Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να μην κάνουμε τίποτα;

Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να μην κάνουμε τίποτα;

Μια μικρή απόπειρα αναμέτρησης με τη -σχεδόν χαμένη- τέχνη του να μην κάνεις τίποτα και του αδειάσματος του μυαλού μας.

10' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Έχω βολευτεί αναπαυτικά σε μια ξαπλώστρα, και προσπαθώ να κάνω μια απλή άσκηση: να μην κάνω τίποτε άλλο πέρα από το να κοιτάζω τη θάλασσα μπροστά μου και τον ορίζοντα με τον οποίο ευθυγραμμίζεται. Ο ταπεινός στόχος μου είναι να διώχνω τις ενοχλητικές σκέψεις και να απολαμβάνω την πολυδιαφημισμένη Στιγμή και το ιερό Παρόν, την τύχη μου δηλαδή να βρίσκομαι σε αυτό το ειδυλλιακό ή, αλλιώς, ινσταγκραμικό σημείο της χώρας, απαλλαγμένος από τα συνήθη προβλήματα που βιώνει ένας άνθρωπος του καιρού του, ζητήματα οικονομικής, ιατρικής και ενίοτε υπαρξιακής φύσης, όπως το αν θα κάνω ποτέ ένα πραγματικά viral σχόλιο στα σόσιαλ μίντια ή αν θα καταφέρω ποτέ να πάρω σύνταξη. Με απλά λόγια, αγωνίζομαι εναντίον των χιλιάδων περισπασμών που απειλούν την ψυχική μου ηρεμία.

Το σχέδιό μου μοιάζει βγαλμένο από κάποιο βιβλίο αυτοβοήθειας, που ακολουθεί τη βουδιστική μόδα. Ακόμη και το πιο απλό ωστόσο, η συνειδητή αναπνοή, όταν γίνεται μέσο για την εκπλήρωση ενός σκοπού, αποδεικνύεται κοπιαστικό. Στο βιβλίο Σκέψου σαν μοναχός, ο χαμογελαστός σούπερ σταρ των σόσιαλ μίντια και podcaster Τζιμ Σέτι το λέει ξεκάθαρα: Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν τον διαλογισμό γιατί τον βρίσκουν δύσκολο και κουραστικό. Στη θεωρία, το να μην κάνεις τίποτα παρά να αναπνέεις και να αφήνεις τον νου σου ελεύθερο, ακούγεται καλή ιδέα, όμως, στην πράξη είναι πραγματικός βραχνάς. Αν τα καταφέρεις, βέβαια, η ανταμοιβή είναι δεδομένη. Απόδειξη, τα γαλήνια πρόσωπα των γιόγκι, των μοναχών και των επιτυχημένων influencers. «Μέχρι σήμερα», γράφει ο Σέτι, «έχω ζήσει πολλούς όμορφους διαλογισμούς. Έχω γελάσει, έχω κλάψει και η καρδιά μου έχει νιώσει πιο ζωντανή από όσο θεωρούσα εφικτό. Η χαλάρωση, η αίσθηση αιώρησης, η ησυχία και η ευτυχία θα έρθουν κάποια στιγμή. Τελικά, η διαδικασία είναι τόσο ευχάριστη όσο και το αποτέλεσμα».

Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να μην κάνουμε τίποτα;-1
Φωτογραφία: Alfred Gescheidt / Getty Images/ Ideal image

Στη στάση του λωτού

Η άσκησή μου πλησιάζει την πρακτική του διαλογισμού, παρόλο που δεν σκόπευα να γίνει τόσο πειθαρχημένη. Θέλω απλώς να στέκομαι απέναντι από τον ορίζοντα και ταυτόχρονα να μην κάνω και να μη σκέφτομαι τίποτα. Τόσο πολλά ζητάω; Έχω μια αρκετά θετική στάση απέναντι στον διαλογισμό, αλλά απέχω πολύ από το να στέκομαι ακίνητος, επί ώρες, στη στάση του λωτού. Όπως όλα, είναι ζήτημα εξάσκησης, αλλά προς το παρόν τα δέκα με δεκαπέντε λεπτά της ώρας είναι το όριό μου. Ύστερα από αυτό το χρονικό διάστημα, αντίθετα απ’ ό,τι περιγράφει ο Σέτι, η διαδικασία γίνεται επώδυνη και δυσάρεστη. Το πρόβλημα είναι ότι στην καθημερινή μου ζωή δεν βρίσκω τον χρόνο να σταθώ ακίνητος, μόνος με τον εαυτό μου, και να εστιάσω στην αναπνοή μου. Όμως εδώ, μόνος στην καταπληκτική αυτή παραλία, το σκηνικό μοιάζει να έχει στηθεί αποκλειστικά και μόνο για μένα. Είμαι στο θεραπευτικό Τρούμαν σόου, όλοι έχουν απομακρυνθεί και η συνθήκη μού φωνάζει: Χαλάρωσε και απόλαυσε επιτέλους το τίποτα, που στην ουσία είναι τα πάντα. Ωστόσο, όσο πιέζω τον εαυτό μου να χαλαρώσει, τόσο πιο αποτυχημένη γίνεται η προσπάθειά μου.

Αρχίζω να πιστεύω ότι στην πραγματικότητα δεν θέλω καθόλου να ασκήσω το δικαίωμα της εις βάθος χαλάρωσης. Ή δεν μπορώ. Η εμπειρία αποδεικνύεται πολύ πιο επίμοχθη από όσο είχα φανταστεί, καθώς το μυαλό μου αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί, επιστρέφοντας με συνέπεια στις σταθερές μου έγνοιες. Τι θα γίνει με τον διευθυντή που δεν σε προσέχει, τι θα γίνει με τα παιδιά που δεν ικανοποιούνται ποτέ, πώς θα πληρώσεις την επόμενη δόση του στεγαστικού, τι θα γίνει με την κλιματική αλλαγή;

Σε αυτόν τον κόσμο μάς κατακλύζει όλους ένα μεγάλο παράπονο, γιατί σχεδόν κανείς μας δεν είναι ικανοποιημένος. Από τον πιο πλούσιο έως τον πιο φτωχό, όλοι θέλουν κάτι περισσότερο. Μοιραία, ο νους μας είναι καταδικασμένος να τρέχει διαρκώς, σαν ένας μεταμοντέρνος Σίσυφος που προσπαθεί να εξασφαλίσει μια ανέφικτη ισορροπία. Ακόμη και η ίδια η επιδίωξή μου για χαλάρωση και εστίαση στο τίποτα έχει κάτι το ψυχαναγκαστικό. Δεν αρκούμαι στην όποια ηρεμία έχω κατακτήσει, θέλω ακόμη περισσότερη.

Σωσίβια στον Παράδεισο

Επειδή με γνωρίζω αρκετά καλά πια, έχω φροντίσει εγκαίρως, πριν ξεκινήσω τις διακοπές μου, να προμηθευτώ όλα τα απαραίτητα σωσίβια, τα ψυχικά εκείνα υποκατάστατα της γαλήνης, τα καταναλωτικά προϊόντα που θα απαλύνουν το άχθος της άμεσης επαφής με τον εαυτό μου, που θα με βοηθήσουν να ξεχαστώ, και θα απαλύνουν τον τρόμο του κενού που θα βιώσω όταν θα βρεθώ, επιτέλους, μόνος μου στην ξαπλώστρα, χωρίς συγκεκριμένο έργο να επιτελέσω. Έχω πείσει τον εαυτό μου ότι στις διακοπές θα κάνω όλα αυτά που δεν έκανα στην καθημερινότητά μου και θα γευτώ την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Οι διακοπές μου θα είναι κάτι σαν μια πρόγευση του Παραδείσου, της εποχής που δεν θα τρέχω πίσω από τις υποχρεώσεις, αλλά θα ορίζω εγώ απολύτως τον χρόνο μου.

Το παράδοξο υψώνεται πάνω μου σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Ακόμη και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει ότι οι διακοπές είναι ένα είδος απόδρασης από την κανονικότητα. Την ίδια ώρα, όμως, επιθυμώ να δραπετεύσω από την απόδρασή μου και να τη μετατρέψω επίσης σε δουλειά. Ίσως ήρθε η στιγμή να παραδεχτώ ότι είμαι αθεράπευτα εργασιομανής, ένας παθολογικός προτεστάντης, ο οποίος επινοεί διαρκώς λίστες εργασιών προκειμένου να δικαιολογεί την ύπαρξή του σε αυτό το μάταιο σύμπαν. Οι διακοπές γίνονται η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Όπως έγραφε και ο Φερνάντο Πεσόα, όπου κι αν ταξιδέψεις, θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Αν δεν μπορείς να ηρεμήσεις εδώ, δεν θα μπορέσεις να ηρεμήσεις πουθενά.

Ο πολιτισμός μας, ωστόσο, απαντά σε αυτό το αδιέξοδο με αυτό που γνωρίζει να κάνει καλύτερα, προσφέροντάς μας λαμπερά υποκατάστατα για να γεμίσουμε το κενό μας. Μου έχω θέσει μια φαινομενικά πολύ απλή πρόκληση και, για να την αποφύγω, έχω γεμίσει μια διαφημιστική οικολογική τσάντα του New Yorker με αναλγητικά, όπως βιβλία, σημειωματάρια, στιλό και περιοδικά. Τόση είναι η απόγνωσή μου μπροστά στο τίποτα. Όπως ο καπνιστής σε μια δύσκολη στιγμή, έτσι κι εγώ, κάθε φορά που απελπίζομαι από την αεργία, βάζω το χέρι μου στο μαγικό καπέλο και βγάζω τον λαγό που θα με σώσει με αξιοπρέπεια. Εδώ, το κινητό τηλέφωνο αναδεικνύεται σε σανίδα σωτηρίας. Χωρίς τη διαμεσολάβηση της οθόνης, τίποτα δεν είναι πραγματικά υποφερτό.

Ταξίδι στο Πουθενά

Καταφεύγω και πάλι στη συσσωρευμένη σοφία των βιβλίων και υπογραμμίζω αποσπάσματα κειμένων που με εμπνέουν, με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψω την εξήγηση της αδυναμίας μου να μην κάνω τίποτα: «Στην εποχή της ταχύτητας, άρχισα να σκέφτομαι, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο αναζωογονητικό από το να κινείσαι αργά. Στην εποχή της διάσπασης της προσοχής, τίποτα δεν μπορείς να νιώσεις ως πιο πολύτιμο από το να εστιάζεις κάπου την προσοχή σου. Και στην εποχή της συνεχούς κίνησης, τίποτα δεν είναι πιο επείγον από το να κάθεσαι ακίνητος. Σε τρεις μήνες από τώρα μπορεί να πας διακοπές στο Παρίσι ή στη Χαβάη ή στη Νέα Ορλεάνη και να περάσεις καταπληκτικά, είμαι σίγουρος. Όμως, αν θέλεις να γυρίσεις πίσω και να νιώθεις νέος –γεμάτος ζωντάνια, νέες ελπίδες και ερωτευμένος με τον κόσμο–, νομίζω ότι το μέρος που πρέπει να επισκεφθείς είναι το Πουθενά», γράφει ο Πίκο Άγιερ στο βιβλίο Η τέχνη της ηρεμίας (εκδ. Key Books).

Λίγα μέτρα παραδίπλα από το πεδίο των διακοπτόμενων ονειροπολήσεών μου, άλλοι λύνουν σταυρόλεξα ή επιδίδονται στο πλέον δημοφιλές σπορ αποφυγής της απειλητικής σιωπής, που είναι η ψιλοκουβέντα με τους συνανθρώπους. Από ό,τι καταλαβαίνω, βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι. Κοιτάζουμε καχύποπτα αυτόν που απλώς κάθεται στην ξαπλώστρα του δίχως να κάνει το παραμικρό και αναρωτιόμαστε από τι άραγε να πάσχει. Μήπως να τον βοηθούσαμε να επανέλθει στην πραγματικότητα; Βέβαια, εκείνος δεν έχει τέτοια ανάγκη. Πιθανότατα, η ασθένειά του είναι ανύπαρκτη. Εκείνος είναι ο υγιής και εμείς οι «προβληματικοί». Νομίζουμε ότι με το να είμαστε λειτουργικοί διαρκώς θα εξασφαλίσουμε κάποιο βραβείο. Αλλά ο άνθρωπος που απλώς υπάρχει και απολαμβάνει αυτό που είναι κι αυτό που έχει μας μοιάζει ύποπτος, γιατί πιθανώς αντιλαμβάνεται πόσο αγχωμένοι είμαστε όλοι με το να υπερπροσπαθούμε. 

Παρατηρώντας τις μικροενοχλήσεις και τις κατά τόπους εντάσεις που ανακύπτουν γύρω μου, σκέφτομαι να παραφράσω τη διάσημη ρήση του Μπλεζ Πασκάλ, «όλα τα προβλήματα του ανθρώπου ξεκινούν από το γεγονός ότι δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα μόνος του σε ένα δωμάτιο», και στη θέση του δωματίου να βάλω μια παραλία. Έχουμε υποστεί όλοι το βασανιστήριο να ταξιδέψουμε ώς εδώ, στην ακροθαλασσιά (η λέξη travel προέρχεται απ’ τη λατινική trepalium, που σημαίνει βασανιστήριο), και αντί να απολαύσουμε ήσυχα την εγγενή ομορφιά του τόπου επιδιδόμαστε σε ένα σωρό ενεργητικές δραστηριότητες, που μας αποσπούν την προσοχή από την απλότητα των πραγμάτων. Δεν αντέχουμε την ομορφιά και είτε θέλουμε να τη μοιραζόμαστε στα σόσιαλ μίντια ή να τη συζητάμε σαν τρόπαιο. Ένας καλός μου φίλος μού έκανε δώρο ένα ζευγάρι ογκώδη ασύρματα ακουστικά, για να στέλνω ευκρινές σήμα στο περιβάλλον μου ότι θέλω να μείνω μόνος με τις σκέψεις μου. Το θέμα, όμως, είναι ότι ακόμη και η μουσική αποτελεί μια πρώτης τάξης διέγερση, μια σαγηνευτική δύναμη που με επηρεάζει βαθιά συναισθηματικά και δεν καταφέρνει να σιγήσει τον εσωτερικό μου κριτή. Λατρεύω τη μουσική, αλλά δυστυχώς λειτουργεί και αυτή υπονομευτικά στην άσκησή μου.

Όταν ψάχνουμε εξιλαστήριο θύμα για τα δεινά, τις αποτυχίες και τις ατυχίες μας, ένα από τα πρώτα και αβίαστα πράγματα που έρχονται στο μυαλό μας –εκτός από τη μαμά μας, όσοι έχουμε κάνει κάποιο είδος ψυχοθεραπείας– είναι η δουλειά. Ιδίως όσοι από εμάς αγαπάμε τη δουλειά μας, ξέρουμε ασυνείδητα ότι, αν για κάποιο λόγο σταματούσαμε να εργαζόμαστε, δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε. Είναι τόσο συνυφασμένη με το νόημα της ζωής μας, ώστε η απουσία της να μας προκαλεί κανονικό τρόμο. Δεν λέω, με τη δουλειά φτάσαμε μέχρι το φεγγάρι, αλλά η υπεραπόδοση των ανεπτυγμένων προμετωπιαίων λοβών μας έχει κι ένα αξιοπρόσεκτο τίμημα. Η δουλειά μάς εξαντλεί. Φτάνουμε στο σημείο να χάνουμε τη διαύγειά μας, να επαναλαμβανόμαστε, να κάνουμε λάθη, διότι πολύ απλά αδυνατούμε να πατήσουμε ένα καλό pause και για ένα διάστημα να μην κάνουμε τίποτα. Μας έχει μπερδέψει ο αέναος ανταγωνισμός, μα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε μηχανές. Η ανθρώπινη ενέργεια είναι πεπερασμένη. Αν δεν ίσχυε αυτό, δεν θα χρειαζόμασταν τον ύπνο.

Η κουλτούρα της αποδοτικότητας

Επηρεασμένος από το βιβλίο Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα της Σελέστε Χέντλι (εκδ. Πατάκης), έχω αρχίσει να πιστεύω ότι η ρίζα του προβλήματος είναι η κουλτούρα της αποδοτικότητας. Στις ΗΠΑ έχει ονομαστεί hustle culture. Προωθείται από δεκάδες στελέχη και δισεκατομμυριούχους, οι οποίοι δηλώνουν ότι δουλεύουν 20 ώρες τη μέρα και ότι κοιμούνται, αν χρειαστεί, κάτω από το γραφείο τους. Για διακοπές, ούτε λόγος. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε ποτιστεί τόσο πολύ από την εργασιακή ηθική της διαρκούς διαθεσιμότητας, με το να είμαστε πολυάσχολοι και να κυνηγάμε στόχους, που όταν θέλουμε ή αναγκαζόμαστε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, μοιάζουμε με χαλασμένη πυξίδα. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε ξαπλωμένοι σε μια παραλία, χωρίς δουλειά ή άλλη υποχρέωση, και γι’ αυτό το ρίχνουμε σε ένα ατέλειωτο σκρόλινγκ προϊόντων και εμπειριών. Όσο ελκυστική και αν είναι στα χαρτιά, η απραξία είναι αποσταθεροποιητική. Στο Εγκώμιο της απραξίας, ο Φρανσουά Ζυλλιέν (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) μας λέει ότι στη Δύση θέτουμε στόχους, τους οποίους κυνηγάμε με τη σκληρή δουλειά. Αντιθέτως, στην Ανατολή, οι άνθρωποι μπαίνουν στη ροή των πραγμάτων και κινούνται βάσει του «καιρού», δεν στοχοθετούν. Η απραξία, με άλλα λόγια, είναι εδώ μια θαυμάσια στρατηγική καλής ζωής, μια τέχνη που υπερβαίνει την τεχνική. Πώς να την ασκήσεις, ωστόσο, μέσα σε ένα περιβάλλον που σε πιέζει να δρας διαφορετικά;

Βραδιάζει και είμαι ακόμη στην περίφημη ξαπλώστρα, που έχει αρχίσει να παίρνει το σχήμα του σώματός μου με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν τα στρώματα με το αφρώδες υλικό. Το έχω πάρει απόφαση ότι δεν θα κατορθώσω να ολοκληρώσω την άσκησή μου. Η προσοχή μου είναι διάτρητη και ψάχνω διαρκώς γύρω μου για ανταμοιβές. Είμαι, όπως είπα, άνθρωπος του 21ου αιώνα. Περιμένω να δύσει ο ήλιος, δοκιμάζοντας την τύχη μου στα σκοτάδια και το έργο μου γίνεται αισθητά πιο προσιτό. Στην παραλία τώρα διαβιούν μόνο σμήνη ανελέητων κουνουπιών και πεινασμένων εφήβων με κινητά τηλέφωνα. Ο Ιμάνουελ Καντ θεωρούσε την ενατένιση του έναστρου ουρανού το πιο Υψηλό Θέαμα στη φύση, «μια μορφή υπερβατικού διαλογισμού που μπορούσε να προσφέρει τεράστια βοήθεια στην αντιμετώπιση των καθημερινών βασάνων», όπως αναφέρεται στην Τέχνη της ηρεμίας του School of life (εκδ. Πατάκης). Τελικά, ο σκοπός της άσκησής μου ήταν να νιώσω δέος γι’ αυτό που με περιβάλλει. Να δω το τετριμμένο ως μοναδικό. Κάτι που μπορεί να αναχθεί και σε προσωπικό επίπεδο.

Αναμετρήθηκα ανεπιτυχώς με την απραξία, ξεχνώντας ότι αυτά τα πράγματα απαιτούν χρόνο και, επιπλέον, σου ζητούν να πάψεις να προσπαθείς. Το δώρο της ανίας δεν παράγει εντυπωσιακές εικόνες unboxing. Το κενό δεν έχει φωτογένεια. Για να μην κάνεις τίποτα θα πρέπει να αποβάλεις το άγχος τού τίποτα και να παραδοθείς στην τεμπελιά. Γράφοντας, ωστόσο, ένιωσα ότι ήρθα ένα βήμα πιο κοντά. Ίσως την επόμενη φορά να βοηθήσει και ένα ποτήρι ούζο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή