Θα τους δεις στους δρόμους της
Αττικής που δεν κατάπιε ο
εξευγενισμός. Στις αληθινές
γειτονιές. Απλώνουν ρούχα σ’
απλώστρες ανοιχτές στο πεζοδρόμιο,
κατοικούν στα υπόγεια, καθαρίζουν
με χλωρίνη το κράσπεδο. Θα τους
δεις να περνάνε σαν εξωτικά πουλιά
σε μικρό σμήνος.
Τους έχω δει να κάνουν βόλτες
ντυμένοι θεϊκά, μες στα χρώματα.
Τους έχω δει να μαζεύονται όταν
περνώ με τον σκύλο, να μη με
πιστεύουν –λευκή, μαυροντυμένη,
μαύρος σκύλος– ότι δεν θα τους
κάνουμε κακό.
Τους έχω δει στο σούπερ μάρκετ να
απαντούν ελληνικά στο παιδί τους
που τους μιλάει στη γλώσσα τους,
τα Ρομανές. Δεν το κάνουν από
κακό, να το προστατέψουν θέλουν,
όμως εγώ ντρέπομαι στην ιδέα πως
κάποιος κόβει τη γλώσσα κάποιου
άλλου στην ιδέα πως οι κυρίαρχες
κουλτούρες πάντα καταπιέζουν τον
γλωσσικό πλούτο, για να τον
αφανίσουν (ακόμα και στις προφορές
– δείτε τι κόμπλεξ έχουν Ελληνες
να μιλήσουν αγγλικά με ελληνική
προφορά ή να τους μιλούν ελληνικά
με ξενική προφορά).
Τους έχω δει να ψάχνουν στα
σκουπίδια, να σέρνουν υλικά που
μπορούν να μεταπωλήσουν, να
κρατούν το παιδί τους στο χέρι –το
παιδικό καρότσι το θέλουν για
δουλειά– κι αυτό να έχει ένα μάτι
όλο συναίσθημα. Τους έχω δει σ’
αυτά τα μηχανάκια με τις καρότσες
να πάνε βόλτα το κορίτσι τους, το
μηχανάκι να χαλάει τον κόσμο από
τη χάλια εξάτμιση
–συναρμολογημένα, πεταμένα
εξαρτήματα– κι αυτοί να ’χουν ύφος
θριάμβου και το μάτι στα
σκουπίδια, γιατί η δουλειά δεν
σταματάει ποτέ.
Τους έχω δει να λιμνάζουν στα
δικαστήρια και στις υπηρεσίες, να
κάθονται κάτω στα γρασίδια
σιδηροδρομικών σταθμών, υπουργείων
και πρωτοδικείων, να ψάχνουν να τα
βγάλουν πέρα μ’ ένα κράτος που δεν
ξέρει ακριβώς πόσο τους θέλει.
Τους έχω δει να γίνονται οι νεκροί
που μνημονεύονται μόνο με την
εθνικότητα και την ηλικία τους, η
χαρά του κακού δημοσιογράφου, οι
διάδικοι που πρέπει να
αντιστρέψουν ένα βουνό
προκαταλήψεων όποτε ψάχνουν το
δίκιο τους. Το Σάββατο που πέρασε,
ένα μικρό παιδί
(Ρομά) έπεσε
νεκρό σε αστυνομική καταδίωξη.
Πρώτη φορά τούς είδα στο θέατρο
στην παράσταση
Romaland που
παίζεται για λίγο ακόμη. Είναι
θέατρο ντοκιμαντέρ, παίζουν
ερασιτέχνες. Ρομά Ρομά, αληθινοί,
όχι ηθοποιοί. Λένε τον πόνο τους,
τα τραγούδια τους κι αστεία.
Μιλούν με χιούμορ για τον δικό
τους φόβο. Αν δεν είναι τέλειοι, η
αστυνομική βία δεν θα τους
λυπηθεί. Δεν πιάνουν εύκολα
δουλειές, δεν έχουν ευκαιρίες,
θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά
τους, όπως όλοι, και σε κανονικές
συνθήκες φοβούνται σ’ ένα δωμάτιο
με τόσο πολλούς μη Ρομά. Η
παράσταση των Αζά – Τσινικόρη έχει
κι ένα μικρό κομμάτι για τις
προκαταλήψεις στην εφαρμογή των
νόμων.
Οι γύφτοι είναι οι δικοί μας
μαύροι
Κατά καιρούς βρίσκουν δικαίωση στα
δικαστήρια, όμως αυτό δεν φέρνει
πίσω τους νεκρούς τους, ούτε κάνει
εμάς, τους πολίτες, να νιώθουμε
ασφαλείς στα χέρια της Αστυνομίας,
ούτε θίγει προκαταλήψεις χρόνων
βαθιά εμπεδωμένες μέσα στο σύστημα
του νόμου το οποίο ξεκινάει από
πολύ χαμηλά, από την Αστυνομία. Τι
είδους άνθρωποι είναι τελικά αυτοί
που τους εμπιστευόμαστε όπλα και
το καθήκον περιφρούρησης; Τι
εκπαίδευση λαμβάνουν, τι έλεγχοι
γίνονται για την ψυχική τους
κατάσταση, για την προσήλωσή τους
στην τήρηση του Συντάγματος (εκεί
λέει για τα ανθρώπινα δικαιώματα),
για όσα τέλος πάντων έχουν στο
κεφάλι τους την ώρα που ένοπλοι
κυκλοφορούν ανάμεσά μας; Οι Ρομά
έχουν κάποιες πολύ κακές ιστορίες
να διηγηθούν. Απ’ αυτή την
εβδομάδα έχουν άλλη μία. Κι άλλος
νεκρός.
Αποκαλόκαιρο στο Βερολίνο, το μάτι
μου πέφτει σε μία αφίσα με κότες
και γιαγιάδες, πατάτες και
πολύχρωμα υφάσματα. Ξεχωρίζει.
Διαφημίζει μια έκθεση σε μουσείο
(στο μουσείο Brücke) κι ο τίτλος
είναι τρυφερός, κάτι σαν «Επλεξα
για μας» (Ich nähte für uns). Η
καλλιτέχνις Małgorzata Mirga-Tas
ασχολείται με τη ζωή σε κοινότητες
Ρομά και τα έργα της έχουν χρώματα
και κάτι σαν σεμεδάκια και
μαντίλες και γιαγιάδες με στραβά
πόδια και γυναίκες που πλέκουν και
καθαρίζουν πατάτες και που σε
φροντίζουν μέσα από τη σιωπή τους,
μ’ ένα πιάτο φαγητό και μια
χειροποίητη κουρελού, κι έχει κάτι
εντελώς οικείο και ζωντανό και
τρυφερό που, προφανώς,
ξετρελαίνομαι.
Μέσα στην έκθεσή της νιώθω ν’
ανοίγομαι, δεν είναι κάτι του στυλ
επιστροφή-στην-παράδοση αυτό που
προτείνει, ούτε ένα κλείσιμο του
ματιού στη γερμανική ενοχή (οι
Ρομά ήταν απ’ τους πρώτους που
«καθαρίστηκαν» όταν η ευρωπαϊκή
ηθική πήρε την κατηφόρα). Είναι
μια ολομέτωπη επίθεση στην
γκριζίλα, ένα «εγώ θα σας πω πώς
ζωγραφίζεις τη ζωή μας», κάτι δικό
της, φανταχτερό, τρυφερό και
προσωπικό μέσα σε πολύ πολύ
ταλέντο.
Η Tas μεγάλωσε σε μια τέτοια
κοινότητα, κάπου στην Πολωνία.
Εκεί δεν βρέθηκε κάποιος να τη
σκοτώσει. Πήρε υποτροφίες,
δούλεψε, για να ανασκευάσει τις
αναπαραστάσεις των Ρομά στα
εικαστικά και τελικά έφτιαξε η
ίδια ωραία έργα, που δικαίως
κρεμάστηκαν πλάι σε σημαντικούς
Γερμανούς εξπρεσιονιστές (Erich
Heckel, Karl Schmidt Rottluff,
Otto Mueller).
Αλλωστε και αυτοί «έκπτωτοι» και
αποσυνάγωγοι ήταν κάποτε, τέχνη
για τους διαταραγμένους, σύμφωνα
με γνωστό αποτυχημένο ζωγράφο και
κατά γενική ομολογία άθλιο
συγγραφέα (ο Αγώνας μου είναι
κυρίως βαρετός) που τελικά
σταδιοδρόμησε ως ηγέτης και
εμπνευστής της μαζικής εκτέλεσης
Εβραίων/Ρομά/γκέι/κομμουνιστών/«τρελών»/αντιστασιακών
και αναπήρων.
Σ’ εκείνη την έκθεση της Tas είχα
νιώσει πολύ πιο κοντά στη δική μου
κουλτούρα απ’ ό,τι σε κάτι φρικτές
στιγμές του σύγχρονου πολιτισμού
μ’ «εγκαταστάσεις» VR-PR,
περφόρμανς περφόρμανς περφόρμανς
και κούφιο ναρκισσισμό ως το μόνο
αληθινό συναίσθημα ή χρώμα της
εποχής μας (γενικά με τις τέχνες
θέλει προσοχή πού πας).
Υπάρχει ένα κλισέ για τους
γύφτους/τσιγγάνους/Ρομά. Κλέβουν
και είναι πονηροί. Σπρώχνουν
ναρκωτικά. Φέρουν όπλα. Πουλάνε
τις γυναίκες τους για λίγα
χρήματα. Κυκλοφορούν με μετρητά
από παράνομη δραστηριότητα.
Απομυζούν την πρόνοια.
Αναρωτιέμαι, όμως, πόσες
«επιλογές» έχουν για τίμια
δουλειά, τι μαθαίνουν να κάνουν,
αν πάνε στα σχολεία ή
μπαινοβγαίνουν στις φυλακές και
στα δικαστήρια, αν μπορούν να
φανταστούν τη ζωή τους αλλιώς, αν
βλέπουν Αστυνομία και,
δικαιολογημένα, φέρονται λες κι
έχουν κάτι να κρύψουν – την
ταυτότητά τους. Αναρωτιέμαι πώς
σπάει η φούσκα μιας τόσο δύσκολης
ζωής.
Αν τους ρωτήσουμε και τους
ακούσουμε, αυτοί θα ξέρουν να μας
πουν. Σε πρώτη φάση μπορούμε,
απλώς, να τους δούμε και να
στηρίξουμε κάθε πολιτική για τη
βελτίωση της ζωής τους.
|