Είναι σαν να βλέπεις βιντεάκια τρώγοντας παγωτό. Σαν να παραγγέλνεις το αγαπημένο σου βρώμικο. Ψέματα, είναι καλύτερο. Ολοι έχουν ένα βιβλίο-κρησφύγετο, εκεί που πάνε όταν νιώθουν περίεργα.
Το δικό μου βιβλίο-κρησφύγετο δεν είναι ένα, αλλά ολόκληρος ο κόσμος του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Αυτό σημαίνει κάποιες εκατοντάδες σελίδες με τρίψιμο πιάτων, γράψιμο, ατέλειωτους καφέδες στο μπαλκόνι, άγχος για το γράψιμο και αντρική ευαλωτότητα (το πιο διάσημο έργο του, «ο αγώνας μου», είναι έξι χοντροί τόμοι καθημερινότητας «χωρίς πλοκή», σκέτη ζωή).
Δεν έχουμε ντροπές μεταξύ μας. Εμένα μού τα λέει όλα. Για τον θεό και την κόλαση, για την εργαζόμενη σε εκδηλώσεις απασχόλησης νηπίων που τού αρέσει.
Τον έχω παρακολουθήσει να εγκαταλείπει την κοπέλα του, να ερωτεύεται, να πηγαίνει στη Σουηδία για ένα νέο ξεκίνημα, να γίνεται μπαμπάς, να φοβάται τον μπαμπά του, να τρέχει στο πάρκο, να κάνει σκέψεις για την καλλιτεχνική φωτογραφία και για το είδος των τροφίμων που προτιμά η μεσαία τάξη της Σουηδίας στο σούπερ μάρκετ. Δεν έχουμε ντροπές μεταξύ μας. Εμένα μού τα λέει όλα. Για τον θεό και την κόλαση, για την εργαζόμενη σε εκδηλώσεις απασχόλησης νηπίων που τού αρέσει.
Τον έχω δει να γράφει κι αυτό που γράφει να ‘ναι χάλια (τον τρίτο τόμο του «Αγώνα» μπορείτε να τον παραλείψετε), να κάνει την ίδια μέρα σκέψεις για το ολοκαύτωμα και το τηγάνισμα της ψαροκροκέτας. Για να πω την αλήθεια, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής του φωνής να αφήνεται χωρίς σχέδιο σ’ αυτές τις δοκιμιακές σκέψεις για τη σύγχρονη ζωή, τον Χίτλερ, την τέχνη και να τις διακόπτει σχεδιάζοντας το τηγάνισμα ή το άλλαγμα της κόρης του. Είναι ο κλασικός τύπος που δεν ξέρεις αν θέλεις να έχεις για μπαμπά, παίρνει να διαβάσει «Δαιμονισμένους» και «Αδελφούς Καραμαζόφ» στη βόλτα με το καρότσι, κάθεται στο παγκάκι, χαίρεται, ώσπου πρέπει να ταΐσει πάλι, ν’ αλλάξει, να αναβάλει την ανάγνωση και ίσως και τη συγγραφή.
Ο Κάρλ Ούβε είναι μία από τις πιο μακροχρόνιες αναγνωστικές μου σχέσεις. Και παρόλο που ξέρω πως ο άνθρωπος δεν είναι ο συγγραφέας και πως για τον πραγματικό άνθρωπο δεν έχω ιδέα, μ’ αρέσει να τον αποκαλώ με το μικρό του κι ας είναι ένα άτομο κυρίως της φαντασίας μου φτιαγμένο με τα υλικά του έργου του. Αρχισα να τον διαβάζω στα είκοσι τρία μου κι έκτοτε μπαινοβγαίνω στο ασφαλές κουκούλι που έχουμε φτιάξει μαζί, εγώ, αυτός κι οι λέξεις του. Γράφει σαν να μού ψιθυρίζει στο αυτί, σ’ εμένα, προσωπικά. Κάνει τόσο αδιανόητα κουλ το να είσαι συγγραφέας παρόλο που περνάς όλη σου τη μέρα με καθόλου κουλ τρόπους. Η αληθινή ζωή του συγγραφέα: μία φαινομενικά μονότονη εναλλαγή γραψίματος, καθαρίσματος του σπιτιού, φροντίδας άλλων ζωντανών πλασμάτων, διόρθωσης του γραψίματος και συνεχούς διαβάσματος. Πόσο μπορεί να ενδιαφέρει αυτό; Κι όμως.
Κάνει τόσο αδιανόητα κουλ το να είσαι συγγραφέας παρόλο που περνάς όλη σου τη μέρα με καθόλου κουλ τρόπους.
Ανθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν συνδεθεί από βιβλίο σε βιβλίο φτιάχνοντας μια περίεργη κοινότητα ατόμων που δεν θέλουν πραγματικά να συναντηθούν μεταξύ τους, αλλά που αγαπούν το ίδιο μακροσκελές έργο. Τα έργα του μυρίζουν μοναχικότητα και σιωπή (όπως κι αν ακούγεται αυτό για κάποιον που έχει γράψει τόσες χιλιάδες σελίδες), ο εσωτερικός του κόσμος είναι ρηχός και βαθύς, γεμάτος εκλάμψεις ευφυΐας, βλακείες και επιθυμίες.
Είμαι φαν, ερωτευμένη, οπαδός. Με ενοχλεί όταν τον κρίνουν μ’ έναν απολύτως ανορθολογικό τρόπο. Είχα να το πάθω απ’ όταν διάβαζα τα Χάρι Πότερ και κάποια αναγνώστρια είχε πει «άφησα το πρώτο βιβλίο στη μέση»- της ευχήθηκα τα χειρότερα κι απ’ το δημοτικό δεν της έχω ξαναμιλήσει.
Αντίστοιχα, ένιωσα μια οπαδική χαρά με τη νέα τριλογία του Κνάουσγκορντ που ξεκίνησε με το «The Morning Star» (μετάφραση στα αγγλικά Martin Aitken, αμετάφραστο ακόμη στα ελληνικά) και που φέτος το φθινόπωρο συνεχίζεται με τον δεύτερο τόμο της αγγλικής μετάφρασης που λογικά θα βρίσκεται σε ό,τι αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο υπάρχει, από τα ψαγμένα ως τα αεροδρόμια. Στον πρώτο τόμο (ναι, ο άνθρωπος έχει ένα φετίχ με τις πολλές σελίδες) κάτι ανατριχιαστικό και αλλόκοσμο δίνει σημάδια ζωής και μετά χάνεται και η καθημερινότητα συνεχίζεται αλλά σαν να έχει μετατοπιστεί κάπως. Περιττό να πω ότι έφαγα το βιβλίο σαν να μην είχα τίποτα σημαντικότερο να κάνω. Δεν είχα.
Εχει κάτι θρησκευτικό η επαφή μαζί του. Καλύπτει την ανάγκη που έχουν αυτοί που πάνε εκκλησία. Εχει τόση ζωή, αθόρυβη, ζωηρή ζωή, μια ζωή που μυρίζει μεταφυσικό άγχος.
Κι εδώ είναι το θέμα. Ο πιο μέτριος κριτικός λογοτεχνίας μπορεί να προσάψει πολλά κακά στον Κνάουσγκορντ. Λάθη, αστοχίες και φλυαρίες λερώνουν τη γραφή στα πιο φανερά σημεία. Ομως, αυτό δεν λέει τίποτα για το πώς μας κάνει να νιώθουμε το έργο.
Εχει κάτι θρησκευτικό η επαφή μαζί του. Καλύπτει την ανάγκη που έχουν αυτοί που πάνε εκκλησία. Εχει τόση ζωή, αθόρυβη, ζωηρή ζωή, μια ζωή που μυρίζει μεταφυσικό άγχος. Είναι μια διαρκής, ακανόνιστη ροή ομορφιάς, προβλημάτων, παρηγοριάς και ιδεών για την κουλτούρα και τον πολιτισμό.
Ο δεύτερος τόμος από τον «Αγώνα μου» (στα ελληνικά κυκλοφορεί ως «ένας ερωτευμένος άντρας», εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ο αγαπημένος μου. Και θυμάμαι όλες τις φορές που είχα ανάγκη αυτήν την ιστορία και που ο τόμος 2 ήταν εκεί για μένα. Μού έλεγε τα ίδια και τα ίδια, αλλά ποτέ πραγματικά τα ίδια, με μόνο κοινό παρονομαστή την ικανότητα της αφήγησης να με προφυλάσσει απ’ την πολλή ζωή μες στη ζωή μου.