«Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ»: Ενα ανυπόφορα οικείο σύμπαν επί σκηνής

«Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ»: Ενα ανυπόφορα οικείο σύμπαν επί σκηνής

Το αθηναϊκό μιούζικαλ του Εθνικού Θεάτρου αποτελεί απόδειξη πως αυτό το είδος θεάτρου δεν είναι πια παρεξηγημένο, αλλά χρειάζεται λίγο παραπάνω ραφινάρισμα

4' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το αθηναϊκό μιούζικαλ του Εθνικού Θεάτρου αποτελεί απόδειξη πως αυτό το είδος θεάτρου δεν είναι πια παρεξηγημένο, αλλά χρειάζεται λίγο παραπάνω ραφινάρισμα.

H νύχτα είναι μεγάλη και οι νυχτοφύλακες λίγοι στον Ευαγγελισμό, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας. Ένα φορείο, ένας μονότονος ήχος από μόνιτορ ζωτικών λειτουργιών. Ο Χάρος παραμονεύει με το δρεπάνι του, κινείται αργά και απειλητικά προς έναν ετοιμοθάνατο. Λίγο πριν το δρεπάνι αγγίξει το υποψήφιο θύμα, ο άντρας τεντώνει τα χέρια, αρπάζει τον κορμό του δρεπανιού και – με όλη τη σημασία της λέξης – χαροπαλεύει. Τον αιχμαλωτίζουν στο φορείο. Ο άντρας αγγίζει το πρόσωπο του, αφαιρεί το πλαστό του δέρμα αλά Τομ Κρουζ στο σύμπαν των ταινιών «Επικίνδυνη Αποστολή» και του χορηγεί ηρεμιστικές ενέσεις, προσπαθώντας έτσι να βοηθήσει τον γιο του Χάρου, ο οποίος εργάζεται ως γιατρός στην Ά Παθολογική Κλινική του Ευαγγελισμού, να αποκαταστήσει τη σχέση με τον πατέρα του.

Βέβαια, αυτό σημαίνει πως για λίγες ημέρες, θάνατος γιοκ. Το νοσοκομείο θα γεμίσει ετοιμοθάνατους ασθενείς που δε θα πεθαίνουν, οι συγγενείς των ασθενών θα κυνηγούν αέναα γιατρούς και νοσηλευτές να τους ενημερώσουν για την υγεία των ανθρώπων τους (και ή που θα τους δώσουν ελπίδα ή θα τους προσγειώσουν στην πραγματικότητα νέτα-σκέτα), το προσωπικό του νοσοκομείου δε θα παίρνει ανάσα, οι νοσηλευτές θα ψάχνουν τους γιατρούς, οι γιατροί τους προϊστάμενους, οι προϊστάμενοι, τον διευθυντή της Ά Παθολογικής Κλινικής, Απόστολο Παύλου (Χρήστος Λούλης), και τα τηλέφωνα θα χτυπούν συνέχεια στη γραμματεία. Και αν αυτό δεν είναι το χάος αποτυπωμένο στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του REX, τότε τι είναι;

«Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ»: Ενα ανυπόφορα οικείο σύμπαν επί σκηνής-1

«Ο Έλληνας δεν το ‘χει με τα μιούζικαλ», αναγράφεται σε μια οθόνη, η οποία τιτλοφορεί (και σχολιάζει) τις σκηνές του μιούζικαλ, το οποίο σκηνοθέτησαν οι Άγγελος Τριανταφύλλου και Δημήτρης Σταυρόπουλος, σε μουσική του πρώτου και λιμπρέτο του Γιάννη Αστέρη. Ίσως, και να έχουν και δίκιο, αν βάλουμε στην άκρη τα «λαϊκα» μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη που απευθύνονται σε όσους και όσες έχουν μεγαλώσει με παλιό ελληνικό κινηματογράφο.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η πραγματικότητα διαψεύδει κάπως το σχόλιό τους, καθώς το μιούζικαλ καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο στα ρεπερτόρια των θεάτρων της Αθήνας και η προσέλευση αποδεικνύει πως το κοινό αρκετά φιλοπερίεργο. 

Ενδεικτικά, οι μεταγραφές των ταινιών «Φθηνά Τσιγάρα», «Στρέλλα», «Σπιρτόκουτο» σε λιμπρέτα και την προσαρμογή τους στη σκηνή του θεάτρου, τη φετινή επιστροφή της «Απλής Μετάβασης» των Καραμουρατίδη – Ευαγγελάτου που αναβίωσε, τη μετατροπή της «Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη σε μιούζικαλ από τον Στέφανο Κορκολή και τις δουλειές της Θέμιδας Μαρσέλλου πάνω στην ελληνική εκδοχή των μεγάλων επιτυχιών του Μπρόντγουει. Να προσθέσουμε στη λίστα και το μιούζικαλ στο οποίο αναφερόμαστε και έκανε την πρεμιέρα του την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου.

«Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ»: Ενα ανυπόφορα οικείο σύμπαν επί σκηνής-2

Η περιγραφή του μιούζικαλ αναφέρει πως αυτή η παράσταση για τον χρόνο και την αγάπη, αναφέρεται «σε ένα σύμπαν ανυπόφορα οικείο και την ίδια στιγμή παράδοξα ανοίκειο». Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη (πιστή αναπαράσταση περιβάλλοντος νοσοκομείου, εμποτισμένη με γερές ενέσεις camp), τα οποία αναδεικνύονται και με τους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες ταύτισης με τον κόσμο του «Ευαγγελισμού» με έναν εξαιρετικό αλλά και «ανυπόφορα οικείο» τρόπο. Ομοίως, και ο θυμός της Κατερίνας Παπουτσάκη, ως σύντροφος ενός ασθενή που ο κορεσμός του ανεβοκατεβαίνει και αναζητά γιατρό και διάγνωση, η απόγνωση της Μαρίας Διακοπαναγιώτου που κλέβει την παράσταση με την έκταση της φωνής, η Ευαγγελία Καρακατσάνη στον ρόλο της προϊσταμένης η οποία παλεύει να ισορροπήσει τα ταραγμένα επίπεδα της ψυχραιμίας της και το παθολογικό κουτσομπολιό της Νικολέττας που αποτυπώνει νευραλγικά η Μαρία Γεωργιάδου.

Μπορεί να είναι «παράδοξα ανοίκειο» το σύμπαν ενός νοσοκομείου; Η εισβολή μιας προβεβλημένης εικαστικού (στο ρόλο, η Νατάσσα Μποφίλιου που αποδεικνύει ότι της ταιριάζει η θεατρική σκηνή) που συνδέει τη γεωγραφία του «Ευαγγελισμού» (σε κοντινή απόσταση από την Εθνική Πινακοθήκη και τη διασταύρωση των λεωφόρων Βασ. Σοφίας και Βασ. Κωνσταντίνου) με τις απόψεις περί τέχνης είναι μια -κάποια- απόδειξη για αυτό. Με τις αφοριστικές της φιλοσοφίες, η ανοίκεια φιγούρα της διαταράσσει την ισορροπία του νοσοκομείου.

Ίσως, ο ρόλος της Ελένης Κοκκίδου ως γιατρός Ελένη Ζαφείρη, με τον εθισμό της στις ιπποδρομίες να παραπέμπει σε Έλεν Μπέρστιν στο «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο». Ή αυτή η απόκοσμη λευκή φιγούρα του Λυμπερόπουλου (εξτραβανταδόρικός Γιώργος Γλάστρας), που διασχίζει τη σκηνή σαν κοράκας εδώ και εκεί, αλλά κανείς δεν ξέρει πού είναι, ποιος είναι και πώς μοιάζει. Είναι αγγελιοφόρος, ευαγγελιστής ή μήπως ισορροπιστής της τάξης πραγμάτων;

Η πλοκή όμως κάπου χάνεται στους διαδρόμους του «Ευαγγελισμού». Στο πρώτο μέρος, οι ιστορίες ασθενών, συνοδών και γιατρών τοποθετούν τον θεατή στον κόσμο του νοσοκομείου, αλλά τον εγκαταλείπουν μετέωρο, καθώς αυτές δεν οδηγούν κάπου. Η ιστορία του «θανάτου» επιστρέφει περιοδικά, σαν να του υπενθυμίζει από πού ξεκίνησε το έργο. Γι’ αυτό και η ιδέα πίσω από τον «Ευαγγελισμό», η ιδέα της χαρμόσυνης είδησης δηλαδή, επανέρχεται κάπως ζορισμένα μέχρι το φινάλε.

Σε αυτό συμβάλλει και η επαναλαμβανόμενη περιστροφή της θεματολογίας γύρω από την αγάπη, η οποία θα μπορούσε να θυσιαστεί και για λόγους οικονομίας ή και για την ύπαρξη ενός πολιτικού σχολίου, το οποίο έλαμπε με την απουσία του. Παρά το γεγονός πως στην τελευταία πρόζα του λιμπρέτου «παρέλαυναν» όλα τα νοσοκομεία της χώρας από τη μικρή οθόνη, ίσως σαν ένδειξη αναγνώρισης των δύσκολων συνθηκών που αντιμετωπίζει το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ., ο τίτλος και η τοποθέτηση της δράσης της πλοκής δημιούργησε μια προσδοκία για την ύπαρξή του, η οποία δεν ευοδώθηκε ποτέ.

Σε κάθε περίπτωση, αυτά δεν αναιρούν ούτε την προσπάθεια ενός άψογου θιάσου, ούτε την ρέουσα σκηνοθεσία, οι αρετές της οποίας αναδεικνύονται από την κινησιολογία της Αμάλια Μπένετ, ούτε σημαίνει πως στο Παλλάς χορεύουν καλύτερα, όπως «σχολίαζε» η οθόνη. Ξέρει και το Εθνικό Θέατρο πώς να τραγουδάει και να χορεύει καλά και γνωρίζει άψογα πως, παρά τα «σχόλια» της οθόνης, ο Έλληνας το έχει με τα μιούζικαλ. Απλώς, χρειάζεται και κάτι παραπάνω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT