσους εξιδανικεύουν τη ζωή όπως ήταν παλιά, και μπορεί οι ίδιοι να πλουτίζουν, αλλά θέλουν τους άλλους να παραμένουν «αγνοί» στα χωράφια. Οι εποχές και οι άνθρωποι αλλάζουν, αλλά η βασική αρχή του φιλότιμου και του καλωσορίσματος του ξένου είναι εδώ. Και δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλο τόπο που γνωρίζω. Δεν συμβαίνει να σου λένε «δεν βαριέσαι, πληρώνεις αύριο». Ή «πάρε μια καρέκλα και κάτσε στο τραπέζι μας». Μου πήρε καιρό να κατανοήσω τον ελληνικό τρόπο, αλλά όταν κάπως τα κατάφερα, τον αγάπησα. Είναι ο τρόπος ζωής που μου αρέσει. ■

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή