Η συγγραφέας Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου αναζητεί τα ίχνη της Γερμανίδας χαράκτριας και γλύπτριας Καίτε Κόλβιτς στο Βερολίνο

Η συγγραφέας Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου αναζητεί τα ίχνη της Γερμανίδας χαράκτριας και γλύπτριας Καίτε Κόλβιτς στο Βερολίνο

5' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, όλοι στο Βερολίνο τον ήξεραν ως Άκτον Μπελ. «Kάτι μου θυμίζει το όνομά σου», του είπα. «Μπορεί ένα-δυο βικτωριανά μυθιστορήματα ή ίσως έτυχε να γνωρίσεις κάπου τον Κάρερ και τον Έλις», απάντησε, «αλλά ας αφήσουμε αυτές τις ιστορίες στο παρελθόν όπου ανήκουν». Μας είχε μόλις συστήσει μια κοινή φίλη, η οποία γνώριζε το ζωηρό μου ενδιαφέρον για την Καίτε Κόλβιτς· για τις λιθογραφίες και τα μπρούντζινα γλυπτά με τις μητέρες που πενθούσαν παιδιά αφημένα στην εξαθλίωση, τις αντιπολεμικές αφίσες και τα χαρακτικά με τις εξεγέρσεις των εργατών. Είχα φθάσει στο Βερολίνο γεμάτη αμφιβολίες, σε αναζήτηση μιας τέχνης ευαίσθητης, την ύπαρξη της οποίας υποπτευόμουν στην επιμονή της Κόλβιτς να κοιτάζει κατά πρόσωπο τα σημάδια που άφηνε ο πόνος στις ανθρώπινες μορφές σ’ έναν κόσμο κοινωνικής αδικίας. 

Εκείνο το βράδυ, στο πάρτι της φίλης μας στο Νόικελν, έμαθα πως ο Άκτον, παρακινημένος από τη βαθιά συμπόνια των έργων της, είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται για τη ζωή της. Είχε ξεκινήσει να γράφει τη βιογραφία της και προσφέρθηκε πρόθυμα να μου δείξει ορισμένα σημεία της πόλης που ήταν βέβαιος πως θα έβρισκα ενδιαφέροντα. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα κι είναι αλήθεια πως ανυπομονούσα να τον ξαναδώ. Βρεθήκαμε λίγες μέρες αργότερα στην πλατεία Καίτε Κόλβιτς στο Πρεντσλάουερ Μπεργκ. Η Κόλβιτς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σ’ αυτή την κάποτε φτωχική εργατική συνοικία του Ανατολικού Βερολίνου, παρατηρώντας τους αποκαμωμένους ανθρώπους της γειτονιάς να συρρέουν στο ιατρείο του συζύγου της. «Το σπίτι τους δεν υπάρχει πια, βομβαρδίστηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέθανε μόνη κάπου κοντά στη Δρέσδη», μου είπε καθώς τον φωτογράφιζα δίπλα στο άγαλμά της. 

Όση ώρα περιπλανιόμασταν στους δρόμους του Πρεντσλάουερ Μπεργκ, η έκφρασή του παρέμεινε κατηφής σαν του αγάλματος. Στην προσπάθεια να τον κάνω να χαμογελάσει, ανασήκωσε τους ώμους και μου δήλωσε πως δεν συνήθιζε να περιορίζει τα χαμόγελα σε συγκεκριμένα συναισθήματα. «Κλαίω συχνά όταν είμαι ευτυχισμένος και χαμογελάω όταν είμαι θλιμμένος», είπε με έναν αποφαντικό τόνο που μου φάνηκε αταίριαστος με τα είκοσι εννιά του χρόνια. Πάντως, εγώ χαμογελούσα. Ο καιρός ήταν αναπάντεχα καλός εκείνη τη μέρα του Απρίλη. Το Πρεντσλάουερ Μπεργκ που αντίκριζα έμοιαζε ξέγνοιαστο, γεμάτο μικρά έθνικ εστιατόρια και καφέ, όπου ξανθούλικα παιδιά έγλειφαν λαίμαργα μπάλες παγωτού από τα χωνάκια τους. Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο η παρουσία του Άκτον δίπλα μου έμοιαζε να επαναφέρει ήχους από κουρασμένα βήματα, καβγάδες και κλαψουρίσματα άρρωστων παιδιών μιας άλλης εποχής. Μπορούσα να νιώσω το παρελθόν να μου γρατζουνάει τις σόλες των παπουτσιών από τις πλάκες των πεζοδρομίων.

Γρήγορα κατάλαβα πως ο Άκτον κατάφερνε να νιώθει συμπάθεια για τα παιδιά μόνο μέσα από τις λιθογραφίες της Κόλβιτς. Μου διηγήθηκε πως κάποτε είχε αναγκαστεί να σκοτώσει ένα πουλί που είχε βασανιστεί βάναυσα από ένα αγόρι, για να το γλιτώσει από το μαρτύριό του. Σχολίασα πως ήταν πράγματι δύσκολο να ξεχάσει κανείς μια τέτοια σκληρότητα. «Ωστόσο, η βία που οδηγεί ένα παιδί να πεθαίνει της πείνας είναι άλλης τάξης», συμπλήρωσε, καθώς είχαμε αρχίσει να ξεμακραίνουμε περπατώντας προς τα νότια, χαζεύοντας τα αντικείμενα που άφηναν οι Βερολινέζοι στα κατώφλια και στις γωνιές των δρόμων, όταν πια τους ήταν άχρηστα. Ο Άκτον έχωσε στην τσέπη του ένα αντίτυπο της Άγκνες Γκρέι στα σουηδικά, παρότι παραδέχτηκε πως δεν γνώριζε τη γλώσσα, μουρμουρίζοντας πως συνέλεγε μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. 

Η συγγραφέας Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου αναζητεί τα ίχνη της Γερμανίδας χαράκτριας και γλύπτριας Καίτε Κόλβιτς στο Βερολίνο-1

Είχαμε σκοπό να καταλήξουμε στο μουσείο της Καίτε Κόλβιτς στο Σαρλότενμπουργκ, στην έπαυλη της οδού Φαζάνενστρασε, όπου τρία χρόνια μετά τον θάνατό της ένας συλλέκτης τέχνης συγκέντρωσε όσα έργα της βρίσκονταν στην κατοχή του. Ο Πύργος της Τηλεόρασης υψωνόταν πάνω από την Αλεξάντερπλατς, καθοδηγώντας τον μακρύ μας περίπατο μες στην πόλη σαν κατακόρυφη βελόνα σε πυξίδα. Σταματήσαμε για λίγο στην πλατεία Ρόζα Λούξεμπουργκ δίπλα στο Λαϊκό Θέατρο και στο Σπίτι του Καρλ Λίμπκνεχτ, για να ανακαλέσουμε την ξυλογραφία στη μνήμη του Λίμπκνεχτ, μια σκηνή λαϊκού θρήνου πάνω από το λείψανο του κομμουνιστή ηγέτη. Ο Άκτον δεν θυμόταν από ποιους δρόμους είχε περάσει η επικήδεια πομπή των δολοφονημένων Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ τον Ιανουάριο του 1919, αλλά μου διηγήθηκε πως στο νεκροτομείο η σύζυγος του Λίμπκνεχτ είχε παρακαλέσει τη χαράκτρια να απεικονίσει τη σιωπηλή οδύνη των εργατών καθώς τον αποχαιρετούσαν.

Αναλογιζόμουν πως οι θρησκευτικές εικόνες στο έργο της Κόλβιτς μετουσιώνονταν σε κάτι τόσο διαφορετικό, ώστε, όταν φθάσαμε στο άγαλμα του Νόιε Βάχε, ήμουν προετοιμασμένη να αντικρίσω μια Πιετά η οποία θα ξέφευγε από τις καθιερωμένες χριστιανικές αναπαραστάσεις. Πράγματι, το νεκρό αγόρι κουλουριασμένο, σχεδόν κρυμμένο, ανάμεσα στα πόδια της μητέρας του, δεν θύμιζε σε τίποτα έναν αποκαθηλωμένο Χριστό. Η μάταιη απόπειρα της μπρούντζινης μητέρας να προστατεύσει έναν γιο ήδη χαμένο δεν προξενούσε θρησκευτικό ενθουσιασμό, αλλά απέραντη θλίψη, φωτισμένη μονάχα από έναν φεγγίτη ανοιχτό προς τον ουρανό.
 
Ο Άκτον μού απήγγειλε ψιθυριστά ένα ποίημα που δεν είχα ξανακούσει κι από το οποίο σήμερα δεν θυμάμαι παρά τους εναρκτήριους στίχους: «Πλησιάζει ένα σκοτάδι τρομερό/ στο σαστισμένο μου μυαλό/ ω, άφησέ με να πονώ μακριά απ’ την αμαρτία/ κι ας βασανίζομαι, αλλά με καρτερία». Ο πατέρας του ήταν κληρικός, όπως κι ο παππούς της Κόλβιτς, όμως εκείνος που μας ενδιέφερε στον κενό ορθογώνιο χώρο του μνημείου ήταν ο μικρός της γιος· η διαπίστωση πως μια γυναίκα που πέρασε ολόκληρη τη ζωή της σχεδιάζοντας μητέρες σε πένθος έγινε τελικά μία από εκείνες σ’ αυτή τη συνάντηση με την ιστορία που οι άνθρωποι συχνά αποκαλούμε πεπρωμένο. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, είχε η ίδια πείσει τον σύζυγό της να επιτρέψει στον νεαρό Πέτερ να καταταγεί εθελοντικά. Δέκα μέρες μετά την αναχώρησή του από το Βερολίνο, ο Πέτερ είχε ήδη σκοτωθεί, αφήνοντας πίσω του ένα ανεπούλωτο τραύμα κι ενοχές βαριές σαν αγάλματα από μπρούντζο.

Όταν αργά το απόγευμα φθάσαμε στην Κουρφούστερνταμ, η κούραση της μέρας βάραινε πια τα βήματά μας. Η πυκνή κίνηση και τα μεγάλα καταστήματα της λεωφόρου που άλλοτε αποτελούσε το εμπορικό κέντρο του Δυτικού Βερολίνου, έμοιαζε να βρίσκεται στον αντίποδα των κόσμων της Κόλβιτς. Και όμως, τα έργα της βρίσκονταν εκεί, σε μια στενή κάθετη. Βρήκαμε το μουσείο κλειστό, είχαμε καθυστερήσει κι έτσι απλώς καθίσαμε για λίγο στον μικρό πίσω κήπο. Χωρίς να μιλήσει, ο Άκτον άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε το δικό μου. Στράφηκα προς το μέρος του και τότε είδα ένα κόκκινο σκιουράκι να τρέχει στη χλόη, έπειτα να σκαρφαλώνει στον κορμό μιας ανθισμένης μανόλιας και να χάνεται πίσω από τα λουλούδια της. Ίσως ήταν ένα σημάδι που δεν κατάλαβα τότε για την ξαφνική αναχώρησή του λίγες εβδομάδες αργότερα ή για την ομορφιά που είδα να περνάει μπροστά μου εκείνη την άνοιξη στο Βερολίνο.

Πάντως, όταν πριν από λίγους μήνες μού ζήτησαν να γράψω τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση της βιογραφίας της Κόλβιτς, ήξερα πως ό,τι κι αν έγραφα θα τον αφορούσε.

* Άκτον Μπελ ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αν Μπροντέ. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή