Κεντρική Φωτογραφία: REUTERS/Αλέξανδρος Αβραμίδης
Ακούστε το άρθρο
Στις φωτογραφικές συλλογές που συγκεντρώνουν τα πιο δυνατά στιγμιότυπα του 2023, πριν από την εκπνοή του έτους, πρωταγωνιστούν οι εικόνες από τις φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα. Η μεγαλύτερη πυρκαγιά της Ευρώπης που έκαιγε επί 17 ημέρες στον Εβρο και οι πρωτοφανείς πλημμύρες που ακολούθησαν αμέσως μετά αποτύπωσαν με τον πιο έντονο τρόπο τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Φωτογράφοι που βρέθηκαν στα δύο πεδία απαθανατίζοντας τη φυσική καταστροφή και το αποτύπωμά της στις ζωές χιλιάδων ανθρώπων μιλούν στην «Κ» γι’ αυτά που έζησαν και κατέγραψαν με τον φωτογραφικό φακό τους.
Ο Αλέξανδρος Αβραμίδης έχει βρεθεί ως φωτορεπόρτερ στα μεγαλύτερα γεγονότα των τελευταίων δύο δεκαετιών σε Ελλάδα και Βαλκάνια, ενώ το 2016 τιμήθηκε για την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης με το βραβείο Πούλιτζερ. Συνεργάτης του Reuters, κάλυψε και τις δύο καταστροφές περνώντας πολλές συνεχόμενες ημέρες στο πεδίο.
«Αυτό που αντιμετωπίσαμε στην Αλεξανδρούπολη ήταν πρωτόγνωρο: το γεγονός ότι χιλιάδες εκτάσεις είχαν γίνει στάχτη. Ηταν δύσκολο σαν εικόνα να αντιμετωπίσει κανείς το μέγεθος της καταστροφής. Αυτό σε επηρεάζει, αλλά συχνά στην ένταση δεν σκέφτεσαι τι γίνεται. Το αντιμετωπίζεις μετά, όταν ανακαλείς τι έχει συμβεί», ανέφερε.
Τόσο η κάλυψη των πυρκαγιών όσο και των πλημμυρών ενείχαν κινδύνους. Ο κ. Αβραμίδης θυμάται την επιστροφή του από το Πήλιο, εν μέσω της κακοκαιρίας «Daniel». «Γνώριζα ότι έπρεπε να πάω αυθημερόν. Στην επιστροφή άρχισε να βρέχει πάλι, πολύ. Και ήταν δύσκολος ο δρόμος, είχε χειμάρρους, είχε φύγει το οδόστρωμα. Αγχώθηκα γιατί νύχτωνε. Την επόμενη ημέρα διάβασα τα νέα και είδα πως κομμάτια του συγκεκριμένου οδικού δικτύου είχαν καταρρεύσει».
Οι στιγμές που του έχουν μείνει έντονα ήταν δύο επιχειρήσεις εκκένωσης κατά τις οποίες ο κόσμος προσπαθούσε να σωθεί, στη μια περίπτωση από τις φλόγες και στην άλλη από το νερό. Στην Αλεξανδρούπολη, βρέθηκε στην εκκένωση του Σταυρίδειου Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων, η οποία γινόταν μέσα στη νύχτα αφού οι φλόγες είχαν πλησιάσει απειλητικά τη δομή. «Ηταν ηρωικές στιγμές για τους ανθρώπους που εργάζονταν εκεί. Η φωτιά είχε φτάσει τα 10 μέτρα. Από τη μία οι πυροσβέστες, να κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες ώστε οι φλόγες να μη φτάσουν στο ίδρυμα και, από την άλλη, υπάλληλοι και ιερείς, με ό,τι μέσο είχαν, ασθενοφόρα και ιδιωτικά μέσα, να μεταφέρουν ανθρώπους τετραπληγικούς. Ηταν συγκινητική η προσπάθεια να σώσουν το κέντρο και τους ανθρώπους».
Στις πλημμύρες, αποτύπωσε την προσπάθεια εκκένωσης στα Μεγάλα Καλύβια, όπου και εκεί, με ό,τι μέσα υπήρχαν, οι άνθρωποι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και με βάρκες και τρακτέρ απεγκλώβιζαν τους κατοίκους.
Κάποιες από τις φωτογραφίες του Αλέξανδρου Αβραμίδη βρέθηκαν στα φύλλα και τις ιστοσελίδες των μεγαλύτερων ΜΜΕ του κόσμου. «Οταν είναι τέτοιο το γεγονός και θέλεις να πληροφορήσεις τον κόσμο, προσπαθείς να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Η δυνατή φωτογραφία δεν είναι μόνο το τεχνικό κομμάτι, είναι να αισθανθείς τι γίνεται γύρω σου και να μεταφέρεις την εικόνα».
«Ο,τι έχω καλύψει μέχρι τώρα δεν έχει καμία σχέση με αυτά με τα οποία ήρθα αντιμέτωπος αυτό το καλοκαίρι», σημείωσε ο Αχιλλέας Χήρας, φωτορεπόρτερ για το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Ο κ. Χήρας ανήκει στη νέα γενιά των φωτορεπόρτερ και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή τόσο στην Αλεξανδρούπολη όσο και στη Θεσσαλία.
Οπως είπε μιλώντας στην «Κ», δεν πιστεύει ότι κάποιος μπορούσε να προβλέψει το πώς θα ήταν δυνατό να κινηθεί με ασφάλεια στα πεδία τόσο μεγάλων καταστροφών, καθώς τόσο η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα φαινόμενα όσο και η έκτασή τους ήταν πρωτόγνωρα. «Την πρώτη ημέρα η φωτιά πέρασε από το ένα βουνό στο άλλο μέσα σε πέντε λεπτά. Επρεπε η προσοχή σου να είναι 100% εκεί».
Στη Θεσσαλία, η κατάσταση αποδείχθηκε ακόμα πιο δύσκολη. «Υπάρχουν μέτωπα που φαίνονται αθώα και σε μία ώρα παύουν να είναι», ανέφερε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος αποκλείστηκε μαζί με συναδέλφους του εξαιτίας της πλημμύρας σε χωριό δίπλα στον Πηνειό, όπου παρέμεινε επί τρεις ημέρες. Οπως είπε, εκεί ήρθε κοντά με τους ανθρώπους που πλήττονταν από το φαινόμενο αυτό και μπόρεσε να διηγηθεί, μέσω των εικόνων, τις ιστορίες τους. «Θυμάμαι τον κ. Θανάση και τον σκύλο του. Ηταν από τις πρώτες εικόνες που έβγαλα μόλις φτάσαμε σε εκείνο το χωριό. Η ιστορία του ήταν συγκινητική, γιατί το κοντέινερ που φαινόταν από πίσω ήταν το σπίτι του. Ηταν σεισμόπληκτος. Εκτός από μια σακούλα ρούχα, το μόνο που είχε ήταν ο σκύλος του».
Εικόνες απόλυτης καταστροφής κατέγραψε και στο οδοιπορικό του, λίγες ημέρες μετά, στα υπόλοιπα χωριά του Κάμπου που είχαν πληγεί. Στο Κεραμίδι, όπου το νερό είχε καλύψει για ημέρες τα σπίτια, αντίκρισε μια σκεπή προσγειωμένη στη μέση της πλατείας του χωριού, ενώ οι κάτοικοι του έδειχναν πώς ήταν τα σπίτια τους πριν καταστραφούν από το νερό. «Ηταν πραγματικά σαν σκηνή από ταινία».
Αντίστοιχα συναισθήματα βίωσε όταν αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής από τις φωτιές στον Εβρο, σηκώνοντας το drone του για πρώτη φορά. «Από κάτω φαίνεται ένα μέτωπο που δεν μπορεί να σταματήσει να καίει. Εκεί που σοκαριστήκαμε ήταν όταν συνειδητοποιήσαμε πόση έκταση είχε καεί, βλέποντας την εικόνα του drone. Σε πιάνει ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις».
Μία από τις πρώτες εικόνες που «βγήκαν» από την περιοχή του Παλαμά, που επλήγη ανεπανόρθωτα, ήταν του Γιώργου Μουτάφη, συνεργάτη του Reuters και μεγάλων διεθνών ΜΜΕ. Ουσιαστικά κολύμπησε, με την κάμερα στα χέρια, για να μπει στο χωριό. «Στον Παλαμά, δεκάδες άνθρωποι κωπηλατούσαν για να φύγουν από το σπίτι τους. Εχοντας καλύψει επί χρόνια το μεταναστευτικό, δεν περίμενα ποτέ πως θα δω στον Θεσσαλικό Κάμπο ανθρώπους σε φουσκωτές βάρκες να προσπαθούν να ξεφύγουν για να μην πνιγούν. Ηταν απίστευτο!».
Αναφορικά με τις προκλήσεις σε τέτοια πεδία, όπως είπε, η καταστροφή συνεπάγεται και κίνδυνο. Οι φωτορεπόρτερ, όμως, όπως διευκρίνισε, επιλέγουν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία για να αποτυπώσουν τι συμβαίνει. «Οι άλλοι άνθρωποι δυστυχώς δεν το επέλεξαν να βρεθούν σε εκείνη την κατάσταση. Οι βοσκοί, οι εργάτες γης, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να το υποστούν».
Λίγα 24ωρα πριν πάει στη Θεσσαλία, είχε βρεθεί με το BBC στην Αλεξανδρούπολη. «Οταν η δημοσιογράφος με ρώτησε τι τίτλο θα έβαζα στο ρεπορτάζ, της απάντησα: “Κάηκε ο πνεύμονας των Βαλκανίων”».
Οδηγώντας στις ορεινές διαδρομές από τη Δαδιά προς την Αλεξανδρούπολη, δεν μπορεί να ξεχάσει τη βουβαμάρα που επικρατούσε. «Ηταν η απόλυτη σιωπή. Δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο. Ενα ζαρκάδι μόνο πέρασε κάποια στιγμή. Ηταν σαν να έκλαιγε και το δάσος γι’ αυτό που είχε συμβεί».
Εχοντας καλύψει κρίσεις διεθνώς, όπως τον πόλεμο στην Ουκρανία και στο Ισραήλ, παραδέχθηκε πως η κάλυψη τέτοιων φαινομένων στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο δύσκολη συναισθηματικά. «Μπορεί να ακούσεις ένα μοιρολόι, έναν άνθρωπο κρυμμένο πίσω από το σπίτι του να τα έχει βάλει με την τύχη του. Αυτά σε αγγίζουν». Ο ίδιος προσπαθεί να μην εμπλέκεται συναισθηματικά εκείνη τη στιγμή. «Δεν σου κρύβω, όμως, ότι μερικές φορές ψιλοδακρύζουμε πίσω από τον φακό και κρυβόμαστε πίσω από την κάμερα».
Τον ρωτήσαμε πώς μπορεί ένας φωτορεπόρτερ να δώσει μια ωραία εικόνα από ένα πεδίο με τόσες προκλήσεις. «Αποστολή μας δεν είναι να βγάλουμε μια καλή φωτογραφία, αλλά να αποτυπώσουμε αυτό που συμβαίνει μπροστά μας όσο πιο αντικειμενικά γίνεται για τον κόσμο που δεν γνωρίζει τι γίνεται. Στόχος είναι να μεταφέρουμε την είδηση».