Ο συγγραφέας Φοίβος Οικονομίδης «ταξιδεύει» με τον Αλμπέρ Καμύ στις Κυκλάδες

Ο συγγραφέας Φοίβος Οικονομίδης «ταξιδεύει» με τον Αλμπέρ Καμύ στις Κυκλάδες

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μήνυμα ήρθε χθες. Ή προχθές, δεν είμαι σίγουρος. Θα συναντιόμασταν στο καράβι για το νησί, έφευγε στις επτά. Η νύστα είναι διαφορετική όταν πηγαίνεις διακοπές, ξέρεις πως αξίζει τον κόπο. Αλλά κι εσύ ο ίδιος, όταν ταξιδεύεις, είσαι διαφορετικός. Ζεις στο παρόν. 

Πύλη Ε9. Περπατούσα βιαστικά στο λιμάνι με ένα σακίδιο στην πλάτη. Ο αέρας ήταν ζεστός, οι τουρίστες αμέτρητοι αν σκεφτείς πως ήταν άνοιξη. Όλοι διψασμένοι για ταξίδι, αμάξια, σφυρίχτρες, φωνές, είδα το καράβι. Επιτέλους. Ώρα να φεύγουμε. 

Ανέβηκα τις σκάλες για το κατάστρωμα κι έσπρωξα τη βαριά πόρτα. Τον είδα σκυμμένο πάνω από την κουπαστή, αγνάντευε το λιμάνι. Τσιγάρο στο χέρι, φορούσε ένα μπεζ πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια, που μου φάνηκε γνώριμο για κάποιο λόγο, και ένα λαδί καπέλο ψαρά, το οποίο, για να είμαι ειλικρινής, δεν του πήγαινε και τόσο, ήταν κάπως αστείο. Με είδε να πλησιάζω, χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι ‒ ένας δυνατός αέρας φύσηξε και του πήρε το καπέλο. Μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε να το κυνηγάει, εγώ άρχισα να γελάω. Ένα λεπτό μετά επέστρεψε χωρίς το καπέλο, σήκωσε τους ώμους του, αγκαλιαστήκαμε, «Πώς είσαι;» με ρώτησε. «Νυστάζω», του είπα, «αλλά είμαι καλά. Εσύ;». Άναψε κι άλλο τσιγάρο, το πλοίο ξεκίνησε. «Πολύ καλά. Έκατσα μέσα όταν έφτασα, αλλά… ήταν χειμώνας. Τι άρρωστη ατμόσφαιρα, τι κρύο!». Ο καπνός έβγαινε σε μικρά σύννεφα, που γλιστρούσαν πίσω στην Αθήνα με κάθε του λέξη. «Ξέρω, είναι απαίσια μέσα. Σιβηρικό ψύχος», συμφώνησα. «Εδώ έξω όμως…» είπε και ακουμπήσαμε στα κάγκελα. «Ούτε ο καφές τους είναι καλός, αλλά μήπως θέλεις;» ρώτησα, και χωρίς να περιμένει στιγμή, με λαίμαργα μάτια, απάντησε: «Ναι. Εννοείται πως ναι».  

Πήρε έναν διπλό εσπρέσο. Βγαίναμε στα ανοιχτά. Τα σπίτια στη στεριά άστραφταν κάτω από τον ήλιο, γίνονταν σπίθες, άστρα του πρωινού. Τη στιγμή εκείνη, όπως σε όλα τα τελευταία μου ταξίδια, έβλεπα την πόλη που έφευγε και σκεφτόμουν, μήπως αυτή είναι η τελευταία φορά; Δεν μπορούσα να αποφύγω εδώ και καιρό την ιδέα πως ο κόσμος όπως τον ήξερα τελείωνε, πως όλα γκρεμίζονταν, πως ίσως του χρόνου κιόλας το λιμάνι αυτό και η πόλη θα βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τελικά, μάλλον δεν ζούσα στο παρόν. Τότε, σαν να είχε ακούσει τη σκέψη μου, είπε «αύριο θα είναι πάλι εδώ, πρέπει να τις εγκαταλείπουμε τις πόλεις» και τελείωσε τον καφέ του. Έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο κι ένα στιλό από την τσέπη του και σημείωσε κάτι. Δεν άντεχα να μην κρυφοκοιτάξω, αλλά δεν κατάφερα να δω πολλά. Μόνο τις λέξεις «θάλασσα» και «Αλγερία».
 
Κατεβήκαμε στο νησί. Όλα ήταν βουτηγμένα στον ήλιο, εδώ το καλοκαίρι είχε φτάσει και μας περιμένε. Είχε τρομερό αέρα στο μικρό λιμάνι. Ο Αλμπέρ ύψωσε το πιγούνι προς τον ουρανό κι έκλεισε τα μάτια, πήρε μια μεγάλη ανάσα φως. Μας είχα κλείσει δύο δωμάτια με θέα στον κόλπο του λιμανιού. Του πρότεινα να περπατήσουμε, θα μας έπαιρνε λιγότερο από μία ώρα. Περάσαμε μέσα από τον πλακόστρωτο κεντρικό δρόμο, ανάμεσα στα λευκά σπίτια, τις βουκαμβίλιες, τα καφέ και τα τουριστικά μαγαζάκια. Κάποια στιγμή σταμάτησε και παρατηρούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάτι μικρά ομοιώματα αρχαιοελληνικών αγαλμάτων σε νέον χρώματα. Έχω την εντύπωση πως του άρεσαν. Βλέπαμε από μακριά το ψηλό βουνό και τη Χώρα, που σκαρφάλωνε προς την κορυφή. Βγήκαμε στον δρόμο που έφευγε από το λιμάνι κι από εκεί σε έναν ανηφορικό χωματόδρομο. Στα αριστερά μας οι χρυσοί λόφοι, στα δεξιά το Αιγαίο. Άναψε τσιγάρο και, καθώς ανεβαίναμε, χάιδευε τις ξερολιθιές. 

Ο συγγραφέας Φοίβος Οικονομίδης «ταξιδεύει» με τον Αλμπέρ Καμύ στις Κυκλάδες-1

Τα δωμάτιά μας είχαν ένα κοινό, μεγάλο μπαλκόνι με ένα ξύλινο τραπέζι και καρέκλες και, πράγματι, εξαιρετική θέα στον κόλπο και στη Χώρα. Από εδώ έβλεπες τα πάντα, τον κόσμο που έκανε βόλτες, τα αμάξια που ανεβοκατέβαιναν. «Θα μπορούσα να ζήσω εδώ», είπε. Μιλούσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, λες και έλεγε πράγματα απλά και καθημερινά, με απόλυτη ειλικρίνεια αλλά χωρίς βάρος, σαν να ζούσε για δεύτερη ‒τουλάχιστον‒ φορά. Γέλασα. «Μα μόλις ήρθαμε», του είπα. «Εδώ θα μπορώ να απολαμβάνω τον ήλιο κάθε μέρα και να τον αποχωρίζομαι με κάθε ηλιοβασίλεμα. Έτσι, σιγά σιγά, θα συμφιλιωθώ και με τον αποχωρισμό. Και η θάλασσα με την αλμύρα της… Θα είμαι πιο κοντά στο σπίτι μου απ’ ό,τι νομίζεις». 

Μόλις φτάσαμε στην παραλία, πριν τον προλάβω, είχε πετάξει τα πράγματά του στην άμμο και είχε βουτήξει στο νερό. Μπήκα στον πειρασμό να ανοίξω το σημειωματάριό του, όμως συγκρατήθηκα. Βούτηξα κι εγώ. Τον έχασα από τα μάτια μου, κολυμπούσε με ορμή, έκανε μακροβούτια με έναν σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό. Προσπαθούσα να δεχτώ την ομορφιά γύρω μου, να βρω έναν τρόπο να υπάρξω μέσα της πριν φύγω. Μας πήρα δύο μπίρες από τη μικρή καντίνα πιο πίσω. Μετά από ώρα βγήκε κι εκείνος, ξάπλωσε στην πετσέτα του. «Ξέρεις», του είπα, «μικρός προτιμούσα τον χειμώνα. Έπρεπε να μεγαλώσω για να αγαπήσω τον ήλιο, την άνοιξη, το καλοκαίρι. Πλέον τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτά». Κατέβασε μονομιάς τη μισή του μπίρα, γύρισε και μου χαμογέλασε με νόημα. Το ήξερα αυτό το νόημα, το είχα δει στις παλιές φωτογραφίες του, μια άγρια, εκδικητική ευτυχία. «Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά. Θέλει αγώνα να ζεις για τον ήλιο, να υποφέρεις για χάρη του, να τον κουβαλάς συνέχεια μέσα σου, γιατί η νύχτα δεν έχει τέλος… και χρειάζεται χρόνος για να το καταλάβεις». Δεν απάντησα. Τσουγκρίσαμε τα μπουκάλια μας. Δύο κοπέλες ξάπλωσαν πιο πέρα, το βλέμμα του στράφηκε σ’ εκείνες, μετά σ’ εμένα. «Τι όμορφες, ε;» είπε και γέλασε. 

Το ηλιοβασίλεμα μας βρήκε στο μπαλκόνι. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα όσο ο ήλιος έπεφτε, ώσπου η τελευταία λάμψη πνίγηκε στη θάλασσα. Ύστερα είπε «πάμε, πάλι απ’ την αρχή» και σηκώθηκε. Του έδειξα το βουνό. Τα φωτάκια της Χώρας μόλις άναβαν. «Ώρα να ανέβουμε», του είπα.

Καθίσαμε σε μια ταβέρνα κι αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε. Θαλασσινά, τσίπουρο και μπίρα. Ο Αλμπέρ είχε αναψοκοκκινίσει, μεθύσαμε γρήγορα. Μια παρέα έπαιζε ρεμπέτικα, με ρωτούσε τους στίχους και τους επαναλάμβανε. «Δεν θέλω να γυρίσουμε πάλι πίσω», του είπα. Με το ίδιο χαμόγελο, ακόμα πιο ζωηρό, πήγε να μου απαντήσει. «Μη μου πεις για τον Σίσυφο», τον σταμάτησα, «Έχω διαβάσει τα βιβλία σου. Όμως, τα πράγματα πίσω πάνε από το κακό στο χειρότερο». Γέλασε τρανταχτά, ήπιε το σφηνάκι του. «Τότε, φίλε μου, θα ξέρεις ότι έχεις πολλή δουλειά μπροστά σου. Μόνο εσύ!» είπε και με έδειξε. «Κανένας άλλος». Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου, «Μπορεί όλα να πάνε στράφι. Ο κόπος σου και μόνο αυτός θα σου γεμίσει την καρδιά. Τελικά θα πεις: όλα είναι καλά!» κατέληξε. Το τραγούδι είχε τελειώσει. Χειροκρότησε δυνατά, μας γέμισα τα ποτήρια. Αργότερα, περπατήσαμε μέχρι τη θάλασσα. Κάτω από τα λιόπανα ενός μπαρ, είχε φώτα, κόσμο και μουσική. Χορέψαμε μέχρι το ξημέρωμα, ο Αλμπέρ ομολογουμένως πολύ καλύτερα από εμένα. Ειδικά όταν, γύρω στις εξίμισι, χόρεψε σουίνγκ. 

Άυπνοι, πήραμε κάτι να φάμε από τον φούρνο και μπήκαμε ζαλισμένοι στο καράβι. Καθίσαμε στο κατάστρωμα. Όταν ανοίξαμε τα μάτια μας, είχαμε ήδη δέσει στον Πειραιά. 

Αποχαιρετηθήκαμε στον μόλο. «Πώς θα φύγεις από εδώ;» τον ρώτησα. «Με το τρένο», απάντησε αδιάφορα. Του έσφιξα το χέρι. «Αλμπέρ, σε παρακαλώ, υποσχέσου το». «Τι να υποσχεθώ;». «Υποσχέσου ότι θα φύγεις με το τρένο». «Υπόσχομαι», είπε παραξενεμένος. Δεν καταλάβαινε. Για τελευταία φορά χαμογέλασε, ύστερα μου γύρισε την πλάτη. Άναψε τσιγάρο. Χάθηκε. Σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό. 
Ερχόταν βροχή. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή