Είναι αυτή η πιο ανθρώπινη εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο;

Είναι αυτή η πιο ανθρώπινη εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο;

Κάθε βράδυ 10 με 12, στα Στιγμιότυπα του ΣΚΑΪ 100,3 ο Βασίλης Κουφόπουλος βγάζει στον αέρα συνανθρώπους μας που έχουν κάτι να μοιραστούν. Βρεθήκαμε στο στούντιο και συνειδητοποιήσαμε ότι ο κοινωνικός ρόλος του ραδιοφώνου είναι αξεπέραστος.

8' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Στιγμιότυπα, ΣΚΑΪ 100,3, σας περιμένουμε και απόψε, κυρίες και κύριοι, στον αέρα του ΣΚΑΪ, για να ακούσουμε τις δικές σας θέσεις και απόψεις. Ήδη οι πρώτοι ακροατές είναι μαζί μας – ο κ. Βασίλης από την Άνδρο, όπως κάθε βράδυ Παρασκευής, πρώτος πρώτος. Καλησπέρα σας». Το ρολόι στο ραδιοφωνικό στούντιο δείχνει δέκα και πέντε, οι γραμμές έχουν ανοίξει και ο δημοσιογράφος Βασίλης Κουφόπουλος έχει το λάπτοπ του ανοιχτό και υποδέχεται τους ακροατές στον αέρα της καθημερινής εκπομπής Στιγμιότυπα. Καθημερινά, αυτές οι δύο ώρες, από τις δέκα μέχρι τις δώδεκα, αποτελούν τη μοναδική στιγμή στο πρόγραμμα του ενημερωτικού σταθμού που το στούντιο μετατρέπεται σε ένα σαλόνι. Οι κουβέντες των αόρατων καλεσμένων μπαίνουν σε ανοιχτή ακρόαση και φτάνουν σε κάθε άκρη της Ελλάδας και της ομογένειας. 
Πίσω από το τζάμι του στούντιο, η συσκευή στο τηλεφωνικό κέντρο του σταθμού χτυπάει αραιά. «Υπάρχουν μέρες που γίνεται πανικός, υπάρχουν μέρες που είναι ήρεμα τα πράγματα, όπως σήμερα», λέει η Αργυρώ Γεμελιάρη, τηλεφωνήτρια του σταθμού. Σημειώνει σε ένα χαρτί το ονοματεπώνυμο του ακροατή ή της ακροάτριας που θέλει να βγει στον αέρα μετά τις δέκα, και δίπλα το τηλέφωνό του. «Θα σας πάρουμε λίγο πριν βγείτε στον αέρα. Εντάξει;» τους εξηγεί, τους ευχαριστεί και ύστερα κατεβάζει το ακουστικό. Βλέποντας τα ονόματά τους, αναρωτιέμαι. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί έχουν την ανάγκη να τηλεφωνήσουν και να μοιραστούν την έννοια τους στο ραδιόφωνο; Το τηλέφωνο χτυπάει, κάποιος ρωτάει πότε θα παίξει το Survivor.

Η ταυτότητα των ακροατών 

«Περίπου δώδεκα έως δεκαπέντε άτομα “βγαίνουν” στο δίωρο που ανοίγουν οι γραμμές», μου λέει η κ. Γεμελιάρη. «Υπάρχουν κάποιοι που είναι οι “σταθεροί πελάτες” του Βασίλη, λένε διάφορα. Εννέα στους δέκα είναι μοναχικοί άνθρωποι, από 60 και άνω. Κάποιοι μας παίρνουν από τον δρόμο, όταν ακούν την εκπομπή, αλλά οι περισσότεροι μένουν στο σπίτι και παίρνουν γιατί δεν έχουν σε ποιον να πουν τα προβλήματά τους, αυτά που τους απασχολούν. Έχει τύχει να μας λένε και πιο ανησυχητικά πράγματα, ορισμένοι χρειάζονταν βοήθεια. Θυμάμαι κάποιον που έπαιρνε τηλέφωνο συνέχεια, ήταν άστεγος, αλλά απ’ όσο ξέρω, δυστυχώς, πέθανε. Άλλος ήταν ενενήντα χρονών, έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και τον βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε».

Στη διάρκεια της εκπομπής, βλέπω τον Βασίλη Κουφόπουλο να κρατάει δύο μικρά σημειωματάρια, ενωμένα με λαστιχάκι. Στο ένα σημειώνει τις σκέψεις και τις ιδέες του. Στο δεύτερο σημειώνει περιπτώσεις ακροατών που μπορεί να χρειαστούν βοήθεια. «Ζητάω την άδειά τους να τους πάρω τηλέφωνο εκτός εκπομπής και προσπαθώ να τους φέρω σε επικοινωνία με το σύστημα. Ρωτούν για τις συντάξεις τους, τα επιδόματα, το Market Pass που δεν μπήκε, κάποιο πρόβλημα υγείας που έχουν», λέει ο δημοσιογράφος σε κάποιο διάλειμμα της εκπομπής. 

Μια ραδιοφωνική παρέα

Ο λόγος στον κ. Βασίλη από την Άνδρο: «Κύριε Βασίλη, ένα ωραίο ευχάριστο [sic] και θα σας το πω. Προχθές από το Γαύριο, το λιμάνι, πήγα με το λεωφορείο στη Χώρα. Κουβεντιάζαμε με μια κυρία περί ανέμων και υδάτων, όταν ξαφνικά μια κυρία από πίσω με ρωτάει: “Μήπως είστε ο κύριος Βασίλης που μιλάτε στον ΣΚΑΪ;”. Ναι, της λέω. «Ξέρετε, εμείς την εκπομπή του κ. Κουφόπουλου τη βλέπουμε (sic) κάθε βράδυ, όλη η παρέα μας. Βέβαια, δεν μιλάμε, αλλά την ακούμε. Και ειδικά την Παρασκευή, που ακούμε και εσάς, ένας λόγος παραπάνω”. Αυτό να ξέρετε, είστε πολύ ωραίος». Στη συνέχεια, ο κ. Βασίλης, με την ανδριώτικη ντοπιολαλιά του (ο δημοσιογράφος δίνει σημασία στον ήχο της ντοπιολαλιάς, καθώς η ομογενοποίηση της ελληνικής προφοράς –τα λεγόμενα «αθηναϊκά»– τον νευριάζει), πιάνει το νήμα της ιστορίας από το βίωμα της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων, για να εξηγήσει ότι πρέπει να ακολουθηθεί σχέδιο ανάπτυξης για την κατεστραμμένη Θεσσαλία. «Η Ελλάδα που ζήσαμε ήταν ένα δράμα. Ας είναι καλά η ΟΥΛΕΝ, το Σχέδιο Μάρσαλ, κερδίσαμε λεφτά όσοι μείναμε στην πόλη, αλλά ήμασταν πνιγμένοι σαν τους ποντικούς τους κατοχικούς μήνες. Γι’ αυτό σκεφτήκαμε να αγοράσουμε ένα οικόπεδο στα νησιά. Προσέξτε όμως! Δεν πήραμε τα χωράφια τους, εκεί που οι άνθρωποι βγάζουν το βιος τους, αλλά χτίσαμε στα κατσικόβραχα, εκεί που δεν φυτρώνει ούτε αγκάθι. Δώσαμε τα ωραία μας τα λεφτά, οι άνθρωποι μας έδωσαν τα χωράφια τους και από τον 18ο αιώνα τούς πήγαμε στον 21ο. Εγώ δεν θέλω να πω τι έκανα, αλλά με αυτά τα λεφτά εκείνοι οι άνθρωποι έβαλαν ρεύμα, πήραν μηχανήματα να σκάβουν τη γη, αγόρασαν πλυντήρια».

Μερικά τηλεφωνήματα αργότερα βγαίνει στον αέρα η κ. Χρυσούλα από τη Νέα Σμύρνη, η οποία είχε καιρό να επικοινωνήσει με τα Στιγμιότυπα. «Ήθελα να πω καλησπέρα σε όλους, αλλά πιο πολύ στον κ. Βασίλη από την Άνδρο, τον οποίο εκτιμώ πάρα πολύ. Μου θυμίζει τον παππού που έχει τριγύρω τα εγγονάκια του, μιλάει πολύ νοσταλγικά και πολύ συγκροτημένα». Η κ. Χρυσούλα μεταφέρει μια είδηση που άκουσε σε έναν άλλο ραδιοφωνικό σταθμό και η οποία αφορούσε ένα κοπάδι αλόγων που εμφανίστηκαν ελεύθερα στο τέρμα της συνοικίας του Υμηττού και μπορούν να φτάσουν μέχρι την αντίθετη πλευρά του βουνού στο Κορωπί, και απορεί πώς γίνεται αυτό.

Είναι αυτή η πιο ανθρώπινη εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο;-1
Η Δήμητρα Σταματίου επιμελείται τον ήχο της εκπομπής, όσο ο Βασίλης Κουφόπουλος διαβάζει μηνύματα ακροατών στον αέρα. Φωτ. Βαγγέλης Ζαβός

«Θέλουμε τον κ. Δημήτρη/Μητσάρα τον Αλογομούρη, που έχει και εμπειρία», λέει αστειευόμενος, αναφερόμενος σε έναν σταθερό ακροατή της εκπομπής που συστήνεται έτσι. Τα γέλια της κ. Χρυσούλας φτάνουν στα ακουστικά του στούντιο. «Εγώ σκέφτηκα τον κ. Τάκη από το Λαγονήσι που επικοινωνεί με την εκπομπή». Η κουβέντα κλείνει με τον δημοσιογράφο να συνηγορεί πως το βασικό χαρακτηριστικό της εκπομπής είναι πως οι ακροατές έχουν τηλεπάθεια.

Πέρα όμως από τις θεωρίες περί ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, εδώ υπάρχει κάτι. Οι άνθρωποι που τηλεφωνούν στην εκπομπή επικοινωνούν με άλλους ακροατές και ακροάτριες που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους, δεν ξέρουν καν πώς μοιάζουν. Παρ’ όλα αυτά, στέλνουν χαιρετίσματα ο ένας στον άλλο. Απαντούν ετεροχρονισμένα σε σχόλια που γίνονται από ακροατές και ακροάτριες σε προηγούμενες εκπομπές (όπως η κ. Ηλιάνα από την Πάτρα, που απαντάει σε σχόλιο του κ. Λεωνίδα σχετικά με την εμπλοκή της Μητρόπολης Πατρών στην προώθηση υποψήφιων δημοτικών συμβούλων). Δίνουν την εντύπωση μιας κοινότητας ανθρώπων που συνδέονται μόνο με τους ήχους που παράγουν και τις λέξεις που βάζουν στη σειρά, την ανάγκη τους να μοιραστούν τη δική τους πραγματικότητα. «Αυτό είναι το όλο νόημα της εκπομπής: η επικοινωνία με τους ανθρώπους. Να φύγουμε μακριά από την έννοια του talk radio. Προτιμώ να είναι χαρούμενη, παρά τα προβλήματα. Άλλοι λένε ότι το υποβιβάζω, άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να ορίσουμε το τι θα λέμε, να είναι προκάτ. Δεν μου αρέσει η μονοκαλλιέργεια. Εδώ, απ’ όλα έχει ο μπαξές», σημειώνει ο δημοσιογράφος.

Είναι αυτή η πιο ανθρώπινη εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο;-2
Φωτ. Βαγγέλης Ζαβός

Ναυμαχίες και θεωρίες συνωμοσίας

O κ. Ίων (ηλικία και τοποθεσία άγνωστη) βρίσκει ένα βίντεο για «ψεκασμούς» στο YouTube (ανεβασμένο και στο ΤikTok του) και προτείνει πως πρέπει να ζητήσουμε αποζημίωση για όλα αυτά που συνέβησαν στους  Έλληνες αυτά τα δέκα χρόνια, καθώς η πηγή του κακού είναι τα τεχνητά σύννεφα στον ουρανό μας. Ο ειρμός χάνεται συχνά, η επικοινωνία σπάει με μικρές δόσεις ειρωνείας. «Ε, τι μπορείς να κάνεις; Τις προάλλες με πήραν τηλέφωνο νοσταλγοί της χούντας. Εντάξει, τραγικό». Σε προηγούμενη εκπομπή, με αφορμή τη σεξουαλική ταυτότητα του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανου Κασσελάκη, ο δημοσιογράφος αντέκρουε τα ομοφοβοχριστιανικά επιχειρήματα μιας ακροάτριας με την προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. «Όταν μου λένε κάτι τέτοια, δεν το αφήνω έτσι».

Ο κ. Κώστας από την Πάτρα είναι Ναυπακτιώτης. Θέλει να μοιραστεί το γεγονός της αναπαράστασης της Ναυμαχίας του Λεπάντο, αλλά ο νους του ταξιδεύει στις απαρχές της ίδρυσης του λιμανιού. Έχουν περάσει τεσσεράμισι λεπτά ιστοριογραφίας. Ο Βασίλης Κουφόπουλος δίνει σήμα στη Δήμητρα Σταματίου, που επιμελείται τον ήχο, να ανοίξει το μικρόφωνο. «Κύριε Κώστα μας, φτάσαμε στη διακοπή. Σας είπαμε, δεν θα προλάβουμε», του λέει, αλλά ο κ. Κώστας συνεχίζει να αφηγείται για τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα. Αναγκαστικά, τον κόβει στον αέρα και απολογείται. Ακολουθεί δελτίο ειδήσεων και ύστερα του δίνει μερικά λεπτά στον αέρα, για να αποχαιρετιστούν σωστά. «Τον ακούω πάντοτε τον άλλο, δεν υποδύομαι. Ακόμα και τον κ. Κώστα με το Λεπάντο. Παρόλο που κάνει τον πρόλογο που κοντεύεις να αφήσεις τα κόκαλά σου, καταλαβαίνω πως τη στιγμή που λέει τα παλιά ονόματα της περιοχής του και μνημονεύει τον τόπο του, παίρνει ζωή απ’ αυτό». Ο κ. Λάμπρος από τη Νίκαια είναι 94 ετών, πρώην καταδρομέας. Τώρα παίρνει τον ρόλο του Θουκυδίδη και εξιστορεί τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο δημοσιογράφος λέει στην κ. Σταματίου να βρει ένα τραγούδι του Ναυτικού, το οποίο μπαίνει ως ταιριαστό μουσικό χαλί στην αφήγηση του κ. Λάμπρου. Αυτοσχεδιασμός και πλάκα. Ύστερα, ο κ. Λάμπρος αφιερώνει ένα εθνικοπατριωτικό άσμα στον αέρα, ακούγονται φωνές από πίσω του, στέλνει χαιρετίσματα σε ένα σωρό άτομα. «Μπορεί να μας ακούγεται γραφικό, αλλά οι άλλοι που τον ακούν στο ραδιοφωνάκι τους περιμένουν τα χαιρετίσματά του. Αυτό το βράδυ, ο κ. Λάμπρος τούς μιλάει. Εδώ είναι το σημείο-κλειδί της εκπομπής, αυτή η αόρατη γέφυρα που ενώνει τους ανθρώπους». 

Είναι αυτή η πιο ανθρώπινη εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο;-3
Φωτ. Βαγγέλης Ζαβός

Συμπεράσματα και δεδομένα

Βέβαια, η αόρατη αυτή γέφυρα μπορεί να είναι και ένα ποίημα, όπως αυτά που απαγγέλλει ο κ. Αντώνης, «που ειδικεύεται στη μαρξιστική ποίηση, όπως αποδεικνύει η καριέρα του στην εκπομπή», σύμφωνα με τον δημοσιογράφο. «Ζήστε με τις αξίες σας, εγώ θα είμαι εκτός/ Δεν φόρεσα το φράκο σας ούτε θα βάλω σμόκιν. Εμένα με νανούρισε στη φάτνη μου ο Κροπότκιν/ Κι αν κάποτε αποδημήσω σε τόπο χλοερό, πάνω σε μία πλάκα θα ήθελα χαραγμένο ένα μηδενικό», απαγγέλλει ο κ. Αντώνης και ακολουθεί το Δεδομένο από τη Χάρις Αλεξίου. Μουσική και στίχοι του Μανώλη Ρασούλη.Λίγο πριν το ρολόι δείξει μεσάνυχτα, έχουν μιλήσει περίπου εννιά ακροατές και ακροάτριες. Στιγμιότυπα τέλος. Περάσαμε δύο ώρες μέσα στο στούντιο. Τα ακουστικά είναι περασμένα στα αυτιά, οι φωνές των ατόμων φτάνουν καθαρά στο τύμπανο του αυτιού. Αν αφαιρέσεις την αγκίστρωση στην ελληνική ιστορία, ακούς μεγάλους ανθρώπους που μένουν μόνοι τους, με μοναδική παρέα το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο. Μένουν ξύπνιοι μέχρι αργά μόνο και μόνο γι’ αυτά τα οκτώ λεπτά που θα βρεθούν στον αέρα. Μιλούν πολύ και ασταμάτητα. Ο λόγος τους είναι (συνήθως) δομημένος. Οι σκέψεις τους χάνονται μέσα στις ντοπιολαλιές και στην ανάγκη τους να επικοινωνήσουν, να διαβάσουν τα ποιήματά τους, να αφιερώσουν τραγούδια, να εκφράσουν τους προβληματισμούς τους, να πουν όσα τους απασχολούν, ακόμα και αν η πραγματικότητα του 2023 διαφωνεί μαζί τους. Το σημαντικό όμως είναι ότι επιδιώκουν την επικοινωνία

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή