Στη δεκαετία του ʼ60 στη Μεγάλη
Βρετανία αν ήθελες να ξεφύγεις από
την τάξη σου, από την εργατική
τάξη στην οποία ανήκες δηλαδή,
είχες μόλις δύο τρόπους, δύο
διεξόδους! Η πρώτη ήταν να παίζεις
σε μια μπάντα ροκ εν ρόλ και η
δεύτερη να γίνεις ποδοσφαιριστής!
Στη Μεγάλη Βρετανία η κοινωνική
κινητικότητα, δηλαδή η αλλαγή
τάξης μέσα σε μια γενιά, είναι
σχεδόν αδύνατη. Και ιδιαίτερα της
εργατικής τάξης!
Δύο ντοκιμαντέρ που προβάλλονται
αυτή την περίοδο σχεδόν ταυτόχρονα
στο Netflix έρχονται να
πιστοποιήσουν ακριβώς αυτό το
γεγονός. Ενας υπέρλαμπρος
ποδοσφαιριστής που ξεπέρασε κατά
πολύ τα όρια του αθλήματος, ο Ντέιβιντ
Μπέκαμ, με ταπεινή
καταγωγή από την εργατική τάξη και
ένας από τους μεγαλύτερους και
ανθεκτικότερους ποπ σταρ της
μεγάλης Βρετανίας, ο Ρόμπι
Γουίλιαμς, λιγότερο
σεμνός ίσως αλλά έχοντας επίγνωση
απο πού προέρχεται και που
πηγαίνει.
Ο καθένας τους έδωσε στο κοινό
στιγμές ανείπωτης χαράς και
ευτυχίας, λατρεύτηκε και
αποθεώθηκε, λοιδωρήθηκε και
τιμωρήθηκε και πληρώθηκε από το
κοινό και τα χυδαία βρετανικά
λαϊκά μίντια με πόνο και δάκρυα.
Κάποιες φορές το να έχεις
μεγαλώσει με αρχές σε οικογένεια
που προέρχεται από την εργατική
τάξη σημαίνει ότι είσαι φτιαγμένος
από έναν κόσμο με αξίες αλλά και
ταυτόχρονα με αναστολές. Επιπλέον,
κάποιες φορές ξέρεις ότι ο
μεγαλύτερος αγώνας που θα έχεις να
δώσεις στη ζωή σου δεν θα είναι
της επιβίωσης αλλά το να σπάσεις
τα όρια και τους περιορισμούς. Το
ντοκιμαντέρ για τον Ρόμπι
Γουίλιαμς βασίζεται σε μια
πρωτότυπη ιδέα όπου μέσα από
εκατοντάδες ώρες κινηματογραφικού
υλικού ο ίδιος βλέπει την πορεία
του στη μουσική από τότε που ήταν
17 χρόνων στο συγκρότημα των Τake
Τhat μέχρι και σήμερα. Τον
βλέπουμε ώρες ώρες λίγο βαρύ σε
διάθεση και προβληματισμένο να
παρακολουθεί στο λάπτοπ του και να
σχολιάζει σκηνές και στιγμές από
την καριέρα του. Αλλοτε βρίσκεται
ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα
εσώρουχά του ή τις πυτζάμες του
και άλλοτε παρέα με τη μεγάλη κόρη
του που μοιάζει να θέλει να την
προστατέψει από αυτά που είναι να
δει στην οθόνη.
Μου αρέσει γιατί δεν φοβάται να
αποκαλυφθεί η πιο σκοτεινή του
πλευρά και επιτρέπει στην κάμερα
να καταγράψει τις αντιδράσεις του
αλλά και την καριέρα του με τον
τρόπο που την έζησε, δηλαδή ωμά,
ειλικρινά, αληθινά. Προσπαθώ να
σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα εγώ στην
εικόνα του νεότερού μου εαυτού
μπροστά σε όλες αυτές τις άβολες
στιγμές. Είναι έντιμο και
ανθρώπινο αλλά θέλει πολύ μεγάλο
θάρρος για να ομολογήσεις σ’
ολόκληρο τον πλανήτη τις αδυναμίες
σου και τις εξαρτήσεις σου. Ακόμα
ακόμα και να δείξεις αυτή την
πλευρά της κατάθλιψης που ο κόσμος
ο οποίος σε λατρεύει, σε αποθεώνει
και σε ακολουθεί δεν τη
γνωρίζει.
Πιθανόν και να είναι κάτι σαν
θεραπεία για τον ίδιο. Τι άλλο
μαθαίνουμε; Κανένας που έγινε
διάσημος από παιδί δεν βγαίνει
ισορροπημένος. Οταν γίνεσαι
διάσημος γίνεσαι κάτι άλλο από
αυτό που είσαι αληθινά. Ολοι οι
διάσημοι και πολύ πολύ πετυχημένοι
αναζητούν τις χαρές των
καθημερινών ανθρώπων: ξέρετε
γυναίκα, δυο παιδιά και
λογαριασμοί κρεμασμένοι στην πόρτα
του ψυγείου. Αυτό, όμως, που κάνει
έναν άνθρωπο πετυχημένο είναι και
αυτό που τον καταστρέφει!
Η περίπτωση του Ντέιβιντ Μπέκαμ
είναι αρκετά διαφορετική καθώς ο
ίδιος μοιάζει να μη χάνει ποτέ τη
λάμψη του και τη γοητεία του ακόμα
και όταν βρίσκεται στην πιο
δυσάρεστη θέση στον πλανήτη, όταν
τον αποδοκιμάζουν οι φίλαθλοι στα
γήπεδα για πολύ μεγάλο χρονικό
διάστημα. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ δεν
ήθελε ποτέ να είναι απλά ένας
ποδοσφαιριστής και αυτή του την
επιθυμία την πλήρωσε πολύ μα πολύ
ακριβά για πάρα πολύ καιρό. Ήταν
ενα πολύ κλειστό παιδί από μικρός
που μεγάλωσε σε μια οικογένεια με
πολλή αγάπη. Δεν είχε όμως παρέες,
δεν είχε φίλους και δεν πήγαινε σε
πάρτι. Ακόμα, δεν έπινε και δεν
ξενυχτούσε. Από μικρός έμαθε από
την οικογένειά του ότι όταν κάτι
σου συμβαίνει, σφίγγεις τα δόντια
και το ξεπερνάς.
Κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ ο
Πίτερ Χουκ, πρώην
μπασίστας των New Order,
λέει οτι οι σταρ στο Μάντσεστερ
ήταν οι σταρ της μουσικής, όταν
όμως έλαμψε το αστέρι του Μπέκαμ
αυτό άλλαξε εντελώς. Ετσι είδαμε
τους ποδοσφαιριστές να γίνονται οι
ροκ σταρ της πόλης.
Ηταν τότε που η μεγάλη Βρετανία
έζησε την αναγέννησή της μέσα από
το Cool Britannia, την
αποθέωση και την τρέλα της ποπ
κουλτούρας. Κυρίως, όμως, ήταν
τότε που κορυφώθηκε ένα
καπιταλιστικό μοντέλο το οποίο και
ο Ντέιβιντ Μπέκαμ και η σύζυγός
του το πριμοδότησαν και το
απογείωσαν! Αλλωστε ποτέ δεν ήθελε
να είναι απλά ένας ποδοσφαιριστής
και ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε απλά
σαν τέτοιος. Πιθανότατα ο μισός
πλανήτης που ασχολήθηκε μαζί του
να μην ήθελε καν να έχει σχέση με
το ποδόσφαιρο.
Παρόλο που για πολλά χρόνια διαβάζω
αγγλικό Τύπο, αν κάτι με ξάφνιασε
στην περίπτωση και του Γουίλιαμς
και του Μπέκαμ είναι το πόσο
χυδαία επιτέθηκε και στους δύο το
μεγαλύτερο μέρος των βρετανικών
λαϊκών εφημερίδων και των
τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών
εκπομπών. Ολα αυτά τα μέσα
κυριολεκτικά τους έριξαν στην
αρένα για να τους κατασπαράξει το
κοινό.
Καθένας μέσα στα ντοκιμαντέρ λέει
με τον δικό του τρόπο πόσο
αποκομμένος σωματικά και ψυχικά
είναι από τη γη που κάποτε
θεωρούσε δική του. Δύο
υπερ-επιτυχημένοι, συνομήλικοι,
την ίδια περίοδο στη Μεγάλη
Βρετανία. Είναι ένα ωραίο μάθημα
αυτά τα δύο ντοκιμαντέρ που μου
θύμισαν για άλλη μια φορά ότι, όσο
ψηλά και αν βρίσκεται κάποιος,
σίγουρα έχει υπάρξει μια στιγμή
στην πορεία του που γνώρισε και
αυτός την απόλυτη συντριβή!
— «Ξόδεψα αρκετά χρόνια
της ζωής μου κυνηγώντας την
τελειότητα… Τώρα είμαι
αφοσιωμένη στην ελευθερία και
αυτό είναι το πιο
σημαντικό». Αυτά τα
λόγια της Νίνα Σιμόν
θυμήθηκα όταν άρχισα να διαβάζω το
βιβλίο με τίτλο «Το κυνήγι
της τελειότητας» του
καθηγητή Ψυχολογίας στο LSE, Τόμας
Κάραν, που κυκλοφόρησε
πρόσφατα από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο. Δεν ξέρω αν φταίει το
άχθος του καπιταλισμού ή ο έντονος
ναρκισσισμός και η ανάγκη για
συνεχή έκθεση και προβολή της
εποχής μας, αλλά αυτό που κάνει
τους περισσότερους ανθρώπους να
λυγίζουν τα τελευταία χρόνια είναι
το άγχος της επιτυχίας, ο φόβος
της αποτυχίας, η τελειομανία, το
κυνήγι της νίκης, της πρωτιάς. Μια
τελειότητα, δηλαδή, ολοένα και πιο
απλησίαστη για τους περισσότερους,
στην οποία κανείς δεν αισθάνεται
ευχαριστημένος και επαρκής. Το
αποτέλεσμα είναι ένας πλανήτης σε
μόνιμη δυσαρέσκεια και ανασφάλεια,
ένας πλανήτης στην τσίτα! Το
βιβλίο αυτό αν μη τι άλλο σε
χαλαρώνει.
— «You’ll be hearing from
me baby, long after I’m
gone» τραγουδάει ο
Λέοναρντ Κοέν σε ένα από
τα πιο εμβληματικά και θρυλικά
τραγούδια του, στο περίφημο Tower
Of Song! Η μετά θάνατον αντοχή του
έργου του Cohen είναι πια επικών
διαστάσεων και οφείλεται στο
ταλέντο του να μπορεί να παρατηρεί
τα πάντα από μια απόσταση.
Εξηγείται και από το γεγονός ότι
στα 50 χρόνια της καριέρας του
κατάφερε να αλλάξει τις προσδοκίες
γύρω από το τι είναι και τι δεν
είναι ένας
τραγουδιστής/τραγουδοποιός και
κυρίως το ποια είναι τα θέματα που
μπορεί να τραγουδήσει,το βάθος του
στιχουργικού του έργου και η
συνέπεια του καλλιτέχνη απέναντι
σε αυτό. Ολα αυτά εξακολουθούν να
συγκινούν τους απλούς ακροατές
αλλά και τους νέους καλλιτέχνες σε
ολόκληρο τον κόσμο που εμπνέονται
από το έργο και την προσωπικότητα
του Κοέν. Ο Λέοναρντ Κοέν τα έκανε
όλα διαφορετικά, όλα ανάποδα, όλα
με τον τρόπο του και ήξερε από
πολύ νωρίς τι ήθελε να κάνει. Γι’
αυτό και εξακολουθεί να είναι ένας
από τους ελάχιστους παλιούς
καλλιτέχνες που εμπνέει ακόμη και
σήμερα θαυμασμό. Είναι τόσο μεγάλο
το βάθος του έργου του που δεν
εξαντλείται. Ολα αυτά σκεφτόμουν
αυτές τις μέρες με αφορμή τα jazz
μπαλέτα του Μόντρεαλ που βρέθηκαν
για τεσσερις μέρες σε Θεσσαλονίκη
και Αθήνα έπειτα από προσκληση του
Μεγάρου Μουσικής. Τέσσερις sold
out παραστάσεις και ένα κοινό που
δεν σταματάει να μιλάει και να
ονειρεύεται με αφορμή τα
τραγούδια, τους στίχους και τη
φωνή του.
Ερχεται χειμώνας, ξεσκονίστε τη
fedora σας!
|