Δήμητρα Γαλάνη-Παυλίνα Βουλγαράκη: Οσα είπαν μεταξύ τους

Δήμητρα Γαλάνη-Παυλίνα Βουλγαράκη: Οσα είπαν μεταξύ τους

Με αφορμή τη συνύπαρξή τους στη σκηνή του Vox, συζητούν για όλα: τραγούδια, έρωτες, θαυμαστές, συνήθειες και ένοχες απολαύσεις

12' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ήταν μια μέρα μετά την πρεμιέρα τους στο Vox. Μια συννεφιασμένη μέρα, που δεν μπόρεσε να τα βάλει με την ηλιόλουστη διάθεσή τους. Παρακολουθώ την ψιλοκουβέντα που κάνουν όσο περιμένουν να αρχίσει η συνέντευξή μας. Μοιάζουν ανεπιφύλακτα ειλικρινείς. Σαν να ξέρει πολύ καλά η μία την άλλη και ταυτόχρονα σαν να είναι δύο άγνωστες. Τις αφήνω να τα λένε, παρακολουθώντας διακριτικά να παίρνει η μία τη θέση του συνεντευξιαστή και του συνεντευξιαζομένου ταυτόχρονα.

Παυλίνα Βουλγαράκη.: Διάβαζα κάτι ωραίο τις προάλλες: «Το χιούμορ είναι η διάθεση εκείνη, χάρη στην οποία μιλάμε με σοβαρότητα για ασήμαντα θέματα και για σοβαρά πράγματα με ανάλαφρη διάθεση.

Δήμητρα Γαλάνη: Εγώ είμαι πιο εξωστρεφής από σένα. Θα μπω σε μια παρέα αγνώστων και μέσα σε πέντε λεπτά θα λέμε αστεία και θα κλαίμε από τα γέλια. Ενστικτωδώς το κάνω αυτό.

Δήμητρα Γαλάνη-Παυλίνα Βουλγαράκη: Οσα είπαν μεταξύ τους-1

Δ.Γ.: Την πρώτη φορά που σε γνώρισα, ήσουν κοριτσάκι. Είχα έρθει να φάω στο σπίτι σου, στο Σούνιο, καλεσμένη των γονιών σου. Ήμασταν γείτονες. Θυμάμαι κι ένα απίστευτο γουρουνάκι πάνω στο τραπέζι. Δεν θα το ξεχάσω. Εγώ δεν τρώω χοιρινό ποτέ, αλλά αυτό το τίμησα. Τέλος πάντων, όπως συζητάμε διάφορα, κάνεις ένα πέρασμα και λέω: «Τι άτομο είναι αυτό; Τι ενέργεια;». Πόσων ετών ήσουν;

Π.Β.: Πρώτη, δευτέρα Γυμνασίου.

Δ.Γ.: Ε, ναι, έφηβη, αφού μας είχες όλους «γραμμένους». Μου είχε πει τότε ο πατέρας σου ότι σου αρέσει η μουσική. Το συγκράτησα. Μετά από χρόνια, πώς βρισκόμαστε;
 
Π.Β.: Από τον Μακράκη.

Δ.Γ.: Μπράβο. Έρχεται μια μέρα ο Νίκος Μακράκης, γιος του Γιώργου Μακράκη, ενός από τους πιο αγαπημένους μου παραγωγούς, και μου λέει: Τι θα έλεγες να γράψεις ένα τραγούδι για την Παυλίνα; Λέω «μετά χαράς, αλλά πρώτα να τη δω στη σκηνή». Ήρθα σε μια συναυλία σου…
 
Π.Β.:  Θυμάμαι. Έτρεμα απ’ το άγχος.

Δ.Γ.: Μου έκανες τρομερή εντύπωση. Αρχικά για την εξαιρετικά θεαματική σου εικόνα. Μετά, άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένας ψυχισμός που βράζει πίσω από αυτό το όμορφο κορίτσι.
 
Π.Β.: Καλά τον κατάλαβες τον ψυχισμό που βράζει.

Δ.Γ.: Για κάποιον λόγο, βέβαια, το σταματούσες αυτό το βράσιμο. Σαν να παίρνεις απόσταση από αυτό. Σαν να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να καεί, αλλά, αν δεν καείς, πώς θα μάθεις τι είναι φωτιά; 

Π.Β.: Καλό είναι αυτό τώρα;

Δ.Γ.: Είναι πρωτόγνωρο. Ξαφνικά αρχίζεις να λες ένα τραγούδι της Πι Τζέι Χάρβεϊ… 
 
Π.Β.: Το Rid Of Me.

Δ.Γ.: Ναι, μπράβο. Και ξαφνικά βλέπω όλη αυτή τη φωτιά να βγαίνει από μέσα σου. 
 
Π.Β.: Έχει μια εμμονή η Χάρβεϊ. Με την ποίηση και γενικά. Σ’ αυτό το τραγούδι λέει στον εραστή της: «Δεν θα με ξεφορτωθείς ποτέ, ποτέ, ποτέ… Ε κι εγώ, επειδή είμαι πολύ μπλαζέ στα ερωτικά μου και δεν την εκφράζω ποτέ αυτή τη φωτιά που λες, μάλλον τη βγάζω στα τραγούδια.

Δ.Γ.: Εμένα αυτό που μ’ αρέσει, το λέω και στον κόσμο στο Vox, είναι ότι είσαι δημιουργός. Γράφεις, δηλαδή, η ίδια τα κομμάτια που τραγουδάς. Ξέρεις τι σοβαρό πράγμα είναι αυτό; Δεν είσαι μόνο μια ωραία φιγούρα με μια ωραία φωνή. Είσαι ένα ακόμα επίπεδο, που στη χώρα αυτή ο κόσμος, δυστυχώς, αργεί να το αντιληφθεί. 

Π.Β.: Γιατί;

Δ.Γ.: Γιατί μας μπουκώνει μια εικόνα σήμερα στη μουσική. Δεν βλέπουμε τα άλλα «στρώματα». 
 
Π.Β.: Κοίτα, εδώ να σου πω ότι με έχεις σώσει. Η συνεργασία μας τώρα στο Vox ήταν σωτήρια για μένα.

Δ.Γ.: Γιατί;

Π.Β.: Είχα πάθει ένα «τσότσο» με τα μουσικά…

Δ.Γ.: Τσότσο;
 
Π.Β.: Ναι, είχα κολλήσει δηλαδή, είχα κρασάρει. Αυτό σημαίνει.

Δ.Γ.: Τσότσο… Κοίτα να δεις τι μαθαίνω.
 
Π.Β.: Είμαι πολύ κλειστή, το ξέρεις. Έπρεπε να σε δω είκοσι φορές για να είμαι κουλ μαζί σου, να σου μιλήσω, θυμάσαι…

Δ.Γ.: Έχεις μια ντροπή.
 
Π.Β.: Κι εσύ είσαι έτσι;

Δ.Γ.: Είμαι πιο ευλύγιστη. Αλλά μοναχική, όπως εσύ. Στην καθημερινότητά μου είμαι ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος.  
 
Π.Β.: Εγώ αυτό που παρατηρώ πάντως είναι ότι σε μιμούμαι.

Δ.Γ.: Δηλαδή;

Π.Β.: Από το πώς θα μιλήσεις μέχρι το πώς θα τραγουδήσεις. Λέω συνέχεια στον εαυτό μου: «Κοίτα πώς το κάνει. Μπορείς κι εσύ. Στα πάντα». Έχω γίνει λίγο Δήμητρα αυτή την περίοδο.

Δ.Γ.: Κράτα τα χρήσιμα και πέτα τα άχρηστα. Μου επιτρέπεις αυτή τη συμβουλή; Θα μπορούσα να ’μαι και γιαγιά σου!

Π.Β.: Σιγά!

Δ.Γ.: Θέλω να πω, έτσι ήμουν κι εγώ. Πάντα με μεγαλύτερους φίλους. Και «σφουγγάρι».

Π.Β.: Τέλος πάντων, σου έλεγα ότι με πέτυχες σε φάση απελπισίας. Πριν μου κάνεις την πρόταση για το Vox, τα είχα μηδενίσει όλα. Λέω, έτσι είναι ο χώρος; Εγώ λοιπόν θα τρολάρω, δεν θα ασχολούμαι με τη μουσική σοβαρά, θα παίζω δεξιά-αριστερά για να βγάζω κάποια λεφτά… Το είχα απομυθοποιήσει το πράγμα. Είχα ξενερώσει με όλη τη φάση, με το σύστημα, με τις μουσικές που ακούγονται, με τους πάντες.

Δ.Γ.: Δεν έχεις και άδικο. Δεν υπάρχει κανονικός άνθρωπος που να μην ξενερώνει με αυτό που ακούγεται τριγύρω. Και στις προηγούμενες εποχές τα ίδια ήταν, απλώς υπήρχαν περισσότερες εναλλακτικές. Τώρα αρχίζεις να νιώθεις και λιγάκι περίεργος όταν ακούς κανονικά πράγματα στη μουσική.

Π.Β.: Εσύ ένιωσες ποτέ να θες να το σκάσεις;

Δ.Γ.: Μα τι λες τώρα; Μόνο μία φορά; Η πιο έντονη στιγμή ήταν το ’81, τότε που ξεκινούσε όλη αυτή η περίφημη «αλλαγή», η οποία αισθητικά και ουσιαστικά με διέλυε. Έφυγα κι έζησα δύο χρόνια στο Παρίσι. Στην καλύτερη φάση της καριέρας μου, το διανοείσαι; Τα παράτησα και έφυγα. 

Π.Β.: Τι έκανες εκεί;

Δ.Γ.: Ζούσα κι έπαιρνα ό,τι είχε να μου δώσει η πόλη. Το Παρίσι ήταν πάντα ένα μούλτι κούλτι μέρος. Την καλύτερη τζαζ, π.χ., την άκουγες εκεί. Πολιτιστικά ήταν σε πτώση και βέβαια αυτό είχε αντίκτυπο και στο τραγούδι. Σκέψου πολύ αφαιρετικά τη φάση που περάσαμε αργότερα με τα ριάλιτι· μια αποσύνθεση. Δεν ήθελα, όμως, να γυρίσω πίσω. Θυμάμαι είχα πει σε μια συνέντευξη τότε: Φεύγω γιατί βαρέθηκα να πληρώνω τόσο ακριβά αυτόν τον ήλιο. 

Π.Β.: Θα έφευγες ξανά τώρα;

Δ.Γ.: Θα έφευγα τρέχοντας και τώρα. Αλλά είμαι μεγάλη πια, δεν μπορώ να το κάνω.

Π.Β.: Σε άλλαξε τότε αυτό το φευγιό;

Δ.Γ.: Με απελευθέρωσε. Ξεπέρασα τις αναστολές μου. Μην ξεχνάς ότι είχα ξεκινήσει στα χέρια του Ξαρχάκου, του Γκάτσου, του Χατζιδάκι, του Τσιτσάνη, του Λοΐζου, του Μούτση… Κάπως τα έφερα σαν βάρος όλα αυτά μέσα μου. Σαν ευθύνη. Εκεί στο Παρίσι, είπα: Τι φοβάσαι, ρε χαζή; Γύρνα πίσω, γράψε τα δικά σου τραγούδια, κάνε αυτό που είσαι, αυτό που ζητά ο εαυτός σου. Και το έκανα.

Π.Β.: Πόσο ήσουν τότε;

Δ.Γ.: Εκεί στα 30 ήμουν.

Π.Β.: Σαν εμένα.

Δ.Γ.: Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάθεις την κρίση στα 30.

Π.Β.: Για πες μου.

Δ.Γ.: Όταν φύγεις από τις πάρα πολύ βαρετές ανάγκες των 20, φτάνεις στα 30 μετέωρος. Δεν ξέρω γιατί αυτή η δεκαετία των 20 περνάει τόσο αργά. Λες «ας τελειώσει αυτός ο εφιάλτης». Ειδικά αν είσαι τύπος που θέλεις να εξελιχθείς, πλήττεις θανάσιμα στα 20.

Π.Β.: Με τους συνομηλίκους μου κόβω φλέβα. Εσύ;

Δ.Γ.: Με τους 70άρηδες; Όχι, δεν τους βαριέμαι. Θα σου πω. Μ’ αρέσουν οι μεγαλύτεροι άνθρωποι που ό,τι έχουν κατακτήσει γουστάρουν να το δώσουν στους νέους. Έτσι είμαι κι εγώ. Τρελαίνομαι, ρε παιδί μου, να δίνω στους νέους. Πρέπει να είσαι πολύ χάλιας, γρουσούζης και άθλιος άνθρωπος για να μη δώσεις στον νέο όσα έμαθες. Πώς να σου πω, είναι και μια αναγνώριση για μένα. Λέω, κάτι έμαθα σ’ αυτή τη ζωή, δεν πέρασα έτσι, επισκέπτρια.

Δήμητρα Γαλάνη-Παυλίνα Βουλγαράκη: Οσα είπαν μεταξύ τους-2

Π.Β.: Εγώ πάντως εκτιμώ τη γενναιοδωρία σου. Δεν την έχω βρει αλλού.

Δ.Γ.: Δεν είναι γενναιοδωρία. Είναι κάτι που γίνεται επί ίσοις όροις. Η ζωή δεν αλλάζει. Ίδια είναι. Απλώς είσαι άλλη κάμερα εσύ. Βλέπουμε τα ίδια πράγματα από άλλες οπτικές. Κάτι παίρνω απ’ τη δική σου κάμερα κι εσύ κάτι παίρνεις απ’ τη δική μου.

Π.Β.: Πες μου κάτι που δεν μπορώ να δω στα 30 μου.

Δ.Γ.: Κατ’ αρχάς, τις φάπες. Τις τρως, αλλά δεν ξέρεις πόσο καλό σού κάνουν. Πονάει, δεν λέω. Μετά όμως σου αποκαλύπτονται πολλά.

Π.Β.: Η μεγαλύτερη φάπα που έχεις φάει;

Δ.Γ.: Τι ψάχνεις τώρα, από έναν άνθρωπο που δουλεύει από 16 ετών και έζησε μόνο έντονα τη ζωή του; Τα ’χω δει όλα και τα ’χω περάσει όλα. Αλλά δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Όταν περνάς απ’ το ζόρι, το καταλαβαίνεις ότι άξιζε μεγαλώνοντας. Να σου πω το μυστικό;

Π.Β.: Πες το.

Δ.Γ.: Η ωραιότερη ηλικία είναι τα 40. Εκεί δεν μετακινείσαι απλώς. Μετακινείς όγκους, κομμάτια, συμπαγείς σκέψεις.

Π.Β.: Οι άνθρωποί σου ποιοι είναι;

Δ.Γ.: Είναι οι μεγάλοι φίλοι μου, αυτοί που μου έχουν δώσει χέρι να πιαστώ όταν βούλιαζα. Κι ευτυχώς είναι πολλοί. Τους οφείλω αυτό που είμαι. Αυτοί βέβαια λέγανε: «Το είχες, αλλά δεν το έβλεπες». Έτσι είναι. Το έχεις, αλλά κάποιον περιμένεις να σ’ το φωτίσει αυτό που έχεις. Ξέρεις τι άλλο έχουμε κοινό, νομίζω, μια και λέμε για τους ανθρώπους μας; Ένα σπίτι.

Π.Β.: Τους γονείς μας, λες.

Δ.Γ.: Ακριβώς. Αυτούς τους γονείς που μας αποδέχτηκαν και μας αγάπησαν. Βάζω τελεία σ’ αυτό. Δεν υπάρχει πιο σημαντικό. Με ό,τι προβλήματα μπορεί να έχει ένα σπίτι, δεν έχει σημασία. Και ποιο σπίτι δεν έχει τα θέματά του;

Π.Β.: Εσύ παιδί δεν σκέφτηκες να κάνεις;

Δ.Γ.: Ποτέ. Παρά τους έρωτες που έζησα. Δεν ήθελα αυτή την υποχρέωση. Ήθελα να είμαι ανεξάρτητη. Κι ακόμα έτσι είμαι. Αλλάζω χώρο και τόπο αμέσως μόλις το αισθανθώ, μόλις νιώσω ότι τελειώνει ένας κύκλος. Αυτό μπορεί να γίνει σε κάθε φάση ηλικιακή στη ζωή μου. Άλλος θα το ’λεγε τρέλα. Πού πας τώρα 70 χρονών; Αυτή την πολυτέλεια, του να αισθάνεσαι πότε τελειώνει ένας κύκλος, σ’ τη δίνει αυτή η ανεξαρτησία. Αν είχα παιδί, δεν θα το είχα αυτό.

Π.Β.: Εγώ αν ερωτευόμουν τρελά, παράφορα που λέμε, μόνο τότε θα έκανα παιδί.

Δ.Γ.: Εγώ ερωτεύτηκα κάποτε έτσι παράφορα, αλλά παιδί δεν έκανα.

Π.Β.: Καμιά τρέλα έχεις κάνει για έναν έρωτα;

Δ.Γ.: Είσαι καλά, παιδί μου; Θα έγραφα τραγούδια αν δεν ζούσα με τρέλα τους έρωτές μου; Ήμουν πάντα εξαιρετικά available στους έρωτες. Επειδή, όμως, ο έρωτας τελειώνει κάποτε…

Π.Β.: Εγώ αυτό δεν θέλω να το ξέρω ακόμα.

Δ.Γ.: Πιστεύεις δηλαδή ακόμα στα γνωστά. Ότι ο χωρισμός, ας πούμε, έρχεται γιατί το θέλει μόνο ο ένας. Όταν είναι να τελειώσει κάτι, να ξέρεις ότι το θέλουν και οι δύο. Απλώς νομίζουμε διάφορα…

Π.Β.: Υπάρχει τραγούδι σου που όταν το λες, θυμάσαι μια συγκεκριμένη ερωτική ιστορία;

Δ.Γ.: Το Δυο μέρες μόνο είναι τελείως προσωπική μου ιστορία. Και τα Συρτάρια. Μου τα έδωσαν ο Καρασούλος και η Νικολακοπούλου αντίστοιχα, λέγοντάς μου: «Αυτή είναι η ζωή σου. Πάρ’ την».

Π.Β.: Έχεις βαρεθεί κάποιο τραγούδι σου;

Δ.Γ.: Δεν βαριέμαι ποτέ τα τραγούδια μου. Απλώς, καμιά φορά λες «κάτσε, ρε παιδάκι μου, πάλι το ίδιο και το ίδιο;». Υπάρχουν στιγμές που θέλεις να μπεις σε άλλες ατμόσφαιρες, που δεν σηκώνουν τις μεγάλες επιτυχίες σου. Αλλά πώς να βαρεθώ; Με ποιο δικαίωμα; Κοίτα, θα σ’ το πω έτσι πολύ απλά. Κάθε λέξη που γράφεις έχεις διανοηθεί τι παρέα μπορεί να έχει κάνει σε κάποιους ανθρώπους; Εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, παράγουμε συνεχώς. Έχουμε όμως μπει σε ζωές ανθρώπων, τους έχουμε κάνει πραγματικότητα αυτό που ζούσαν.

Π.Β.: Τρομάζω λίγο στην ιδέα.

Δ.Γ.: Κι εγώ, αλλά αυτός ο τρόμος με τα χρόνια γίνεται ευλογία. Όταν έρχεται και σου λέει ο άλλος ότι με το Δεν είσαι εδώ έχει θάψει τον άνθρωπό του, πώς νιώθεις; Ήρθε μια φορά ένα παιδί και μου είπε: «Ξέρετε, το όνομά μου είναι Γαλανός». Λέω: «Τι ωραία, το μικρό σας;». «Δεν καταλάβατε», μου λέει. «Το μικρό μου είναι Γαλανός. Οι γονείς μου με βάφτισαν έτσι επειδή λάτρευαν τα τραγούδια σας». Το φαντάζεσαι αυτό τι σημαίνει; Εγώ ανατριχιάζω.

Π.Β.: Κάποιοι έχουν κάνει τατουάζ στίχους μου. Είναι περίεργο να νιώθεις πόσο μπορεί να έχεις διεισδύσει στη ζωή κάποιου που δεν γνωρίζεις, χωρίς να το ξέρεις. Να σου πω, «κακούς» θαυμαστές είχες ποτέ; Σε σημείο που να σε φέρουν σε δύσκολη θέση;

Δ.Γ.: Ποτέ. Μα κοίταξε. Θαυμαστές μας είναι αυτοί που θέλουμε.

Π.Β.: Έτσι λες;

Δ.Γ.:  Όσο κι αν πεις «θα γίνω έτσι, θα κάνω αυτό», ελκύεις τελικά αυτό που είσαι. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό που σου λέω. Πες μου τώρα κάτι που θαυμάζεις εσύ σ’ εσένα.

Π.Β.: Ίσως τον τρόπο μου να μην παίρνω τη ζωή και πολύ στα σοβαρά. Έχω ένα υπόγειο χιούμορ που μοιάζει με διασκεδαστική δειλία.

Δ.Γ.: Ωραίο αυτό. Νομίζω είπαμε πολλά, όμως, κι όπου να ’ναι έρχεται και το ταξί μου.

Π.Β.: Μέχρι να ’ρθει, πες μου κάτι: Ένοχες απολαύσεις έχεις;

Δ.Γ.: Τι είναι αυτό;

Π.Β.: Κάτι που κάνεις και δεν θες να μάθει κανείς, γιατί νιώθεις ενοχές που το κάνεις. Να βλέπεις τρας τιβί ας πούμε…

Δ.Γ.: Την τρας τιβί τη θεωρείς ένοχη; Σιγά. Δεν θεωρώ τίποτα ένοχο, αν μας ευχαριστεί.

Π.Β.: Κάνεις, όμως, κάτι που το ξέρουν μόνο όσοι σε ζουν από πολύ κοντά; Εγώ, ας πούμε, πριν κοιμηθώ, βάζω πάντα ωτοασπίδες. Ελάχιστοι το γνωρίζουν.

Δ.Γ.: Α, όχι, εγώ δεν μπορώ να απομονωθώ από τον ήχο, με τίποτα. Την ώρα που κοιμάμαι, ακούω. Πρέπει να είναι ελάχιστο το διάστημα του βαθέος ύπνου μου, εκεί που χάνω εντελώς την επαφή. Έχω μάθει να κοιμάμαι ακούγοντας. Η μουσική για τα Συρτάρια, να σκεφτείς, μου ήρθε ενώ είχα πέσει να κοιμηθώ…

Δήμητρα Γαλάνη-Παυλίνα Βουλγαράκη: Οσα είπαν μεταξύ τους-3

Π.Β.: Μου έχει τύχει να έχω ξυπνήσει, να έχω πατήσει την ηχογράφηση στο κινητό και να γράφω κάτι εντελώς μέσα στον ύπνο μου. Το Λίγο λίγο, για παράδειγμα.

Δ.Γ.: Έγραψες τόσο ωραίο τραγούδι μισοκοιμισμένη; Απίστευτο. Το ταξί ήρθε;

Π.Β.: Σε τρία λεπτά. Τι δεν είπαμε; Α, ναι, για τα πολιτικά, που σου αρέσουν. Η γενιά μας είναι πιο απολιτίκ, πιο αδιάφορη. Πώς το βλέπεις αυτό;

Δ.Γ.: Και πώς να μην είστε αδιάφοροι; Η πολιτική έχει χάσει το σχήμα της. Ο πολιτικός, όσο και να θέλει, φτάνει μέχρι εκεί που δεν μπορεί να κάνει περισσότερα. Απογοητευτικό είναι αυτό, το ξέρω. Θα μας λείψει η πολιτική, ξέρεις.

Π.Β.: Δηλαδή;

Δ.Γ.: Παλιά υπήρχαν άνθρωποι που έμπαιναν μπροστά. Σήμερα είναι αλλιώς τα πράγματα. Τώρα ζούμε την πώρωση της τεχνολογίας. Όταν έρθει η γενιά που θα είναι κουλ με την υπόθεση της τεχνολογίας, τότε θα αναζητηθεί πάλι η πολιτική. Τώρα περνάμε τη φάση που ο καθένας νομίζει ότι μέσα από την τεχνολογία τα ξέρει όλα.

Π.Β.: Και στη δουλειά μας δεν έχει μπει αυτό; Η επιτυχία μεταφράζεται σε likes στο Instagram.

Δ.Γ.: Σε όλα έχει μπει αυτό. Μα είναι και χρήσιμη η τεχνολογία. Απλώς ο τρόπος που τη χρησιμοποιούμε είναι… Φάση είναι, όμως, θα περάσει. Τι λες εσύ;

Π.Β.: Εγώ δεν ξέρω.

Δ.Γ.: Τι ωραία απάντηση. Τι ωραίο που είναι να ξέρεις ότι δεν ξέρεις.

Π.Β.: Θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα πούμε δεν πάει άλλο και θα γεννηθεί κάτι ριζοσπαστικό.

Δ.Γ.: Αυτό εννοώ όταν σου λέω ότι η πολιτική κάποια στιγμή θα σας ενδιαφέρει ξανά. Όταν έρθει κάτι που προτείνει λύσεις και δεν αναλαμβάνει απλώς υποχρεώσεις.

Π.Β.: Φτάνει το ταξί. Πες μου. Γράφεις ακόμα;

Δ.Γ.: Δεν έχω την ανάγκη να καθίσω να γράψω έτσι, χωρίς λόγο. Έχω κάτι ντάνες με τραγούδια ανολοκλήρωτα. Τους έχω δώσει και τίτλους: «Καλούτσικο» ή «Μμμμ»…  

Π.Β.: Πες μου κάτι τελευταίο. Πώς μπορεί κάποιος να κάνει την καριέρα σου; Μη μου πεις μόνο με το ταλέντο…

Δ.Γ.: Μα, βρε χαζό, αν έχεις αληθινό ταλέντο, αντέχεις στα πάντα και τα διαπερνάς. Και ξαναπροσπαθείς. Αυτό είναι πραγματικό ταλέντο. Η πίστη σου σε αυτό που αγαπάς. Σ’ αυτό για το οποίο είσαι πλασμένη. Να προσπαθείς, να προσπαθείς, να προσπαθείς… Λίγο ευφυής να είσαι, το καταλαβαίνεις. Άντε. Ήρθε το ταξί;

Δήμητρα Γαλάνη live στο Vox (Ιερά Οδός 16).
Μαζί της η Παυλίνα Βουλγαράκη.
Κάθε Τετάρτη στις 21.00, έως 31/01. Κρατήσεις: 210-3475900 ϗ more.com

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή