Μεγάλες προσδοκίες

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κανείς δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει με τη διαπίστωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος, αναφερόμενος στα ελληνοτουρκικά, βρίσκει «πολύ θετικό το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει στο πλευρό της όλους τους συμμάχους της». Απλώς, για περισσότερη ακρίβεια, εγώ θα προσέθετα και το επίρρημα «νοερά», διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο τούς έχουμε στο πλευρό μας – και πάλι μέχρι του σημείου που το επιτρέπουν τα ευρύτερα δικά τους, αλλά και τα κοινά συμφέροντα, όχι απολύτως και ανυπερθέτως.

Δεν το λέω καθόλου με τη διάθεση να υποτιμήσω τη διπλωματική εγρήγορση της χώρας και το πλέγμα των συνεννοήσεων που έχει αναπτύξει γύρω από τα ανοικτά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Ολα αυτά έχουν την αξία τους το καθένα και χάρη σε αυτή την ηθική στήριξη το θέμα έχει αναδειχθεί από τα διεθνή ΜΜΕ ως τουρκική επιθετικότητα. Ομως, η οριστική διευθέτησή του εξαρτάται από εμάς τους ίδιους και τους συμβιβασμούς που είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε έναντι της Τουρκίας και, κυρίως, έναντι του μαξιμαλισμού που οι ίδιοι έχουμε καλλιεργήσει τόσα χρόνια και εξαιτίας του οποίου έχουμε φθάσει στο σημείο να συγχέουμε το φαντασιακό με το πραγματικό.

Οι περισσότεροι μιλάμε για τα δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο σαν να είναι κάτι με υπόσταση, κάτι που υπάρχει, που είναι απτό και οριοθετημένο, όταν στην πραγματικότητα είναι μόνο μια δυνατότητα, η οποία υφίσταται στη θεωρία. (Ενδεχομένως και σε έναν κόσμο της φαντασίας μας, όπου η Ελλάδα δεν έχει καθόλου γείτονες ή, έστω, έχει μόνο γείτονες, χωρίς κανενός είδους απαιτήσεις για τον εαυτό τους…) Εμείς, όμως, φρίττουμε στην ιδέα ότι θα παραχωρήσουμε το 3, το 5 ή το 7% ενός ιδεατού 100%, το οποίο στην πραγματικότητα δεν έχουμε. Μας σοκάρει ακόμη και η απλή ιδέα ότι η όποια δυνατότητα απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να πραγματωθεί μόνον εφόσον αναγνωρίζεται και από την αντίθετη πλευρά του χάρτη.

Πολύ σωστά λέμε ότι από την ελληνοϊταλική συμφωνία για την ΑΟΖ η Ελλάδα μεγαλώνει (το επανέλαβε και χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), διότι η αμοιβαιότητα είναι εκείνη που κατοχυρώνει την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων της χώρας μας. Τι μας εμποδίζει όμως, διερωτώμαι, να πούμε το ίδιο και για μια συμφωνία με την Τουρκία; Να παραδεχθούμε, δηλαδή, ότι η χώρα θα μεγαλώσει από τη διευθέτηση με την Τουρκία, των ζητημάτων που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες.  

Μας εμποδίζει, κατ’ αρχάς, το «ψυχολογικό» μας με τους Τούρκους, που είναι βαθύ και σύνθετο – ας περιοριστούμε σε αυτόν τον ουδέτερο όρο, για να μην μπλέξουμε. Επειτα, είναι το Κυπριακό, που το έχουμε συναρτήσει με τα αμιγώς ελληνοτουρκικά και στο οποίο ακολουθούμε ευπειθώς τον μικρομεγαλισμό των Κυπρίων αδελφών. Τέλος, είναι η τακτική των στρατιωτικών προκλήσεων που ακολουθεί η Τουρκία και η οποία αποτρέπει κάθε συμβιβαστική διάθεση από την πλευρά της Αθήνας.

Καμία αξιοπρεπής χώρα δεν δια-πραγματεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματά της υπό τις ατιμωτικές συνθήκες της στρατιωτικής πίεσης. Εξίσου σοβαρό, όμως, είναι και το επιχείρημα ότι κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θα ήθελε την πιθανή διευθέτηση που θα προέκυπτε από μια στρατιωτική ήττα, η οποία θα δηλητηρίαζε την πολιτική ζωή για δεκαετίες ολόκληρες. Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι ανάγκη να σπάσει ο φαύλος κύκλος του σκύλου που κυνηγά να πιάσει τη σκιά του και να βρεθεί ο τρόπος να διαπραγματευθούμε επί ίσης βάσεως με τους Τούρκους.

Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, μόνο το Διεθνές Δίκαιο κατοχυρώνει τις νόμιμες επιδιώξεις της Τουρκίας. Οποια και αν είναι το ποσοστό της υποχώρησης και η μορφή των συμβιβασμών, αυτό που θα κερδίσει η Τουρκία κατοχυρώνεται και γίνεται εκμεταλλεύσιμο μόνο μέσω της διεθνούς αναγνώρισης που παρέχει η εναρμόνισή του με το Διεθνές Δίκαιο. Υπό την έννοια αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι η Αθήνα θα ήθελε (είναι η εκτίμησή μου) συνομιλίες, διαπραγμάτευση και στο βάθος Χάγη, ακούγεται ως παράδοξο, αλλά στο βάθος της υπόθεσης και οι δύο πλευρές συναντώνται στην ανάγκη τους για μια λύση στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Το ζητούμενο είναι πώς θα συναντηθούν επί ίσοις όροις. Δεν αμφιβάλλω ότι αυτό προσπαθεί ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, που περιοδεύει στις δύο πρωτεύουσες. Τον θαυμάζω για την καλή του προαίρεση και πολύ περισσότερο όταν δεν προδικάζω την επιτυχία…

Επανόρθωση

Hταν λάθος μου και επομένως η συγγνώμη είναι οφειλόμενη, τόσο προς τους αναγνώστες που άθελά μου παραπληροφόρησα όσο και προς την κυρία. Με ενημερώνουν ότι η αιθέρια παρουσία της χθεσινής φωτογραφίας (από την τελετή υπογραφής της ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για την κατασκευή τερματικού σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη) δεν ήταν η εκπρόσωπος της βουλγαρικής, αλλά η πρόεδρος και βασική μέτοχος της εταιρείας Gastrade, Ελμίνα Κοπελούζου. Φταίει η φαντασία μου, που συχνά υπολείπεται τραγικά της πραγματικότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή