Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις

Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις

Tην ώρα που ο κόσμος παρακολουθεί το θρίλερ «Society of the snow» στο Netflix, μια άλλη ιστορία έρχεται στο φως για ένα τρομερό δυστύχημα στα βουνά της Λατινικής Αμερικής από τη δεκαετία του ’70

16' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απόδοση: Ελίζα Συναδινού

Ψηλά στο όρος Ακονκάγκουα, το ψηλότερο βουνό του δυτικού ημισφαιρίου, στην Αργεντινή, ο παγετώνας που ονομάστηκε Πολωνικός αφήνει, καθώς λιώνει, να φανούν αυτά που κάποτε είχε καταβροχθίσει – στην προκειμένη περίπτωση, μια φωτογραφική μηχανή Nikomat 35 mm 50 ετών. Μια φωτεινή μέρα του Φεβρουαρίου, ο αέρας ήταν ξηρός και δύο οδηγοί βουνού προετοιμάζονταν για μια επερχόμενη αποστολή. Ήταν κατακαλόκαιρο στη Νότια Αμερική και η φωτογραφική μηχανή έλαμπε στον ήλιο, περιμένοντας κάποιον να την ανακαλύψει. Ο φακός ήταν θρυμματισμένος. Ένα καντράν στην κορυφή έδειχνε ότι είχαν τραβηχτεί 24 φωτογραφίες. Το κάτω μέρος της μηχανής ήταν τοποθετημένο σε μια φθαρμένη δερμάτινη θήκη με χοντρό λουρί, όπου  σε μπλε ανάγλυφη ταινία αναγραφόταν ένα αμερικανικό όνομα και μια διεύθυνση στο Κολοράντο.

Καθώς οι εποχές αλλάζουν στο βουνό, κάθε καλοκαίρι κάνουν την εμφάνισή τους απομεινάρια από εγκαταλελειμμένο εξοπλισμό: κουρελιασμένες σκηνές, πεταμένα τσεκούρια για τον πάγο, χαμένα γάντια. Καμιά φορά και κάποιο πτώμα. Αυτή όμως δεν ήταν μια τυχαία φωτογραφική μηχανή, αν και οι οδηγοί δεν το γνώριζαν ακόμη. Ένας από αυτούς τη μετέφερε στον καταυλισμό, όπου ένας βετεράνος οδηγός ονόματι Ουλίσες Κορβαλάν τούς ρώτησε σε χαλαρό ύφος ποιο ήταν το όνομα που αναγραφόταν πάνω της. «Τζάνετ Τζόνσον», του είπαν. Ο Κορβαλάν ξαφνιάστηκε και του ξέφυγε μια βρισιά. «Τζάνετ Τζόνσον!» φώναξε.

Αμέσως η ένταση μεταφέρθηκε στην ομάδα. Ξέρετε για την Τζάνετ Τζόνσον, τη δασκάλα, που την είχαν δει για τελευταία φορά ζωντανή στον παγετώνα; Για τον Τζον Κούπερ, τον μηχανικό της NASA, που βρέθηκε θαμμένος στο χιόνι; Για τη μοιραία αμερικανική αποστολή του 1973; Και κάπως έτσι, από τις ιδιοτροπίες της κλιματικής αλλαγής και της τύχης, ένας χαμένος θρύλος ήρθε ξανά στο φως.

Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις-1
Μία από τις τελευταίες φωτογραφίες της Τζάνετ Τζόνσον. Φωτ. © Max Whittaker, Janet Johnson / The New York Times

Το βουνο και η ομάδα 

Υψωμένο σε σχήμα γροθιάς, το Ακονκάγκουα είναι το μεγαθήριο των Άνδεων. Ο πρώτος καταγεγραμμένος άνθρωπος που κατόρθωσε να φτάσει στην κορυφή των 6.961 μέτρων ήταν ο Ελβετός Ματίας Ζουμπρίγκεν το 1897. Το 1934, μια πολωνική αποστολή κατάφερε μια πιο επικίνδυνη διαδρομή στη βορειοανατολική πλευρά του βουνού, σε έναν τεράστιο παγετώνα που εκτείνεται σχεδόν 600 μέτρα κάθετα προς την κορυφή. Ο παγετώνας πήρε το όνομά του από αυτή την ομάδα: El Glaciar de los Polacos – Πολωνικός Παγετώνας. Μέχρι το 2022, υπήρχαν 153 καταγεγραμμένοι θάνατοι στο βουνό. Το 1973, η Τζόνσον και ο Κούπερ ήταν οι αριθμοί 26 και 27. Τότε, πριν από πενήντα χρόνια, το Ακονκάγκουα διέθετε μόνο τις στοιχειώδεις υπηρεσίες. Οι ορειβάτες δεν είχαν GPS trackers ούτε τρόπο επικοινωνίας μεταξύ του καταφυγίου και της κορυφής. Οι Αμερικανοί κουβαλούσαν κιάλια και ένα πιστόλι με φωτοβολίδες.

Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μέλη της ορειβατικής λέσχης Mazamas, που ιδρύθηκε στο Όρεγκον το 1894. Αρχηγός τους ήταν ένας δικηγόρος από το Πόρτλαντ του Όρεγκον, ο Καρμάιν Νταφόε, γνωστός ως Κάρμι. Ο Νταφόε, 52 ετών, είχε πιέσει για το ταξίδι στο Ακονκάγκουα: η ομάδα του, όπως έλεγε, θα επιχειρούσε να γίνει η πέμπτη αποστολή που θα ανέβαινε στην κορυφή του Ακονκάγκουα μέσω της Πολωνικής Διαδρομής. Οδηγός τους θα ήταν ο Μιγκέλ Αλφόνσο, ένας 38χρονος Αργεντινός που είχε ανέβει στην κορυφή πέντε φορές, εκ των οποίων μία από την Πολωνική Διαδρομή. Ο Νταφόε ζήτησε προκαταβολή 50 δολαρίων από κάθε ενδιαφερόμενο, μαζί με μια λίστα επιτυχημένων αναβάσεων και συστάσεις.

Τον Ιούνιο του 1972, ο Νταφόε ανακοίνωσε τα μέλη του γκρουπ – όλοι Αμερικανοί άνδρες, τους οποίους περιέγραψε εν συντομία. Ο Τζιμ Πετρόσκι, ένας ψυχίατρος από το Πόρτλαντ, θα ήταν ο «αναπληρωτής αρχηγός». Ο Πετρόσκι είχε «συστήσει ανεπιφύλακτα» τον Μπιλ Γιούμπανκ, έναν γιατρό από το Κάνσας Σίτι του Μιζούρι, που θα ήταν ο γιατρός της αποστολής. Στη συνέχεια ήρθαν ο Άρνολντ Μακ Μίλεν, ένας γαλακτοπαραγωγός από το Ότις του Όρεγκον, και ο Μπιλ Ζέλερ, ένας αστυνομικός από το Σάλεμ. Ο Τζον Σέλτον, 25 ετών, ήταν φοιτητής γεωλογίας και μιλούσε απταίστως ισπανικά ύστερα από μια διετή εκκλησιαστική αποστολή. («Έχει περάσει από τα τελωνεία της Λατινικής Αμερικής περίπου 25 φορές – κάτι που απαιτεί περισσότερη ενέργεια από την ανάβαση στο Ακονκάγκουα».) Και ο Τζον Κούπερ, μηχανικός της NASA από το Χιούστον, που του είχε κι αυτός «συστηθεί ανεπιφύλακτα».

Οι περισσότεροι ήταν ορειβάτες του Σαββατοκύριακου. Ο Νταφόε οργάνωνε πεζοπορίες στα βορειοδυτικά, σχεδιασμένες ως ασκήσεις εκπαίδευσης και γνωριμίας. Τον Νοέμβριο, η Νταφόε ανακοίνωσε το τελευταίο μέλος του οκταμελούς αμερικανικού πληρώματος: μια γυναίκα από το Ντένβερ με το όνομα Τζάνετ Τζόνσον.

Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις-2
Φιλμ που ανακτήθηκαν από τη φωτογραφική μηχανή της Τζάκσον πενήντα χρόνια μετά. Ο θάνατός της παραμένει μυστήριο. 

Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις-3
Τζάνετ Τζόνσον

Ποια ήταν η Τζάνετ Τζόνσον

Γεννημένη στις 30 Νοεμβρίου 1936, δεν γνώρισε ποτέ τη βιολογική της μητέρα. Την υιοθέτησαν ο Βίκτορ και η Μέι Τζόνσον, οι οποίοι ζούσαν στη νότια πλευρά της Μινεάπολης και πίστευαν στους καλούς τρόπους, στους κανόνες και στον Θεό. Η Τζάνετ, με ένα τακτοποιημένο υπνοδωμάτιο στον επάνω όροφο, ήταν ένα ήσυχο κορίτσι και αχόρταγη αναγνώστρια που χρειαζόταν γυαλιά από νωρίς και έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο στη λουθηρανική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Όταν ήταν 10 ετών, ήθελε μια αδελφούλα και έτσι οι Τζόνσον υιοθέτησαν ένα 5χρονο κορίτσι που το ονόμασαν Τζούντι. Η Τζάνετ Τζόνσον δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε έκανε παιδιά. Η Τζούντι Αμπραχάμσον, σήμερα 83 ετών χήρα στο Όρεγκον Σίτι, είναι η μόνη στενή συγγενής της εν ζωή. 

Όταν η αδελφή της έλειπε στο πανεπιστήμιο, η Αμπραχάμσον ανακάλυψε κρυμμένα σε μια κοσμηματοθήκη ερωτικά σημειώματα μεταξύ της αδελφής της και μιας άλλης νεαρής γυναίκας. Σύντομα οι γονείς της Τζόνσον την έστειλαν σε ένα νοσοκομείο στο Σεντ Πολ της Μινεσότα, για να τη «θεραπεύσουν» από την ομοφυλοφιλία της. Ήταν περίπου 21 ετών.

«Δεν θεραπεύτηκε», είπε η Αμπραχάμσον. «Αλλά ήταν ένα μεγάλο ρήγμα μεταξύ της Τζάνετ και της μητέρας μου». Το γεγονός αυτό έκανε την Τζόνσον να φύγει μακριά από το σπίτι της. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ, πήρε δίπλωμα διδασκαλίας, στη συνέχεια μεταπτυχιακό και τελικά διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Δίδαξε σε δημοτικά σχολεία και στη συνέχεια έγινε σχολική βιβλιοθηκάριος, σκεπτόμενη ότι θα ήταν πιο εύκολο να έχει τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα ελεύθερα για τα βουνά.

Η Τζόνσον εντάχθηκε στη Λέσχη Ορεινών Διαδρομών του Κολοράντο και μέχρι τα 30 της είχε γίνει το 82ο άτομο –και μεταξύ των πρώτων 20 γυναικών– που έφτασε στην κορυφή κάθε μιας από τις «δεκατέσσερις κορυφές» του Κολοράντο. Το σχολικό έτος 1972-73 πήρε άδεια και μετά από ένα ταξίδι πεζοπορίας στην Ευρώπη ετοιμάστηκε με υπερηφάνεια για την αποστολή της λέσχης Mazamas στο Ακονκάγκουα.

Μάζεψε τα πράγματά της σε ένα σακίδιο, χρησιμοποίησε μαρκαδόρο για να γράψει το όνομα ή τα αρχικά της στα περισσότερα από αυτά, φόρεσε ένα ασημένιο ρολόι και ένα δαχτυλίδι με καφέ πέτρα, που είχε πάρει σε ένα ταξίδι στο Νέο Μεξικό. Πήρε μαζί της και τη Nikomat, ένα πιο εμπορικό μοντέλο των επαγγελματικών φωτογραφικών μηχανών της Nikon εκείνης της εποχής. Για την περίπτωση που την έχανε, χρησιμοποίησε ένα μηχάνημα κατασκευής ετικετών για να χτυπήσει το όνομα και τη διεύθυνσή της σε μπλε ανάγλυφη ταινία, που την κόλλησε στο κάτω μέρος της δερμάτινης θήκης. 

Η ανάβαση

Οι αμερικανικές εφημερίδες αποχαιρέτησαν τους ορειβάτες καθώς οι αργεντίνικες εφημερίδες τούς προϋπαντούσαν σε ένα ξενοδοχείο της Μεντόζα. Ο Ραφαέλ Μοράν, δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας Λος Άντες, είχε πάει για να τους πάρει συνέντευξη – δεν κάλυπτε κάθε αποστολή στο Ακονκάγκουα, αλλά αυτή ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα: Αμερικανοί. Ο Πολωνικός Παγετώνας. Μια γυναίκα. Ένας επιστήμονας της NASA. Γρήγορα ο δημοσιογράφος γέμισε υποψίες: οι ταξιδιώτες φαίνονταν αποκομμένοι μεταξύ τους και απροετοίμαστοι για ένα τόσο σοβαρό έργο όσο η ανάβαση του Ακονκάγκουα. Ψιθύρισε στον φωτογράφο: «Βγάλε τους φωτογραφία. Δεν νομίζω ότι θα επιστρέψουν όλοι».

Μόλις έναν μήνα νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1972, ο Κούπερ βρισκόταν στον έλεγχο αποστολής στο Χιούστον για τη 17η και τελευταία αποστολή του «Apollo» και επικοινωνούσε με τους αστροναύτες στο φεγγάρι. Ο Κούπερ ήταν μηχανικός και ο ρόλος του ήταν να βοηθά στην καθοδήγηση της σεληνακάτου. Είχε ενταχθεί στη NASA το 1966, ακριβώς όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα Apollo. Είχε μέσα του μια δόση τσαμπουκά, περισσότερο σαν αστροναύτης παρά σαν μηχανικός γραφείου. Εκεί ήταν που ερωτεύτηκε μια γραμματέα, τη Σάντι Μάιερς και το 1969 απέκτησαν ένα αγοράκι που ονόμασαν Ράντι. Ήταν η χρονιά του «Apollo 11»: Ο Κούπερ ήταν στην ομάδα επιχειρήσεων που καθοδηγούσε τον Νιλ Άρμστρονγκ και τον Μπαζ Όλντριν, καθώς γίνονταν οι πρώτοι άνθρωποι που περπάτησαν στο φεγγάρι. 

Στις 12 Ιανουαρίου 1973, η πτήση του Κούπερ από το Χιούστον προσγειώθηκε στο Μαϊάμι, όπου συνάντησε την Τζόνσον και πέταξαν μαζί για την Αργεντινή. Στο βουνό, η ομάδα των Αμερικανών δυσκολεύτηκε από την αρχή. Στις 20 Ιανουαρίου, με τη βοήθεια μουλαριών περπάτησαν 25 μίλια μέχρι την Casa de Piedra, ένα πέτρινο σπίτι στη συμβολή των ποταμών Βάκας και Ρελίντσος, και στο ημερολόγιό του ο Κούπερ ανέφερε ότι ο Γιούμπανκ, ο γιατρός της αποστολής, ήταν ήδη άρρωστος.

Την επόμενη ημέρα η ομάδα έφτασε στο καταφύγιο, περίπου στα 4.000 μέτρα. Ο Αλφόνσο είχε προσλάβει τον Ρομπέρτο Μπούστος, έναν 25χρονο ορειβάτη και φοιτητή, ως υπεύθυνο της κατασκήνωσης στη βάση. Ο Μπούστος, πλέον συνταξιούχος καθηγητής γεωγραφίας στο Μπουένος Άιρες, θυμάται την πρώτη του εντύπωση για την ομάδα: είχαν πολύ υψηλής ποιότητας εξοπλισμό, αλλά επίσης μια ανησυχητική δυναμική. «Δεν υπήρχε ομαδική διάθεση», λέει. «Σκεφτόμουν ότι ήταν ο καθένας για τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν έτοιμοι για ένα τόσο παράξενο και μεγάλο βουνό όπως το Ακονκάγκουα».

Τότε, όπως και σήμερα, για να φτάσει κανείς στην κορυφή απαιτούσε συνήθως μία εβδομάδα ή και περισσότερο – χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνεις το βουνό, να μετακινείς εξοπλισμό και να προσαρμόζεσαι στο υψόμετρο. Μετέφεραν όσα κουβαλούσαν στο πρώτο καταφύγιο, στα 4.700 μέτρα, όπου τελικά έμειναν τρεις από την ομάδα, μεταξύ των οποίων και ο Νταφόε, και το βράδυ επέστρεψαν στη βάση τους. Το επόμενο καταφύγιο ήταν στα 5.500 μέτρα. Η πορεία προς αυτό διήρκεσε επτά ώρες και εκεί έφτασαν οι άλλοι πέντε, μεταξύ των οποίων η Τζόνσον και ο Κούπερ, μαζί με τον Αλφόνσο. 

Στη συνέχεια, ανέβηκαν προς τα πάνω για να στήσουν το τρίτο καταφύγιο στη βάση του Πολωνικού Παγετώνα, περίπου στα 6.000 μέτρα, όπου μια σαρωτική καταιγίδα τούς καθήλωσε στη θέση τους. Όμως πίσω από την καταιγίδα φαινόταν καθαρός ουρανός, τέλειες συνθήκες για την ανάβαση στην κορυφή. «Η ομάδα περίμενε η ανάβαση να διαρκέσει τουλάχιστον όλη την ημέρα», έγραφε αργότερα ο Ζέλερ, «αλλά το χαμηλότερο τμήμα του παγετώνα δεν φαινόταν να παρουσιάζει κανένα πρόβλημα, καθώς ήταν σε καλή κατάσταση – δεν υπήρχαν ρωγμές, δεν ήταν πολύ απότομο, είχε καλό χιόνι κ.λπ.».

Ωστόσο, μετά το πρωινό, ο Πετρόσκι έχασε ξαφνικά τον συντονισμό του και δυσκολευόταν να προσδέσει τα κραμπόν ορειβασίας [Σ.τ.Μ. τα ειδικά αξεσουάρ με καρφιά] στα παπούτσια του. Ο Αλφόνσο συνόδευσε τον Πετρόσκι πίσω στη βάση και τώρα η αμερικανική ομάδα είχε χωριστεί στη μέση. Παρέμειναν οι Κούπερ, Τζόνσον, Ζέλερ και Μακ Μίλεν. Κανείς τους δεν είχε ξαναβρεθεί τόσο ψηλά. Περπατούσαν αργά και κατά το σούρουπο οι τέσσερις Αμερικανοί εγκατέλειψαν την προσπάθεια να φτάσουν στην κορυφή εκείνη την ημέρα. Βρίσκονταν περίπου στα 6.400 μέτρα. 
Έσκαψαν μια μικρή σπηλιά στο χιόνι με τα παγοπέδιλά τους και, μια και δεν είχαν υπνόσακους, ξάπλωσαν σε κουβέρτες. Ο άνεμος που φύσηξε έφερε μια λεπτή πούδρα από την κορυφή, γεμίζοντας το άνοιγμα της σπηλιάς με χιόνι και θάβοντας τα πόδια του Κούπερ. Η Τζόνσον χρειάστηκε να τον ξεθάψει, περίπου μία ώρα πριν από την ανατολή του ήλιου. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για τον Κούπερ. Κρυωμένος και κουρασμένος, ανακοίνωσε ότι γυρίζει πίσω, όπως δήλωσαν αργότερα οι Ζέλερ και Μακ Μίλεν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του τελευταίου, χρειαζόταν περίπου δύο ώρες κατάβαση για να φτάσει στο τρίτο καταφύγιο. Δεν τα κατάφερε ποτέ. Πέθανε στον παγετώνα και λίγο αργότερα πέθανε και η Τζόνσον.

Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις-4
Ο Αλμπέρτο Κολομπέρο, που πριν από 50 χρόνια ανακάλυψε το πτώμα της Τζάνετ Τζόνσον. Φωτ. © Max Whittaker / The New York Times

Έρευνα για ανθρωποκτονία

Το τι ακριβώς συνέβη παραμένει, εδώ και 50 χρόνια, μια εικασία. Οι δύο άνδρες από το Όρεγκον –ο Ζέλερ, αστυνομικός, και ο Μακ Μίλεν, αγρότης γαλακτοκομικών προϊόντων– ήταν οι τελευταίοι που είδαν ζωντανούς τον Κούπερ και την Τζόνσον. Έδωσαν λεπτομερείς εκδοχές των γεγονότων, όμως οι ελαφρές αντιφάσεις σε συνδυασμό με τη συγκεχυμένη αντίληψη που προκαλεί το υψηλό υψόμετρο δημιούργησαν ερωτήματα στις Αρχές της Αργεντινής και έκαναν τη φαντασία του κοινού να οργιάζει. Ο Αλφόνσο και οι Αμερικανοί επιζώντες κρατήθηκαν για ανάκριση στη βάση του βουνού και στη Μεντόζα η υπόθεση ανατέθηκε σε δικαστή και αστυνομία. Οι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν την υπόθεση «averiguación de homicidio culposo» (έρευνα για ανθρωποκτονία από πρόθεση). Ο δικαστής Βικτόριο Μιγκέλ Καλάντρια Αγκουέρο ήθελε να μάθει πώς πέθαναν οι Κούπερ και Τζόνσον, ωστόσο, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν απαντήσεις χωρίς τα πτώματα.

Στα τέλη του 1973, στο ξεκίνημα της νέας καλοκαιρινής αναρριχητικής περιόδου στις Άνδεις, μια ομάδα τεσσάρων ατόμων συγκεντρώθηκε για να τους αναζητήσει, με επικεφαλής τον Αλφόνσο. Στην ομάδα έσπευσε να ενταχθεί και ο Λόρεν Μακ Ιντάιρ, ένας δημοσιογράφος και φωτογράφος του National Geographic. Μία εβδομάδα αργότερα, στους πρόποδες του Πολωνικού Παγετώνα, βρήκαν τα απομεινάρια της αμερικανικής αποστολής: σκισμένες σκηνές και έναν κατεστραμμένο μπλε υπνόσακο. Περίπου 150 μέτρα πάνω από εκεί, βρήκαν το παγωμένο σώμα του Κούπερ. Εκείνη τη μέρα, μια καταιγίδα τούς ανάγκασε να αφήσουν το πτώμα εκεί που το βρήκαν, βάζοντας πασσάλους γύρω του για να το κρατήσουν στη θέση του, και να κατέβουν στην ασφάλεια του καταφυγίου. Την επόμενη μέρα, ο Μακ Ιντάιρ έφτασε πρώτος στο πτώμα, έκανε μια πιο προσεκτική επιθεώρηση και έβγαλε λεπτομερείς φωτογραφίες. Δεν υπήρχε όμως κανένα ίχνος της Τζόνσον.

Οι λεπτομέρειες σχετικά με τον Κούπερ κυκλοφόρησαν γρήγορα: του έλειπε το κραμπόν από την μπότα, δεν βρέθηκε δίπλα του τσεκούρι για τον πάγο, η πλαγιά στην οποία βρισκόταν ήταν ήπια, ενώ το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο έδειχνε παγωμένο τρόμο. Στην κοιλιά του είχε μια κυλινδρική τρύπα, ματωμένη και βαθιά. Τα αποτελέσματα της πλήρους αυτοψίας σφραγίστηκαν από τον δικαστή, αλλά έδωσε στη δημοσιότητα το εξώφυλλο, στο οποίο σημειωνόταν η αιτία θανάτου: Κρανιακές κακώσεις. Τραυματισμοί στο κρανίο και στον εγκέφαλο. Έκανε μόνο μία δήλωση: «Χρειαζόμαστε το πτώμα της Τζάνετ Τζόνσον».

Ψάχνοντας αποδείξεις

Ο Αλμπέρτο Κολομπέρο ήταν 17 ετών όταν μαζί με άλλους δύο ανακάλυψε το πτώμα της Τζόνσον. Ήταν 9 Φεβρουαρίου του 1975. Ο Κολομπέρο σκαρφάλωνε στο Ακονκάγκουα μαζί με τον πατέρα του, Ερνέστο, και τον Γκιγιέρμο Βιέιρο – και οι δύο έμπειροι ορειβάτες του Ακονκάγκουα, που τώρα έχουν πεθάνει. Όταν ο Κολομπέρο είδε κάτι κοκκινωπό στα αριστερά του, σκέφτηκαν ότι ήταν ένας μουσαμάς, μια σκηνή, ίσως ένα σακίδιο.

Τελικά, βρήκαν την Τζόνσον ανάσκελα. Το πρόσωπό της ήταν χτυπημένο σε τρία σημεία. Λευκό κόκαλο προεξείχε από τη μύτη της, το μέτωπό της και το πιγούνι της, όπου το δέρμα κρεμόταν σαν πτερύγιο. Υπήρχαν κηλίδες αίματος στο πρόσωπο και στο πανωφόρι της. Και από το δικό της παπούτσι έλειπε το ορειβατικό κραμπόν. Τα χέρια της ήταν γυμνά, το ελαφρύ μπουφάν της ξεκουμπωμένο και δεν μπορούσαν να βρουν το τσεκούρι πάγου της.

Η πλαγιά ήταν ρηχή. Όμως, ο Ζέλερ δεν είχε πει ότι αυτός και η Τζόνσον είχαν πέσει μαζί για πολλά μέτρα; Αποκλείεται να έπεσαν εδώ. Η μνήμη του Κολομπέρο κρατάει μια άλλη εντυπωσιακή λεπτομέρεια: πάνω από το σώμα της Τζόνσον στεκόταν ένας βράχος. 

Ο Κολομπέρο λέει ότι ήταν πολύ νέος και άπειρος εκείνη την εποχή για να βγάλει συμπεράσματα. Αλλά οι μεγαλύτεροι άνδρες, για το υπόλοιπο της ζωής τους, ήταν σίγουροι ότι η Τζόνσον δολοφονήθηκε.

Τα Φαντάσματα του Παγετώνα: Μία τραγική ανάβαση στις Άνδεις-5
Ενας Αργεντινός αστυνομικός μελετά τα αρχεία της υπόθεσης το 2023. Φωτ. © Max Whittaker / The New York Times

Η φωτογραφική μηχανή

Η Film Rescue International στο Σασκάτσουαν του Καναδά διευθύνεται από έναν άνδρα που ονομάζεται Γκρεγκ Μίλερ. Η μικρή ομάδα του παραλαμβάνει και επεξεργάζεται παλιά ή κατεστραμμένα και ανεμφάνιστα φιλμ από όλο τον κόσμο. Τώρα ο Μίλερ κρατούσε στα χέρια του μια φωτογραφική μηχανή που ήταν εγκλωβισμένη σε έναν παγετώνα σε ύψος περίπου 6.000 μέτρων για σχεδόν πέντε δεκαετίες. Η κάμερα ήταν άθικτη. Οι μηχανισμοί λειτουργούσαν.

Ο Μίλερ την πήγε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, άναψε ένα υπέρυθρο φως που προστάτευε το φιλμ και άνοιξε το πίσω μέρος της κάμερας. «Νομίζω ότι θα δούμε κάτι», είπε. Την ευθύνη της επεξεργασίας ανέλαβε ο Έρικ Λα Μποσιέρ, ένας 35χρονος επαγγελματίας παλαιστής μερικής απασχόλησης και κιθαρίστας σε μέταλ μπάντα. Όταν βγήκε από το σκοτεινό δωμάτιο, έδειχνε ευχαριστημένος. Ξετύλιξε το φιλμ και κράτησε μια λωρίδα στο φως. «Ναι», είπε. «Βουνά και άνθρωποι». Το ρολό που βρέθηκε μέσα στη φωτογραφική μηχανή είχε 24 φωτογραφίες.

Γύρω στο μεσημέρι, με τον ήλιο ψηλά και τις σκιές κοντές, η Τζόνσον είχε τραβήξει μια φωτογραφία ενός από τους άλλους ορειβάτες, ο οποίος ήταν στην κατηφόρα και καθόταν στον παγετώνα. Σε κάθε φωτογραφία, οι απογευματινές σκιές γίνονται μεγαλύτερες. Σύντομα, οι τέσσερις ορειβάτες θα έσκαβαν μια σπηλιά για να κοιμηθούν. Ο Κούπερ θα κατέβαινε το επόμενο πρωί, ενώ οι άλλοι τρεις θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν.

Η Τζόνσον τράβηξε κι άλλες φωτογραφίες αφότου εκείνος είχε φύγει. Πριν νυχτώσει, τράβηξε τρεις φωτογραφίες των γύρω Άνδεων. Αν και είχε στερηθεί οξυγόνο ή βρισκόταν σε κάποια σύγχυση, ήξερε ακόμα πώς να εστιάσει τον φακό, να συνθέσει το κάδρο και να κρατήσει τη μηχανή σταθερή για να τραβήξει καθαρές φωτογραφίες. Εδώ τελειώνει το φιλμ και αρχίζει ο θρύλος. Οι φωτογραφίες δεν λύνουν το μυστήριο, αντίθετα το περιπλέκουν. Λένε μια ιστορία για το τι έβλεπε η Τζόνσον στις τελευταίες της ώρες, όχι για το πώς πέθανε. Δεν οδηγούν όλες οι ανακαλύψεις σε αποκαλύψεις. Μερικές απλώς σε κάνουν να θέλεις να μάθεις περισσότερα. 

Ένα ερωτικό τρίγωνο που πήγε στραβά. Μια κρυψώνα χρημάτων που δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Κούπερ ως κυβερνητικός πράκτορας. Δολοφόνοι που πέρασαν τα κοντινά σύνορα της Χιλής. Γι’ αυτό ο Λόρεν Μακ Ιντάιρ, ο Αμερικανός, εμφανίστηκε σαν από το πουθενά; Για να βρει τα πτώματα; Γιατί έβγαζε τόσο πολλές φωτογραφίες; 

Ο Κορβαλάν, ο «μάστερ» των οδηγών του Ακονκάγκουα, με 59 επιτυχημένες αναβάσεις, άκουσε για πρώτη φορά τις ιστορίες για τους Αμερικανούς όταν άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό πριν από 35 χρόνια. Μελέτησε τις φωτογραφίες της Τζόνσον. Παρατήρησε τη ρηχή κλίση και το ασυνήθιστα μαλακό χιόνι στον παγετώνα εκείνη τη χρονιά. Μια μεγάλη πτώση και μια θανατηφόρα ολίσθηση στον πάγο ήταν απίθανη, ίσως και αδύνατη, λέει.

Αλλά τον ενοχλούσε κάτι άλλο. Είχε δει πτώματα να διαλύονται ακόμα και από σύντομες πτώσεις. Σπασμένα οστά, κατεστραμμένα ρούχα. Γιατί δεν είχε συμβεί το ίδιο στους Τζόνσον και Κούπερ; αναρωτήθηκε Γιατί η ζημιά περιορίστηκε κυρίως στα πρόσωπά τους; άρχισε να σκέφτεται. Βουνίσιος ο ίδιος, ξέρει ότι η εμπειρία και η κοινή λογική δείχνουν ότι ήταν ατύχημα. Όμως, περισσότερο από πριν, πιστεύει ότι ίσως υπήρξε δόλος. 

Η πιθανότητα δόλου 

Η ύπαρξη δόλου ακολουθεί την ιστορία σαν σκιά. Αμέλεια; Ανθρωποκτονία; Κάτι χειρότερο; Πώς; Γιατί; Είναι δυνατόν σε τέτοιο υψόμετρο, με τέτοια κούραση; Ο Κορβαλάν σήκωσε τους ώμους.
Ο Ρομπέρτο Μπούστος, ο τότε υπεύθυνος της κατασκήνωσης βάσης, είναι τώρα 76 ετών. Έχει έναν φάκελο με κιτρινισμένα αποκόμματα και φωτογραφίες στο σπίτι του. Έχει ένα σχοινί που ανήκε στον Σέλτον και το κρατάει ως πολύτιμο ενθύμιο.Οι φωτογραφίες της Τζόνσον ξυπνούν αναμνήσεις, αλλά δεν του αλλάζουν γνώμη. Θεωρεί ότι αυτό που συνέβη ήταν «ατύχημα στο βουνό», αν και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πρόκειται για κάτι βίαιο. Οι νόρμες αλλάζουν σε μεγάλα υψόμετρα, λέει. Η απελπισία παίζει με το σωστό και το λάθος.

Ένα πράγμα που δεν έχει αλλάξει εδώ και 50 χρόνια στα βουνά, από το Ακονκάγκουα μέχρι το Έβερεστ, είναι η έννοια της ηθικής και της ευθύνης. Σε μεγάλα υψόμετρα, εν μέσω των κινδύνων και οριακών στιγμών, γίνονται εύθραυστες. «Είναι ένας διαφορετικός κόσμος στα 6.000 μέτρα, με διαφορετικούς νόμους και κανόνες», λέει ο Μπούστος. «Και η συμπεριφορά – θα νομίζατε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί». Ο δικαστής Βικτόριο Μιγκέλ Καλαντρία Αγκουέρο δεν εξέδωσε ποτέ απόφαση για την υπόθεση. Λίγο πριν πεθάνει το 2022, ρωτήθηκε για την αμερικανική αποστολή από έναν δημοσιογράφο, ο οποίος του είπε ότι οι αναγνώστες είχαν παρακολουθήσει τα ρεπορτάζ για το θέμα «σαν μυθιστόρημα» και αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο της δολοφονίας. «Δεν αποδείχθηκε ποτέ», είπε ο δικαστής. Και τότε από τον πάγο αναδύθηκε η φωτογραφική μηχανή της Τζόνσον. Και όσα φαντάσματα είχαν εγκλωβιστεί στο παρελθόν, ήρθαν πάλι στην επιφάνεια. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή