Η κουλτούρα της δίαιτας την εποχή του Ozempic

Η κουλτούρα της δίαιτας την εποχή του Ozempic

Με αφορμή την σημερινή και αμφιλεγόμενη Διεθνή Ήμέρα Κατά της Δίαιτας αναλύουμε το φαινόμενο της κουλτούρας της δίαιτας την εποχή του Ozempic και εξετάζουμε τις επιπτώσεις της πίεσης για τον ιδανικό σωματότυπο.

9' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν μιλήσουμε για το Ozempic και τα νέα μη διαιτητικά ήθη που κομίζει, θα πρέπει να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή. Στις 5 Μαΐου του 1992, μια ημέρα χωρίς κανέναν ειδικό συμβολισμό, η Μέρι Ίβανς Γιανγκ –Βρετανίδα φεμινίστρια και ιδρύτρια της ομάδας Diet Breakers– σχεδίαζε να γιορτάσει μαζί με μια ντουζίνα άλλες γυναίκες, από 21 έως 76 ετών, την πρώτη Ημέρα Κατά της Δίαιτας στο Ηνωμένο Βασίλειο, με ένα πικνίκ στο Χάιντ Παρκ. Όχι γιατί δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει. Ως μαθήτρια είχε δεχθεί σχολικό εκφοβισμό λόγω του μεγέθους του σώματός της και αργότερα εκδήλωσε νευρική ανορεξία. Όταν την ξεπέρασε, άρχισε να βοηθάει άλλους ανθρώπους να εκτιμήσουν το σώμα που έχουν. Όλες, λοιπόν, είχαν πάνω τους κολλημένα αυτοκόλλητα με το σύνθημα «Ditch That Diet» (Παρατήστε αυτή τη δίαιτα). Τελικά, ο καιρός δεν ήταν με το μέρος τους. Άρχισε να βρέχει και το πικνίκ μεταφέρθηκε στο σπίτι της Ίβανς Γιανγκ. Την επόμενη χρονιά τα πράγματα πήγαν πολύ καλύτερα, με τον εορτασμό να γίνεται de facto διεθνής. Έκτοτε, ανάλογα «events» διοργανώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία, στην Ινδία, στο Ισραήλ, στη Δανία, στη Σουηδία και στη Βραζιλία. Η ημέρα μόνο μεταφέρθηκε, στις 6 Μαΐου, για να μη συμπίπτει με την Cinco de Mayo, καθώς στις 5 Μαΐου οι Μεξικανοί γιορτάζουν τη νίκη τους επί του γαλλικού στρατού στη Μάχη της Πουέμπλα. 

Το 1992, βέβαια, ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό. Τα σούπερ μόντελ με τα πολύ αδύνατα σώματα αλώνιζαν τις πασαρέλες ως σύγχρονες Βαλκυρίες. Το heroin chic ήταν πραγματικότητα. Σε κάθε εξώφυλλο γυναικείου περιοδικού υπήρχε από ένα τιτλάκι για το πώς να χάσεις κιλά «χωρίς κόπο». Δεν υπήρχε ακόμα ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση για τις διατροφικές διαταραχές. Σχεδόν κανείς δεν μιλούσε για αποδοχή και συμπερίληψη όλων των σωμάτων, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους. 

Στα τριάντα ένα χρόνια που ακολούθησαν, ο κόσμος πήγε και ήρθε. Όσον αφορά ειδικά την εξιδανίκευση του αδύνατου σώματος, το ζητούμενο άρχισε με βραδύ ρυθμό να αμφισβητείται από τα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά, όταν τα μίντια ξεκίνησαν να ασχολούνται με το φαινόμενο της νευρικής ανορεξίας, που αντιμετωπίστηκε με όρους επιδημίας. Χρειάστηκε να περάσουν, όμως, πολλά χρόνια για να ακουστεί δυνατά το σύνθημα «κάτω η δίαιτα», με τις εξελίξεις να επιταχύνονται μετά το κίνημα #MeToo, που έστρεψε την προσοχή σε διάφορες μορφές καταπίεσης. Πλέον, καταγγέλλονται ανοιχτά οι βλαβερές συνέπειες της κουλτούρας της δίαιτας, προωθείται το body positivity, κανσελάρονται τα χοντροφοβικά αστεία, διεκδικείται η «υγεία και η ομορφιά σε κάθε μέγεθος». Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαστε τόσο «large». 

Το ίδιο το νόημα της ύπαρξης και του εορτασμού μιας Διεθνούς Ημέρας Κατά της Δίαιτας αμφισβητείται ή αντιμετωπίζεται με καχυποψία του τύπου «μα καλά, τι θέλουν, να μας κάνουν όλους χοντρούς με το ζόρι;». Δεν έχει υιοθετηθεί, π.χ., από τον ΠΟΥ ή κάποιον άλλο ανάλογου κύρους οργανισμό.

Γράφοντας αυτό το άρθρο στα μεθεόρτια του πασχαλινού τσιμπουσιού, αναρωτιέμαι σε πόσα τραπέζια ακούστηκε το «ας φάμε σήμερα και από αύριο δίαιτα». Πόσα άτομα αντέκρουσαν κεράσματα λέγοντας «κάνω δίαιτα». Πόσα έγιναν αποδέκτες ντροπιαστικών παρατηρήσεων του τύπου «καλά, δεν χόρτασες, κάνε λίγο κράτει, πόσο θα φας ακόμα, θα πάθεις τίποτα» – το επονομαζόμενο shaming συχνά παίρνει τη μορφή του νοιαξίματος για την υγεία του άλλου. Σκέφτομαι, στη συνέχεια, τι συμβαίνει το 2023. Παρά το ότι στα βιντεοκλίπ τους οι κάθε Σαμ Σμιθ επιδεικνύουν με αισθησιακό τρόπο τις πλούσιες καμπύλες τους, αποτελούν ακόμη είδηση οι αυξομειώσεις στο βάρος σταρ όπως η Σελένα Γκόμεζ και η Λάνα Ντελ Ρέι. Άτομα ανεξαρτήτως του φύλου τους (ή της απουσίας του) συνεχίζουν να γίνονται στόχος σχολίων που σκοπό έχουν να τα κάνουν να αισθανθούν άσχημα για τη σχέση τους με το φαγητό και το συνήθως, όχι πάντα, συνδεδεμένο με αυτή μέγεθος του σώματός τους. Όσον αφορά, δε, τον lifestyle περιοδικό και ηλεκτρονικό Τύπο, δεν έχει κάνει σύσσωμος την αυτοκριτική του. Έτσι, παράλληλα με την υποστήριξη του κινήματος υπέρ της αποδοχής της διαφορετικότητας του σωματότυπου, προμοτάρονται και οι δίαιτες, έστω με λιγότερο επιθετικούς τίτλους. Γίνεται λόγος, π.χ., για «πράσινες δίαιτες» και όχι για «δίαιτες-αστραπή».

Γύρω από τις δίαιτες

Αν κάποιος θέλει να αγνοήσει τη Διεθνή Ημέρα Κατά της Δίαιτας, μπορεί να το κάνει χωρίς πολλά πολλά. Κι αυτό παρότι, πλέον, εορτάζονται μια σειρά από παρόμοιες άλλες ημέρες που έχουν «συστημική βούλα», π.χ. από την αμερικανική Εθνική Οργάνωση για τις Γυναίκες (National Organization for Women – NOW). Την κουλτούρα της δίαιτας, όμως, δεν γίνεται να την αγνοήσει. Η Κριστίν Μπερν, διαιτολόγος και δημοσιογράφος εξειδικευμένη σε θέματα διατροφής, έγραψε τον Σεπτέμβριο στον ιστότοπο Self.com του ομίλου Condé Nast: «Στις μέρες μας δεν μπορείς να συμμετάσχεις σε κάποια συζήτηση που να έχει να κάνει με τη διατροφή και την ευεξία χωρίς κάποιος να κάνει κάποια αναφορά στην κουλτούρα της δίαιτας. Είναι παντού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο σε όσα έχουν στρατευθεί κατά της δίαιτας όσο και σε εκείνα που ασχολούνται πιο γενικά με το ευ ζην». Η διατροφολόγος και podcaster Κρίστι Χάρισον, δε, συχνή αρθρογράφος των New York Times και του Wired, συγγραφέας του βιβλίου Αντι-Δίατα (Anti-Diet, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Little, Brown Spark το 2019), ορίζει την κουλτούρα της δίαιτας ως ένα σύστημα πεποιθήσεων που έχει αναγάγει τη «λεπτότητα» σε αντικείμενο λατρείας, έχοντάς την εξισώσει με την υγεία και την ηθική αρετή – ας μην ξεχνάμε ότι η λαιμαργία ήταν ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Σύμφωνα με την ίδια, το συγκεκριμένο σύστημα προωθεί ως μέσο επίτευξης της «μετα-ευτυχίας» και της ανύψωσης του κοινωνικού status την απόκτηση και τη διατήρηση ενός χαμηλού βάρους. 

Η Μαρία Αγγελή, κοινωνιολόγος και ερευνήτρια στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου, θα μου πει: «Η κουλτούρα της δίαιτας αποτελεί έναν σύγχρονο πολιτισμικό μηχανισμό που επιδρά στις αντιλήψεις μας για το σώμα, την υγεία και τη διατροφή. Υποκινείται σε μεγάλο βαθμό από την αγορά, η οποία εφευρίσκει συνέχεια τρόπους να μας εντάσσει σε αυτή την κουλτούρα καλλιεργώντας μια αγωνία γύρω από τη διατροφή, που με τη σειρά της μας ωθεί να καταναλώνουμε». Όταν τη ρωτάω αν η επιτήρηση του βάρους είναι φαινόμενο της εποχής μας, αποκρίνεται αρχικά αρνητικά. «Ωστόσο, η επιστημονική αναζήτηση της “τέλειας” διατροφής και του “τέλειου” σώματος έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια» σημειώνει. «Αυτό οφείλεται σε μια συνδυαστική επίδραση παραγόντων, όπως οι αναπτυσσόμενες τεχνολογίες που επιτρέπουν την επιτήρηση της διατροφής και της άσκησης, η αύξηση της εμπορευματοποίησής τους και η μεγαλύτερη προβολή του ιδανικού σωματότυπου στα μέσα ενημέρωσης και στα κοινωνικά δίκτυα». Ποια άτομα είναι πιο επιρρεπή στο να υποφέρουν από τις αρνητικές της συνέπειες; Όπως θα μου πει, η σχέση της κουλτούρας της δίαιτας με το φύλο έχει μελετηθεί από αρκετές κοινωνιολογικές και φεμινιστικές έρευνες, οι οποίες δείχνουν ότι οι γυναίκες αναφέρουν συχνότερα ανεπιθύμητη πίεση από τα μέσα ενημέρωσης, τους συνομηλίκους, την οικογένεια και τον σύντροφό τους για να ακολουθήσουν διαιτητικά προγράμματα ή να βελτιώσουν την εμφάνισή τους. Συνδέεται, επίσης, σε μεγαλύτερο βαθμό στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες με αυξημένο στρες, ανησυχία, κατάθλιψη και κακή αυτοεικόνα του σώματός τους.

Βιομηχανία διαχείρισης βάρους

Το σημείο καμπής για την επέκταση της κουλτούρας της δίαιτας η κυρία Αγγελή το τοποθετεί στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν ξεκίνησε να αναπτύσσεται η βιομηχανία των διαιτητικών προϊόντων και των υπηρεσιών. «Αυτή η βιομηχανία προσπάθησε να πείσει τους ανθρώπους ότι το πρόβλημα με την υγεία τους ήταν το βάρος τους και ότι η λύση ήταν η δίαιτα. Η έννοια της δίαιτας έγινε δημοφιλής και εξαπλώθηκε ραγδαία, ενώ η προώθηση των διαιτητικών προϊόντων και υπηρεσιών έγινε μια πολύ επικερδής επιχείρηση. Από εκεί και μετά, η έννοια της δίαιτας εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό φαινόμενο, που συνδέθηκε με την ιδέα της ατομικής ευθύνης για την υγεία, την εμφάνιση και τη θέση των ανθρώπων στην κοινωνία». Για να έχουμε μια εικόνα του μεγέθους της, το 2021 η αξία της παγκόσμιας αγοράς διαχείρισης βάρους, σύμφωνα με τον ιστότοπο Businesswire.com, ανήλθε στα 470 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ υπολογίζεται ότι μέχρι το 2027 θα έχει φτάσει τα 684,5 δισ.

Τι νόημα έχει ο εορτασμός της Διεθνούς Ημέρας Κατά της Δίαιτας; «Αυτή η μέρα έχει μια αξία, καθώς μας δίνει την αφορμή να σκεφτούμε και να συζητήσουμε το πώς θα αντικαταστήσουμε την επιβλαβή κουλτούρα της δίαιτας με μια πιο θετική και υγιή σχέση με το φαγητό και το σώμα μας. Μας θυμίζει επίσης ότι το υγιές σώμα έρχεται σε πολλά μεγέθη και έτσι μας βοηθά να αποφύγουμε τις δυσανάλογες πιέσεις για την απώλεια βάρους και την επίτευξη ενός συγκεκριμένου ιδανικού σωματότυπου. Μας καλεί να αναγνωρίσουμε και να αποδεχθούμε τους ανθρώπους με διαφορετικούς σωματότυπους και να διασφαλίσουμε την ισότητα και την αποδοχή τους από την κοινωνία», σημειώνει η κ. Αγγελή. Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, δεν μας λέει «συνεχίστε να τρώτε όσο θέλετε και ό,τι θέλετε, ακόμα κι αν το βάρος σας σας δημιουργεί προβλήματα υγείας», ούτε σημασιοδοτεί ως κατακριτέο το να κάνει κάποιο άτομο δίαιτα. Μας θυμίζει, το σημαντικότερο, ότι το φαγητό που τρώμε δεν είναι σκέτες θερμίδες και θρεπτικά συστατικά. Αποτελεί πηγή απόλαυσης και εξερεύνησης. Το συντρώγειν ενώνει τους ανθρώπους, δημιουργεί δεσμούς. Για μία μέρα τον χρόνο, προς τιμήν ίσως της πρωτοπόρου Μέρι Ίβανς Γιανγκ, που δεν έκανε ποτέ το «αντιδιαιτητικό πικνίκ» της στο Χάιντ Παρκ, αξίζει να κάνουμε πράξη το σύνθημα «Ditch that diet».

Δίαιτα χωρίς δίαιτα

Η κουλτούρα της δίαιτας, λοιπόν, οδηγεί στη συνεχή επιτήρηση της διατροφής ενός ατόμου για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αδύνατου σώματος, που θα το κάνει ευτυχισμένο. Μια σειρά φαρμακευτικών σκευασμάτων, όμως, με πιο δημοφιλές το Ozempic, μπορούν να «χαρίσουν» αδύνατο σώμα χωρίς δίαιτα. Το Ozempic περιέχει την ουσία σεμαγλουτίδη, που χορηγείται σε άτομα με διαβήτη. Μία από τις ιδιότητες της συγκεκριμένης ουσίας είναι ότι μειώνει το αίσθημα της πείνας, κάτι που οδηγεί τους καταναλωτές της να τρώνε λιγότερο και συνεπώς να αδυνατίζουν. Αυτή της η ιδιότητα έχει κάνει το Ozempic περιζήτητο. Η επωνυμία του έκανε τον γύρο του διαδικτύου για πρώτη φορά μετά τις φήμες ότι το χρησιμοποίησε η Κιμ Καρντάσιαν για να καταφέρει να χωρέσει τις καμπύλες της στο φόρεμα της Μέριλιν Μονρόε που φόρεσε στο Met Gala του 2022. Η καινοφανής ευκολία στην απόκτηση ενός αδύνατου σώματος, σε συνδυασμό με την επιστροφή των εξαιρετικά αδύνατων μοντέλων στις πασαρέλες, από τις οποίες είχαν εξοστρακιστεί, μαρτυρά μια αμφισημία των σύγχρονων κοινωνιών ως προς το ποια σώματα θεωρούνται όμορφα και επιθυμητά. Μπορούμε, προσέτι, να μιλάμε για κουλτούρα της δίαιτας χωρίς δίαιτα; Με τι κόστος;

Πληκτρολογώντας για πρώτη φορά τη λέξη «Ozempic» στο Google, η επόμενη λέξη που εμφανίζεται αυτόματα είναι η «τιμή». Στη δε λίστα με τις εννιά ακόμα που ακολουθούν, καμία δεν έχει να κάνει με τις πιθανές παρενέργειες του φαρμάκου, λες και όσοι το ψάχνουν δεν θέλουν να πληροφορηθούν για τις βλάβες που ενδέχεται να προξενήσουν στην υγεία τους κατά την προσπάθειά τους να αποκτήσουν «το σώμα των ονείρων τους». Οι πιο συνηθισμένες παρενέργειες του Ozempic στα διαβητικά άτομα είναι η ναυτία, οι εμετοί, οι διάρροιες και η δυσκοιλιότητα, ενώ υπάρχει μια προειδοποίηση του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, η οποία πηγάζει από την ανάπτυξη όγκων του θυρεοειδούς σε τρωκτικά, σε εργαστηριακές συνθήκες. Επίσης, υπάρχει προειδοποίηση περί πιθανής επικινδυνότητάς του για όσα άτομα έχουν ιστορικό παγκρεατίτιδας ή ορισμένου τύπου καρκίνο του θυρεοειδούς. Για τις παρενέργειές του σε άτομα που το χρησιμοποιούν «αντί δίαιτας», δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. 

Γενικότερα, υπάρχει μια κανονικοποίηση της φαρμακευτικής ουσίας του Ozempic σε επίπεδο κοινωνικών αναπαραστάσεων. Οι λαϊφστάιλ ιστότοποι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτα με κείμενα για τη σεμαγλουτίδη και το ποιες σελέμπριτι χρησιμοποιούν το πλέον περίφημο (συνταγογραφούμενο) φαρμακευτικό σκεύασμα, όπως κάποτε έβριθαν από θαυματουργές δίαιτες και άρθρα για τα οφέλη της παπάγιας. Ο δημοσιογράφος Μάθιου Σνάιερ αναφέρει στο The Cut ότι σε συγκεκριμένους κύκλους της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, όπως σε αυτούς που δημιουργούν οι επαγγελματίες της μόδας, της ομορφιάς και όσων διαμορφώνουν το σύγχρονο λαϊφστάιλ, το Ozempic, λόγω έλλειψης και υψηλού κόστους, έχει γίνει σύμβολο στάτους.

Τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Πρόσφατα ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος πρότεινε «να ελεγχθούν περαιτέρω οι ιατροί για το ενδεχόμενο έκδοσης ψευδών γνωματεύσεων, με αποτέλεσμα να παρακάμπτονται τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και να μην τηρούνται οι εγκεκριμένες ενδείξεις χορήγησης του φαρμάκου μόνο σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Διότι πανθομολογείται ότι συνταγογραφείται τελικά για τον έλεγχο του βάρους, με πολλούς χρήστες του φαρμάκου να το βεβαιώνουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή