Ο αφανής Μεσοπόλεμος, ίχνη στο Κουκάκι

Ο αφανής Μεσοπόλεμος, ίχνη στο Κουκάκι

Σε πολύ κοντινή απόσταση από τη λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος του Φιξ και του ΕΜΣΤ, τα μικρά δρομάκια του Κουκακίου μοιάζουν να ζουν μια αυτόνομη ζωή

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε πολύ κοντινή απόσταση από τη λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος του Φιξ και του ΕΜΣΤ, τα μικρά δρομάκια του Κουκακίου μοιάζουν να ζουν μια αυτόνομη ζωή. Στέκομαι συχνά στο καμένο σπίτι της οδού Φαλήρου και Τούσα Μπότσαρη, ένα κομψοτέχνημα που ρημάζει σαν λεηλατημένο ανάκτορο, αλλά όλα εκεί γύρω έχουν αφηγηματική δύναμη. Ιστορίες της πόλης… Οι άνθρωποι της Αθήνας, που ξαναζούν μέσα από όσα άφησαν οι εφημερίδες της εποχής, στις μικρές αγγελίες, στα κοινωνικά και στο αστυνομικό δελτίο, έχουν αφήσει τις σκιές τους σε προσόψεις που προσπερνάμε.

Πίσω από κλειστές πόρτες, συχνά λεηλατημένες σήμερα, είχαν συμβεί δράματα και απόπειρες αυτοκτονίας (οι λόγοι ερωτικοί, έγραφαν), είχαν γίνει αρραβώνες που είχαν αναγγελθεί, είχαν τραταριστεί συγγενείς και φίλοι σε γιορτές και επετείους, είχαν ξενυχτίσει νεκρούς. Η Αθήνα ως μικρή πόλη.

Στην οδό Οδυσσέα Ανδρούτσου οι τρεις βουβές πόρτες στη σειρά στο 19 και 21 του δρόμου, μοιάζουν να έχουν ασήκωτο βάρος. Να είναι οι ξεχασμένες ιστορίες ή τα αδιάφορα βλέμματα που τις προσπερνούν; Οι δίδυμες γκρίζες πόρτες στη διπλοκατοικία στον αριθμό 19 και η μοναχική, κόκκινη, πόρτα στο 21 είναι σαν πετρωμένες κόρες της Αθήνας, ασάλευτες αλλά παρούσες. Εχουν τη νεκρική γοητεία επιτυμβίων για τα παλικάρια και τις θυγατέρες της πόλης που έφυγαν νωρίς, και μένουν πεφιλημένα γλυπτά περιστοιχιζόμενα από αγγέλους και μαρμαρωμένους κισσούς. Αυτές οι πόρτες της Αθήνας είναι 100 ετών. Οχι πολύ παλιές αν τις δει κανείς σε μια προοπτική χρόνου και σε μια σειρά γενεών, αλλά αρχαίες, πανάρχαιες, αν τις δει κανείς μέσα από το ψευδαισθητικό κάτοπτρο του 21ου αιώνα.

Αναγκάζομαι να συνομιλήσω με όσα φέρουν και όσα μαρτυρούν. Η Αθήνα με τα δώρα της, αραδιασμένα σε κατώφλια, πεζούλια, ρείθρα και περβάζια, σαν μαραμένα αγριολούλουδα, βραχύβια αλλά παραδόξως με μια αίσθηση άχρονης θλίψης και ραγισμένης ομορφιάς. Θα έρθει άραγε η μέρα που μια πόρτα, έτσι σμιλεμένη από μαστόρους ξυλουργούς, έτσι παραχαϊδεμένη από σιδηρουργούς, να προκαλεί συγκίνηση τέτοια ώστε η καταστροφή της να μοιάζει με ιεροσυλία, να είναι ύβρις;

Μιλάμε για ένα ευρύτατο και πλουσιότατο κοίτασμα, το ορυχείο του λαϊκού πολιτισμού του άστεως. Να τον αποκαλούσαμε πηγαίο αστικό πολιτισμό; Να μιλούσαμε για τους μεσοαστούς ιδιοκτήτες, για τους μικροαστούς που πίστευαν στο αύριο, για τη μαστοριά της Αθήνας, για μια μακρά και πολυδαίδαλη αλυσίδα γνώσης, παράδοσης και τεχνικής, που έκανε την ύλη ποίηση και την ποίηση ανάγκη;

Ολα αυτά να εκπίπτουν άραγε και να απορρίπτονται από την αξιακή κλίμακα της εποχής μας; Στο μέλλον, θα υπάρξουν ενδεχομένως γενιές που θα εκτιμούν τον υλικό, αστικό πολιτισμό του 20ού αιώνα, όταν η Αθήνα ενηλικιώθηκε, όταν έφτιαξε το δικό της κοινωνικό χαρμάνι και έδωσε μια νέα ερμηνεία στην ίδια την αθηναϊκότητα. Να, ένας νεολογισμός που γονιμοποιείται συναισθηματικά, που δίνει βάρος στο πνεύμα της λέξης. Η πόρτα της Οδυσσέα Ανδρούτσου είναι μία από τις πολλές. Αλλά κάθε μία, από τις πόρτες αυτές, είναι μια μονάδα, μια αυταξία, ψηφίδα μιας αστικής ταπισερί, ενός αναπτύγματος σαν γιγαντιαία τοιχογραφία.

Η κόκκινη πόρτα εγγράφεται στη μνήμη του βλέμματος. Ακόμη και μετά την εξαφάνισή της, θα είναι εκεί, σαν ένα κομμάτι όσων ήταν, όσων είναι και όσων θα είναι. Η μετουσίωση της πόλης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή