Ο Αλεξάντερ Μασιάλας βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης σε ένα άθλημα του οποίου, παρά τη μακρά του ιστορία, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε ούτε τους κανόνες. Προσπάθησε να μου τους εξηγήσει, λίγο μετά από άλλο ένα χρυσό μετάλλιο στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της σεζόν, στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο. Βρισκόμαστε στο Καλαμάκι, στο σπίτι που έζησε ο παππούς του για πολλά χρόνια. Την ώρα που τυπώνονταν αυτές οι σελίδες, ο Αλέξανδρος βρισκόταν στους αιθέρες με προορισμό την Τοκονάμε της Ιαπωνίας, για το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το γενεαλογικό του δέντρο έχει ενδιαφέρον: ο πατέρας του είναι μισός Έλληνας μισός Άγγλος, η μητέρα του κατάγεται από την Ταϊβάν, ο ίδιος γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1994. Την αγάπη του για την ξιφασκία την κληρονόμησε από τον πατέρα του, Γκρέγκορι, ο οποίος είχε αγωνιστεί με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες και της Σεούλ. «Η ξιφασκία είναι παρούσα παντού στις παιδικές μου αναμνήσεις», λέει ο Αλεξάντερ. «Θυμάμαι να τρέχω πάνω κάτω στον διάδρομο του σπιτιού μας και να βλέπω φωτογραφίες από αγώνες ξιφασκίας στους τοίχους».
Η ξιφασκία, λοιπόν. Για να κερδίσεις πόντο, όπως μαθαίνω, πρέπει το ξίφος σου να ακουμπήσει στο στήθος του αντιπάλου σου. Κάθε αγώνας διαρκεί τρία λεπτά ή όσο χρειαστεί ώστε ο ένας ξιφομάχος να σκοράρει 15 πόντους. Τα τουρνουά διεξάγονται κατά τη διάρκεια μιας μέρας, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να αγωνίζεσαι για ώρες όσο συνεχίζεις να νικάς. «Μία από τις προφανείς δεξιότητες που πρέπει να έχει ένας ξιφομάχος είναι η ταχύτητα και τα γρήγορα αντανακλαστικά, η αστραπιαία λήψη αποφάσεων. Επειδή ο αγώνας εκτυλίσσεται τόσο γρήγορα, αν δεν πάρεις τη σωστή απόφαση, θα σε χτυπήσουν. Ή αν δεν την πάρεις όσο γρήγορα πρέπει. Το παιχνίδι παίζεται σε κλάσματα δευτερολέπτου», εξηγεί ο Αλεξάντερ. «Επίσης, πρέπει να έχεις και καλή γνώση του αθλήματος και να πατάς γερά στα πόδια σου, όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά, και πρέπει να έχεις επίγνωση του αντιπάλου σου, να καταλάβεις τη στρατηγική του, τι του αρέσει να κάνει, μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Δεν υπάρχει ξιφομάχος που να έχει ίδια τεχνική με κάποιον άλλο. Όταν μπορείς να “διαβάσεις” τον αντίπαλό σου, μπορείς και να βρεις πώς να τον νικήσεις». Αγωνίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο πολλά χρόνια, που ξέρει καλά πώς είναι να βγαίνεις νικητής, αλλά και πώς είναι να χάνεις: «Εδώ που έχω φτάσει, και με την εμπειρία που έχω, ξέρω ακριβώς τι πήγε λάθος κάθε φορά. Ό,τι και να συμβαίνει μέσα μου, όμως, μπαίνω σε κάθε αγώνα με τη λογική του νικητή».
Εκεί που δημιουργούνται θρύλοι
Ο Αλεξάντερ συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 στο Λονδίνο, του 2016 στη Βραζιλία και του 2021 στο Πεκίνο. Κέρδισε ένα αργυρό μετάλλιο το 2016 στο ατομικό πρωτάθλημα και δύο χάλκινα το 2016 και το 2021 στο ομαδικό. «Κανένα τουρνουά δεν συγκρίνεται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες», λέει. «Είναι το μόνο αθλητικό γεγονός, πέραν ίσως του Μουντιάλ, το οποίο παρακολουθεί όλος ο πλανήτης. Είναι η μόνη φορά που κάποιος που δεν έχει σχέση με την ξιφασκία θα παρακολουθήσει το άθλημα. Επιπλέον, έχει μια ενέργεια που δεν υπάρχει σε κανένα πρωτάθλημα, πουθενά, ποτέ. Είναι εκεί που δημιουργούνται θρύλοι. Επίσης, με το που μπεις στο Ολυμπιακό Χωριό, μπορεί να είσαι στο ίδιο ασανσέρ με τον Μάικλ Φελπς ή με κάποιον άλλο κορυφαίο και διάσημο αθλητή, και ο καθένας θα σε αντιμετωπίσει εντελώς ισότιμα. Δεν θα είναι υπεροπτικοί, γιατί ζουν όλοι την ίδια εμπειρία. Όλοι εργάστηκαν σκληρά για να φτάσουν στην κορυφή. Είτε είσαι μπασκετμπολίστας είτε καταδύτης, σέβεσαι τον άλλο όπως σε σέβεται κι αυτός». Τον ρωτάω αν του λείπει η αναγνωρισιμότητα, αν θα ήθελε να έχει την ίδια φήμη με κάποιον που βρίσκεται στην κορυφή ενός πιο δημοφιλούς αθλήματος: «Αυτό που θα ήθελα είναι να προβληθεί πιο πολύ το άθλημα, όχι εγώ συγκεκριμένα. Είναι ένα υπέροχο άθλημα, που του αξίζει η προσοχή. Δεν το κάνω για τα λεφτά ή τη φήμη. Το κάνω γιατί πολύ απλά το αγαπώ».
«Ήταν πονηροί, είχαν εμπειρία»
Λίγο πριν μπει στα τριάντα, θεωρείται πια σχετικά μεγάλος για ξιφομάχος· μάλιστα μου εξηγεί πως η καριέρα ενός ξιφομάχου τελειώνει κατά μέσο όρο στα 31 του χρόνια. «Θα ήθελα να σταματήσω όντας ψηλά στην κατάταξη. Μπορεί να μην έχω τη φυσική κατάσταση των πιο νέων ξιφομάχων…» λέει και, επειδή δεν θα το πει μόνος του, προσθέτω: «Αλλά είσαι ο πρώτος ξιφομάχος στον κόσμο». Χαμογελάει. «Ο τρόπος που ξιφομαχείς αλλάζει με τα χρόνια – αλλιώς αγωνιζόμουν στα 18 μου και αλλιώς στα 29 μου. Από μικρός παρακολουθούσα άλλους μεγαλύτερους ξιφομάχους για να μάθω κόλπα από την τεχνική τους. Ήταν πονηροί, είχαν εμπειρία. Ήξεραν πότε έκανες ένα λάθος. Σήμερα, όταν έχω ένα πρωτάθλημα και αγωνίζομαι με διαφορετικούς αντιπάλους όλη μέρα, αν θέλω να πετύχω, πρέπει να διατηρήσω την ενέργειά μου και να κινηθώ με εξυπνάδα, αλλιώς θα χάσω».
Τον ρωτάω τι σκοπεύει να κάνει αφού σταματήσει να αγωνίζεται και μου λέει ότι παράλληλα με τον αθλητισμό σπούδασε μηχανολόγος στο Στάνφορντ και ημιαπασχολείται σε μια εταιρεία. «Χαίρομαι που χρησιμοποιώ το μυαλό μου με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχω συνηθίσει. Για πέντε χρόνια από τη στιγμή που αποφοίτησα, αφοσιώθηκα στην ξιφασκία, τώρα ήρθε η ώρα να ασχοληθώ και με κάτι άλλο», λέει. Παράλληλα θέλει να δουλέψει ως προπονητής και στο κλαμπ ξιφασκίας που ίδρυσε ο πατέρας του, με το οποίο έχει μια ισχυρή συναισθηματική σύνδεση και είναι το έργο μιας ζωής. Αντίστοιχα συναισθηματική είναι και η σύνδεση που έχει με τις ρίζες του και την ελληνική του κληρονομιά. «Λατρεύω τη ζεστασιά και την ευγένεια των Ελλήνων και έχω πάρει βιβλία για να αρχίσω να μαθαίνω τη γλώσσα», μου λέει και αστειευόμαστε για το πόσο δύσκολα προφέρεται η λέξη «ξιφασκία».