«Η μοναξιά της δύσης»: Ανεβάζοντας ΜακΝτόνα στη Βουκουρεστίου

«Η μοναξιά της δύσης»: Ανεβάζοντας ΜακΝτόνα στη Βουκουρεστίου

Την ώρα που η καινούργια ταινία του Μάρτιν Μακντόνα έρχεται στις αίθουσες, σε μια αθηναϊκή σκηνή ζωντανεύει ένα σκοτεινό, προκλητικό και σκληρά κωμικό κείμενο του Ιρλανδού δημιουργού.

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πορτρέτο ενός σκύλου, ένα όπλο στηριγμένο στον τοίχο, ένας Εσταυρωμένος βουτηγμένος σε μια γλάστρα με πατατάκια. Όλα τα θέματα του Μάρτιν Μακντόνα παραταγμένα στη σκηνή: ζωώδη ένστικτα και συμπεριφορές, βία, θρησκεία, το ιερό με το καθημερινό, το τραγικό με το γελοίο. Η μοναξιά δεν αποτυπώνεται σε κανένα αντικείμενο, υπάρχει όμως στον τίτλο της παράστασης, Η μοναξιά της Δύσης, και απλώνεται στην ατμόσφαιρα στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών. «Τα έργα δεν μιλούν γι’ αυτό που λένε, αλλά γι’ αυτό που δείχνουν, γι’ αυτό που κρύβεται μέσα σε αυτό που βλέπεις», εξηγεί ο Νίκος Κουρής, που αποφάσισε να συνεχίσει τη σχέση του με τη γραφή του Ιρλανδού συγγραφέα με το ανέβασμα της Μοναξιάς. Είχε προηγηθεί ο Πουπουλένιος το 2013, πάλι στο Θέατρο Αθηνών, όπου κρατούσε τον ρόλο του ανακριτή. (Το ελληνικό κοινό έχει παρακολουθήσει λίγο παλιότερα και τη Βασίλισσα της ομορφιάς, καθώς φαίνεται ότι έχουμε μια αδυναμία στα θεατρικά κείμενα του Μακντόνα.) Εδώ ο Κουρής υποδύεται τον Βαλίν, το ένα από τα δύο αδέλφια που πρωταγωνιστούν στην ιστορία, και υπογράφει σκηνοθετικά την παράσταση. «Ο Πουπουλένιος είναι, κατά τη γνώμη μου, το κορυφαίο του έργο, μια εξαιρετική κατασκευή που επιβεβαιώνει τον εαυτό της κάθε στιγμή. Η Μοναξιά της Δύσης είναι ένα επίσης σπουδαίο κείμενο, πιο ιδιαίτερο όμως. Εστιάζει σε μια αδελφική σχέση και έτσι ίσως το ενδιαφέρον του θεατή περιορίζεται, γιατί νομίζει πως μιλάει μόνο γι’ αυτό. Μιλάει, όμως, γι’ αυτό που συμβαίνει σε κάθε οικογένεια. Για την αδυναμία να εκφράσεις τα συναισθήματά σου, για τη βία του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει κάθε σπίτι, γι’ αυτό που μας συμβαίνει ενώ μεγαλώνουμε με άλλους ανθρώπους χωρίς κανείς ποτέ να είναι ουσιαστικά ανοιχτός σε κανέναν».

Η ιστορία επιφανειακά ακραία, αλλά βασανιστικά απλή στη βάση της. Δύο ενήλικα αδέλφια, ο Κόλμαν και ο Βαλίν, επιστρέφουν στο πατρικό τους το οποίο μοιράζονται μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Γρήγορα, μαθαίνουμε πως ο θάνατος αυτός δεν οφείλεται σε ατύχημα, όπως παρουσιάζεται αρχικά και όπως καλόπιστα πιστεύει ο ιερέας που τους ακολουθεί στο σπίτι, αλλά σε εγκληματική ενέργεια του Κόλμαν. Δεν έχει καμία σημασία, κανένα από τα δύο αδέλφια δεν στέκεται σε αυτό. Η ζωή τους όλη περιστρέφεται γύρω από την προσωπική τους σχέση. Αναλώνονται σε συνεχείς καβγάδες, στήνουν παγίδες ο ένας στον άλλον, χτυπιούνται, βρίζουν, προσβάλλουν, πληγώνουν.

Χωρίς αφορμή, χωρίς τέλος. «Αυτοί οι δύο ζουν σε μια διαρκή λούπα, είναι σε μια μόνιμη τρεχάλα, να προλάβουν να προδώσουν πριν προδοθούν. Επιδίδονται σε αυτό το κυνήγι, σε αυτή την ανελέητη βία, γιατί δεν γνωρίζουν πώς αλλιώς να επικοινωνήσουν», λέει ο Χρήστος Μαλάκης, που υποδύεται τον Κόλμαν. «Ο πατέρας τους λογικά τους έκανε μπούλινγκ. Παίζουν, λοιπόν, με αυτό που έχουν, με αυτό που έμαθαν. Τους καθησυχάζει η ρουτίνα τους, τους παρέχει ασφάλεια αυτό το παιχνίδι, το να εκνευρίζει ο ένας τον άλλο, το να κρύβει ο ένας το ουίσκι, να το πίνει ο άλλος, να ουρλιάζουν και οι δύο πάνω από ένα πακέτο σκορπισμένα πατατάκια. Την άλλη μέρα, τα ίδια. Τρέμουν να ακυρώσουν αυτή την κόντρα, φοβούνται τη μοναξιά, με τι θα έρθουν αντιμέτωποι». 

«Η μοναξιά της δύσης»: Ανεβάζοντας ΜακΝτόνα στη Βουκουρεστίου-1
Από αριστερά προς δεξιά: Νίκος Κουρής, Γιώργος Ηλιόπουλος, Χρήστος Μαλάκης και Δανάη Μιχαλάκη.  

ΤΑΒΛΙ, ΜΠΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΙΝΓΚ ΠΟΝΓΚ

Ο μόνος που επιχειρεί να τους συμφιλιώσει, να διακόψει αυτό το άγριο παιχνίδι μεταξύ τους, είναι ο ιερέας. Ο ιερωμένος στο έργο του Μακντόνα δεν προσποιείται τον «άγιο», είναι κλωστή του ίδιου υφάσματος, μέρος της κοινότητας. Εριστικός, ρηχός, προσβάλλει, δείχνει την απέχθειά του, παραδίδεται στα πάθη του, πίνει χωρίς μέτρο.

Όμως παλεύει να βγει στην επιφάνεια, αναζητά την αγάπη και προσπαθεί να αφυπνίσει τους γύρω του για τη θεραπευτική της δύναμη. «Ένας παπάς με κρίση συνείδησης, πόσο ωραίος είναι ο Μακντόνα», σχολιάζει ο Γιώργος Ηλιόπουλος, που έχει επωμιστεί τον ρόλο του παπά. «Είναι ίσως ο μόνος θετικός άνθρωπος στην ιστορία, ο μόνος που αναγνωρίζει πως η τόση σκληρότητα και αποξένωση έχτισαν αντισώματα και πλέον δεν μας διαπερνά τίποτα. Προσπαθεί να τους σώσει για να σωθεί και ο ίδιος, να εκπληρώσει τον ρόλο του, να νοηματοδοτήσει και τη δική του ζωή». Του επισημαίνω πως υπάρχουν ενστάσεις για τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι χαρακτήρες. «Πόσο υποκριτικό είναι αυτό. Εδώ η γλώσσα είναι όργανο, σημείο δράσης. Αν αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να σταθούν απέναντι στον άλλον και να αντιπαραβάλουν λογικά επιχειρήματα, δεν θα ζούσαν αυτή τη ζωή, αποκομμένοι από άλλους, αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν γύρω τους. Μιλούν τη γλώσσα που ταιριάζει στην κατάστασή τους. Η επιλογή των λέξεων και ο τρόπος που εκφέρουν τον λόγο καθρεφτίζει αυτό που γίνεται μέσα τους».
 
Ούτε τη Δανάη Μιχαλάκη την ενόχλησε η σκληρότητα της γλώσσας. Υποδύεται την Γκερλίν, ένα 17χρονο κορίτσι που προμηθεύει τα αδέλφια με λαθραίο ουίσκι. Είναι η μόνη θηλυκή παρουσία στο έργο, η μόνη με εκφρασμένη ανάγκη για επικοινωνία ζητά από τον παπά να της δώσει σημασία, είναι αυτή που θα προσπαθήσει να πραγματοποιήσει το θέλημά του, η μόνη που καταρρέει στο άκουσμα ενός θανάτου. Είναι τελικά και η μόνη που αφήνει μια ελπίδα στο φως. «Η Γκερλίν είναι ένα κορίτσι με πολλές άμυνες, μεγάλος τσαμπουκάς, που όμως έχει κάτι γλυκό, τρυφερό μέσα της. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να συνδεθώ με τα θέματα του έργου. Πίσω από όλη αυτή την υπερβολή, τις βωμολοχίες και τις ακρότητες, υπάρχει κάτι πολύ καθημερινό, μια πολύ αναγνωρίσιμη βία. Την εποχή μάλιστα που διάβασα το έργο, είχα ανάγκη να ξεδώσω, να εκτονώσω πράγματα που ένιωθα».

Ο Νίκος Κουρής πιστεύει ότι το να στεκόμαστε στις υπερβολές του έργου είναι το τέλειο άλλοθι για να μη δούμε τη δική μας βία. Είναι ένα έργο αστείο, αλλά και βαθύ, αληθινό, τόσο μαύρο αλλά και τόσο διάφανο σε αυτά που καθρεφτίζει για τη δική μας ζωή. «Με συγκινεί τρομερά ότι ένας άνθρωπος έγραψε για δύο χαρακτήρες που τολμούν να ζουν σαν να είναι δύο χρονών. Δεν ξέρω όμως αν κανείς μας είναι πάνω από δύο χρονών, αν υπάρχει κάποιου τύπου ενηλικίωση. Το έργο μού θυμίζει Το τάβλι του Κεχαΐδη σε μια άλλη πραγματικότητα, σε μια άλλη χώρα. Δύο άνθρωποι που δεν θα έχουν θέση ποτέ σε μια κοινωνία της καριέρας και της επιτυχίας. Δεν έχουν εμπλοκή με την υπόλοιπη κοινότητα. Γίνονται ακραία γεγονότα και δεν τρέχει τίποτα γιατί είναι προσκολλημένοι στα αγαλματάκια που έσπασαν και έγιναν μπίλιες. Γιατί αυτό είμαστε, είμαστε οι μπίλιες που μας έκλεψε ο αδελφός μας, η φράση που μας είπε η αδελφή μας και είμαστε 50 χρονών και ακόμη τρεφόμαστε από αυτό, ζούμε με αυτό και όση ψυχανάλυση και να κάνουμε, αυτό δεν φεύγει, περιφέρουμε τα τραύματά μας». 

Στη διάρκεια της παράστασης, οι δύο χαρακτήρες παίζουν πινγκ πονγκ. Σε κάθε χτύπημα μια προσβολή αλλά και μια συγγνώμη εκ μέρους τους. Μου φάνηκε υποκριτική αυτή η συμπεριφορά, σαν να κοροϊδεύει ο Μακντόνα την κουλτούρα της συγγνώμης. Ο Νίκος Κουρής διαφωνεί. «Ακόμα και αν είναι προσχηματικό, ακόμα και αν δεν το αισθάνονται, το κάνουν, είναι ένα βήμα πίσω. Ένα βήμα πίσω από τον εγωισμό της επιφάνειας, ένα βήμα πίσω που σου χαρίζει μια πιο καθαρή ματιά στα πράγματα. Είναι σπουδαίος ο Μακντόνα, τόσο προσωπικός, τόσο σύνθετος, τόσο βασανισμένος, αλλά και αφοπλιστικά αστείος, σε κλειδώνει στον κόσμο του. Θα το δεις και με τη νέα του ταινία, δεν κάνει τα χατίρια κανενός, δεν ξεπουλάει, μιλάει γι’ αυτό που τον καίει με τον δικό του τρόπο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή