Ο ιθύνων νους πίσω από το Cinobo, την ελληνική πλατφόρμα που «σώζει» το σινεμά

Ο ιθύνων νους πίσω από το Cinobo, την ελληνική πλατφόρμα που «σώζει» το σινεμά

Πώς μια ρομαντική ιδέα για τις ταινίες που δεν πρέπει να χάνονται εξελίχθηκε σε μια κινηματογραφική και επιχειρηματική ιστορία επιτυχίας. Η Δάφνη Μπεχτσή μάς περιγράφει τους σταθμούς της όμορφης σινεφιλικής της περιπέτειας, η οποία ξεκίνησε τέτοιες μέρες πριν από τέσσερα χρόνια

9' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2018, η Δάφνη Μπεχτσή ζούσε στη Γλασκώβη, έκανε έρευνα για την ελονοσία στο πλαίσιο του διδακτορικού της και βοηθούσε τον τότε σύντροφό της να ανοίξει μια πιτσαρία. Πώς θα μπορούσε, άραγε, αυτή η ιστορία να οδηγεί με κάποιον ευφάνταστο τρόπο στη γέννηση του Cinobo; Η Δάφνη ήταν σε μια φάση στη ζωή της που φαινόταν πως είχε πετύχει τους στόχους της: πτυχίο στη βιολογία, διδακτορική έρευνα σε ένα σημαντικό αντικείμενο, ικανοποιητικές απολαβές. Ένιωθε παρ’ όλα αυτά, θυμάται, ότι τίποτε από αυτά δεν έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατότερα. Ήθελε κάτι που να έχει πιο άμεσο και πολυεπίπεδο αντίκτυπο, σε ένα αντικείμενο που να αγαπά με πάθος. Όσο ψαχνόταν λοιπόν για μια αλλαγή στην καριέρα της λοξοκοιτάζοντας προς την τεχνολογία και τις επιχειρήσεις και όσο συζητούσε για το μάρκετινγκ της πιτσαρίας, την ομάδα, τα λογιστικά, συνειδητοποίησε τη διαχρονική παρουσία που έχει στη ζωή της η αγάπη για τον κινηματογράφο. Λίγους μήνες αργότερα, είχε εγκαταλείψει τη στρωμένη ζωή της στη Σκωτία, είχε μετακομίσει στο σπίτι της μεγαλύτερης αδερφής της στην Αθήνα και είχε ρίξει όλη την ενέργεια, τις επαφές και τις οικονομίες της σε ένα τρελό πρότζεκτ, μια πλατφόρμα στρίμινγκ με ελληνικό DNA και διεθνή προσανατολισμό. Και τα κατάφερε. Στις 12 Μαρτίου 2020, το Cinobo (Cinema No Borders – Σινεμά Χωρίς Σύνορα, αν αναρωτιέστε) τέθηκε σε λειτουργία και οι σινεφίλ μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στις περίπου 300 ταινίες που αποτελούσαν τη βιβλιοθήκη του.

Ο ιθύνων νους πίσω από το Cinobo, την ελληνική πλατφόρμα που «σώζει» το σινεμά-1
Το Cinobo ξεκίνησε από το σπίτι της αδερφής της Δάφνης Μπεχτσή, Σοφίας, αλλά σήμερα έχει τα γραφεία του σε έναν φιλόξενο και καλόγουστο χώρο στα Εξάρχεια. Φωτ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ

5 εκατ. ώρες στρίμινγκ

Τέσσερα χρόνια μετά, η πλατφόρμα θεωρείται δικαίως μία από τις πιο προβεβλημένες και αξιέπαινες ιστορίες επιτυχίας των ’20s. Το Cinobo διαθέτει πια περισσότερους από 1.000 τίτλους ταινιών –και πρόσφατα ενέταξε στη βιβλιοθήκη του και σειρές– από σχεδόν 100 χώρες και εκατοντάδες σκηνοθέτες. Έχει δεκάδες χιλιάδες χρήστες που έχουν απολαύσει πάνω από 5 εκατ. ώρες στρίμινγκ σε περισσότερες από 800 περιοχές. Φιλοξενεί 53.000 κριτικές χρηστών. Τα λειτουργικά του έσοδα ανέρχονται σε 2,3 εκατ. ευρώ, έχει τρεις κερδοφόρους ισολογισμούς και η ομάδα πρόσφατα ενισχύθηκε και αριθμεί πια είκοσι δύο μέλη. Αρκετά από αυτά βλέπω αυτό το πρωινό στα γραφεία του Cinobo στα Εξάρχεια, έναν ενιαίο χώρο με ζωηρόχρωμες πινελιές και φυτά, λίγα κλειστά γραφεία με τζαμαρίες και μια αίθουσα συσκέψεων όπου με περιμένει η Δάφνη. «Έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες μας όλο αυτό. Όταν ξεκινούσαμε, υπολογίζαμε με πόσους χρήστες θα μπορούσαμε να μείνουμε “ζωντανοί”, δεν ξέραμε αν θα τα καταφέρουμε. Στα μισά του δρόμου, μου λέει η ομάδα: “Δάφνη, άσ’ το, να τα παρατήσουμε, δεν έχουμε τα λεφτά”. Αλλά ήμουν αποφασισμένη ότι θα τα καταφέρουμε, ακόμα και αν έπρεπε να το δουλέψω μόνη μου, από το σπίτι της αδερφής μου. Είπα θα το κάνω ό,τι και να γίνει».

Για μήνες ξεχνούσε να φάει, δεν προλάβαινε να κοιμηθεί. Η αδερφή της Σοφία ήταν εκεί να της θυμίζει να προσέχει τον εαυτό της, να τη στηρίζει, όπως της είχε πει όταν της είχε τηλεφωνήσει από τη Γλασκώβη για να της μιλήσει για το σχέδιό της να επιστρέψει στην Ελλάδα και να στήσει το Cinobo. «Μου είχε πει ότι είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που με ακούει έστω να συζητάω την επιστροφή μου και γι’ αυτό να το κάνω και θα με στηρίξει. Πού να φανταστεί ότι θα της μπαστακωνόμουν στο σπίτι της!» θυμάται και γελάει. Το δεύτερο μεγαλύτερο στήριγμά της υπήρξε ο πατέρας της, Χρήστος Μπεχτσής, διανομέας ταινιών και ιδιοκτήτης αλυσίδας βιντεοκλάμπ, ο άνθρωπος που ουσιαστικά τη μύησε στον κόσμο του κινηματογράφου. Της ζητάω να θυμηθεί μια ιστορία που να μπορεί να περιγράψει πώς ξεκίνησε η σχέση της με τη μεγάλη οθόνη. «Δεν υπάρχει μια ιστορία», λέει αφού έχει σκεφτεί λίγα λεπτά, «είναι μια ολόκληρη ζωή. Μεγάλωσα μέσα στο βιντεοκλάμπ. Κάθε Κυριακή πήγαινα με τον πατέρα μου στον κινηματογράφο, οι δυο μας, ήταν το εβδομαδιαίο μας ραντεβού. Θυμάμαι ότι έβλεπα ταινίες και ένιωθα ότι μου αλλάζουν τη ζωή. Νομίζω ότι αυτή η ανάμνηση ήταν που με έκανε να πάρω την απόφαση να αλλάξω έτσι και τη δική μου ζωή. Σκεφτόμουν ότι ήθελα να κάνω κάτι που να έχει επίδραση και νομίζω ότι το σινεμά τελικά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Γιατί ακόμα κι εγώ, που είχα τα εφόδια από την οικογένειά μου να ταξιδέψω, να πειραματιστώ, να δοκιμάσω να κάνω πράγματα, βλέποντας μια ταινία ταξίδευα σε μέρη που ούτε είχα φανταστεί, ταξίδευα με τις ζωές άλλων ανθρώπων». 

Ο ιθύνων νους πίσω από το Cinobo, την ελληνική πλατφόρμα που «σώζει» το σινεμά-2
Φωτ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ

Οι ταινίες που χάνονταν

Μεγαλώνοντας παρακολουθούσε φεστιβάλ ανά τον κόσμο για να βλέπει ταινίες, συχνά μαζί με τον πατέρα της· ο κινηματογράφος παρέμενε η αγαπημένη της έξοδος. Θυμάται, ωστόσο, τη δυσφορία που της προκαλούσε το γεγονός ότι πολλές εξαιρετικές ταινίες που ξεχώριζαν ή βραβεύονταν στα φεστιβάλ δεν έπαιρναν διανομή, το κοινό δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τις δει στις αίθουσες των σινεμά του κόσμου. Ή και να προβάλλονταν για κάποιο διάστημα, μετά κανένας δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτές σε κάποια τηλεοπτική ή ονλάιν ταινιοθήκη. Ήταν και αυτός ένας λόγος που οδήγησε στη δημιουργία της πλατφόρμας. «Έλεγα στον πατέρα μου: “Αυτή η ταινία ήταν φοβερή, μας έκανε να κλάψουμε, να γελάσουμε, για ποιο λόγο δεν θα προβληθεί στο σινεμά;”. Και μου απαντούσε ότι δεν θα έκοβε εισιτήρια. 

Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι τόσοι άνθρωποι είχαν εργαστεί γι’ αυτές τις ταινίες, είχαν δοθεί τόσοι πόροι στην παραγωγή τους, ήταν ταινίες που είχαν σημαδέψει ζωές και δεν υπήρχαν κάπου να τις δει κανείς». 

Με τον πατέρα της έστησε το επιχειρηματικό πλάνο της πλατφόρμας. Με τον Αλέξη Βούκαλη συνεργάστηκε στο κομμάτι του e-commerce. Τα χρήματα όμως παρέμεναν πρόβλημα. Ξεκίνησε μια εκστρατεία συγκέντρωσης οικονομικών πόρων απευθυνόμενη σε φίλους, οικογένεια και angel investors. Και τα κατάφερε. Συγκέντρωσε τα απαιτούμενα πρώτα κεφάλαια, στελέχωσε την ομάδα επιλογής των ταινιών (Τάσος Μελεμενίδης, Θοδωρής Δημητρόπουλος, Τάσος Χατζηεφραιμίδης και στη συνέχεια ο πατέρας της) και πάτησε το κουμπί. «Υπάρχει από την αρχή μια φανταστική ομάδα πίσω από το curation. Είναι μια ομάδα ειδικών που εξασφαλίζει πολυφωνία, γιατί είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά έχουν κοινό παρονομαστή τη γνώση, το πάθος και τον ενθουσιασμό για το αντικείμενο. Και, σε προσωπικό επίπεδο, με στήριξαν από την αρχή. Όταν και η αγορά ήταν σκεπτική απέναντι στο εγχείρημα, όταν όλα έμοιαζαν εναντίον μας, εκείνοι ήταν εκεί για να επιβεβαιώσουν ότι θα τα καταφέρουμε». 

Είναι πια ένα love brand

Σήμερα, έπειτα από αυτή την πορεία που στην αρχή έμοιαζε με roller coaster, η Δάφνη έχει την ικανοποίηση, λέει, ότι οι άνθρωποι που έχουν γνωρίσει το Cinobo το αγαπούν. «Οι άνθρωποι μας λένε ότι ήταν κάτι που τους έλειπε και το ήθελαν, ότι το αγαπούν. Είναι πια ένα love brand. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση, μαζί με το ότι καταφέραμε να δώσουμε στους ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά την πρόσβαση αυτή». Οι χρήστες του Cinobo, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ομάδα, είναι σχεδόν μοιρασμένοι στα δύο φύλα (50,03% γυναίκες και 49,97% άντρες), με την πλειονότητα (23%) να είναι μεταξύ 45 και 54 ετών, ενώ ακολουθούν οι συνδρομητές 35-44 ετών με μικρή διαφορά (22%), 25-34 ετών (16%), 56-64 ετών (14%), άνω των 65 ετών (10%) και 18-24 ετών (9%). «Το κοινό μας είναι αρκετά μοιρασμένο», σημειώνει η Δάφνη, «και αυτό είναι ωραίο, γιατί ένας από τους λόγους που δημιουργήσαμε το Cinobo είναι για να μπορέσουμε να φέρουμε τον Κισλόφσκι και στους νεότερους. Αυτό έλεγα από την αρχή: Πώς μπορεί κάποιος να αγαπήσει το σινεμά αν δεν έχει πρόσβαση σε αυτό;» 

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των συνδρομητών, που το μοιράζονται όλοι, επισημαίνει η Δάφνη, είναι ότι είναι πιστοί στην πλατφόρμα, τη στηρίζουν, την ακολουθούν στα σόσιαλ μίντια, επικοινωνούν με την ομάδα, λαμβάνουν τα ενημερωτικά δελτία της, τη συστήνουν σε φίλους. «Φαίνεται ότι το δικό μας κοινό είναι το πιο ικανοποιημένο σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες που λαμβάνει σε σύγκριση με όλες τις πλατφόρμες που είναι προσβάσιμες στην Ελλάδα», σημειώνει η Δάφνη. «Είμαι πολύ ικανοποιημένη και από αυτό, και από τις αλλαγές που κάνουμε. Ξεκινήσαμε ως μια εταιρεία που προσφέρει στρίμινγκ, μετά περάσαμε στη διανομή, γιατί είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τι είμαστε, ότι θέλουμε να κάνουμε προσβάσιμο το καλύτερο σινεμά του κόσμου και τελικά φάνηκε ότι μας είναι απαραίτητο να είμαστε και στις αίθουσες, γιατί τις αγαπάμε πολύ και μπορούμε να το κάνουμε καλά, οπότε πλέον φέρνουμε ταινίες και στα σινεμά, και στην τηλεόραση, και σε events». 

Πλέον το Cinobo, εκτός από τη διαχείριση των κινηματογράφων Cinobo Όπερα στην Ακαδημίας και Αλεξάνδρα στην Πατησίων, θα αναλάβει και το θερινό Cine Paris. «Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, κάνουμε μεγάλα όνειρα και μπορούμε να αναπτυχθούμε περισσότερο», λέει η Δάφνη. «Επανεπενδύουμε συνεχώς, δεν έχουμε λάβει εξωτερική χρηματοδότηση για καμία από τις νέες μας δραστηριότητες. Σκεπτόμενοι σαν start-up, στοχεύουμε στην ανάπτυξή μας, να μπορέσουμε να βγούμε στο εξωτερικό, να γίνουμε το μεγαλύτερο brand σε αυτό που κάνουμε». 

Αυτή τη στιγμή το Cinobo προσφέρεται σε Ελλάδα και Κύπρο και μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει από οποιαδήποτε συσκευή, μέσω του σάιτ στον υπολογιστή και μέσω εφαρμογών για android τηλεοράσεις και έξυπνα κινητά. Ο κατάλογος διαθέτει βραβευμένες ταινίες, κλασικά αριστουργήματα, ελληνικό κινηματογράφο, επιλογές από κωμωδίες, σάτιρες, ρομαντικές κομεντί, θρίλερ και μυστηρίου, βιβλία που έχουν μεταφερθεί στο σινεμά, arthouse κ.ά. Υπάρχει κάποιο είδος που δεν θα χώραγε άραγε στο Cinobo; «Έχουμε βάλει μέχρι και greek erotica στην πλατφόρμα», απαντά η Δάφνη. «Νομίζω ότι Μarvel δεν θα ταίριαζε, αλλά ταινίες μεγάλων στούντιο θα φιλοξενούσαμε, για παράδειγμα το Poor Τhings. Υπάρχουν και μέινστριμ προτάσεις στο Cinobo, δεν είναι σκληρό arthouse, δεν είναι hardcore σινεφίλ, δεν είναι μόνο ψαγμένο. Έχει και γαλλική κομεντί, έχει και Ντόνι Ντάρκο και Το παιχνίδι της Μόλλυ και θρίλερ». 

Φαίνεται ότι, αν της το ζητούσα, θα μπορούσε να μου απαριθμήσει σχεδόν όλο τον κατάλογο από μνήμης. Ποιο είναι άραγε το guilty pleasure της; Όταν δεν τη βλέπει κανείς, παρακολουθεί Netflix, Disney+, Amazon Prime; «Τα βλέπω σχεδόν όλα, αρχικά γιατί προσφέρουν κάτι άλλο από το Cinobo, αλλά και γιατί καλό είναι να παρακολουθώ τον ανταγωνισμό. Έχω κόψει βέβαια το Netflix, ενώ και το Ertflix δεν με καλύπτει. Κατ’ ομολογία, το μέινστριμ το κάνουν καλύτερα οι άλλοι και το ποιοτικό, καλλιτεχνικό, ανεξάρτητο, βραβευμένο το κάνει πολύ καλύτερα το Cinobo».

Ο ιθύνων νους πίσω από το Cinobo, την ελληνική πλατφόρμα που «σώζει» το σινεμά-3
Πρόσφατα, το Cinobo ανέλαβε τη διαχείριση του κινηματογράφου Όπερα στην Ακαδημίας. 

To Cinobo σκοτώνει την πειρατεία

Στα επόμενα σχέδιά τους είναι να μπουν στην παραγωγή ταινιών. Μάλλον αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς την πορεία τους. Τελικά, το στρίμινγκ δεν είναι ανταγωνιστικό της αίθουσας; «Δεν είναι. Οι εποχές αλλάζουν. Κάποτε το σινεμά ήταν μόνο στη μεγάλη οθόνη. Μετά ήρθε η βιντεοκασέτα, το DVD, το Blu-ray. Και όλα αυτά άλλαξαν τη δυναμική του πώς κανείς βλέπει οπτικοακουστικό περιεχόμενο. Και άλλαξαν την αγορά. Έτσι ήρθε και το στρίμινγκ. Θεωρώ ότι το παράνομο στρίμινγκ δημιουργεί τα προβλήματα. Το στρίμινγκ έρχεται χέρι χέρι με την αίθουσα να στηρίξουν και να δημιουργήσουν τη συνήθεια και την αγάπη για τον κινηματογράφο. Και είναι δουλειά και της αίθουσας να εξελίσσεται και να συνεχίσει να αποτελεί μια ευχάριστη έξοδο. Και είναι και δουλειά του στρίμινγκ να σέβεται την αίθουσα. Θα μπορούσε να λειτουργήσει ανταγωνιστικά όταν έρθει μια ταινία που αξίζει να παιχτεί στη μεγάλη οθόνη και αποφασίζεις ότι θα τη βάλεις στην πλατφόρμα. Αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοια λογική. Η στρατηγική μας προσπαθεί να φέρει τον κόσμο του στρίμινγκ στην αίθουσα και έτσι να ενδυναμώσει τη συνήθεια. Γι’ αυτό και δίνουμε τα δωρεάν εισιτήρια στους συνδρομητές μας και μπορούν να πηγαίνουν στην αίθουσα κάθε εβδομάδα και να βλέπουν δωρεάν σινεμά. 

»Αυτός είναι ο τρόπος και να στηρίξουμε τις αίθουσες, αλλά και να δώσουμε μια αφορμή σε ένα κοινό που μπορεί να έχει εγκαταλείψει τη συνήθεια λόγω Covid ή λόγω άπειρου παράνομου στρίμινγκ, να επιστρέψει στην αίθουσα, να του δημιουργήσουμε τη συνήθεια, να ξαναδεί την αίθουσα γεμάτη, ζωντανή. Επομένως, θεωρώ ότι το στρίμινγκ έρχεται να συμπληρώσει την αίθουσα, γιατί επίσης μπορείς να δεις όλα αυτά που δεν χωράνε αντικειμενικά σε μια μεγάλη οθόνη. Ειδικά για το ανεξάρτητο σινεμά και τις ταινίες που δεν κυκλοφορούν τώρα, η μόνη λύση πριν από το Cinobo ήταν η πειρατεία». 

Η μηνιαία συνδρομή στο Cinobo ανέρχεται στα 8,99 ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή