ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νομικό έλλειμμα

Το επιχείρημα πως οι ονομαστικές καταγγελίες για κακοποιητική συμπεριφορά σε επαγγελματικά περιβάλλοντα πρέπει να συνοδεύονται από αποδείξεις για να τις πάρουμε στα σοβαρά δεν είναι παράλογο. Δεν νοείται καταδίκη, δικαστική ή άλλη, χωρίς αποδεικτικό υλικό. Αυτό, όμως, το ξέραμε ήδη. Εκείνο που δείχνουμε να μη γνωρίζουμε είναι ότι δεν αφήνουν όλες οι πράξεις τα ίδια ίχνη. Κάποιες από αυτές, μάλιστα, δεν αφήνουν καθόλου ίχνη. Είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολη έως αδύνατη και η καταγγελία και η διάγνωσή τους. Σ’ αυτές τις φαντασματικές καταστάσεις, όπου η νοσηρότητα σπέρνεται και αναπαράγεται συστημικά κι αόρατα, οι κανόνες παύουν να είναι λειτουργικοί. Το τεκμήριο αθωότητας γίνεται εγγύηση μη ενοχής.

Γιατί τώρα

Το ελληνικό Me Too, που χάρη στη γενναία καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου δείχνει επιτέλους μια ευοίωνα αποκαλυπτική τάση εξάπλωσης, έχει ξεσηκώσει ήδη τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί οι καταγγελίες δεν έγιναν «εγκαίρως», ορίζοντας το «εγκαίρως» ως σύμπτωση της καταγγελίας μιας πράξης με τη στιγμή που η πράξη συνέβη. Η απάντηση είναι απλή: Οι διαφόρων ειδών παρενοχλήσεις βασίζονται στο στοιχείο της ιεραρχίας, στη δεσπόζουσα θέση εκείνου που παρενοχλεί. Μια ενδεχόμενη καταγγελία είναι πιθανό να έχει για το θύμα όχι απλώς αρνητικές επιπτώσεις, αλλά απολύτως συντριπτικό κόστος σε επίπεδο επιβίωσης. Ποιο είναι το δίχτυ προστασίας μιας νεαρής ηθοποιού για να καταγγείλει έναν φτασμένο ηθοποιό που απλώς θα τη διαψεύσει και θα φροντίσει να μη δουλέψει ποτέ ξανά; Ποιες αποδείξεις μπορεί να προσκομίσει και σε ποιον; Ποιος θα χρηματοδοτήσει έναν νομικό αγώνα που μπορεί και να μην οδηγήσει πουθενά; Είναι προφανές ότι μια τέτοια καταγγελία, αν γίνει ποτέ, θα γίνει σε μια ευνοϊκή για το θύμα συγκυρία, όπου το κέρδος θα είναι μεγαλύτερο από το διακύβευμα.

Αστοχα ερωτήματα

Αλλοι αναρωτιούνται γιατί το θύμα δεν αποχώρησε από το επαγγελματικό περιβάλλον στο οποίο διαπίστωσε την προβληματική συμπεριφορά. Αυτός ο ευλογοφανής προβληματισμός διατυπώνεται ως ερώτημα πρακτικής φύσεως, αλλά παρεμπιπτόντως μέμφεται την ηθική αξία του καταγγέλλοντος, υπονοώντας ένα είδος σιωπηλής συναίνεσης του θύματος στην κακοποίησή του. «Αφού σε κακοποιούσαν γιατί έμεινες;» Ούτε που περνάει από το μυαλό τους ότι οι επιλογές του θύματος μπορεί να είναι περιορισμένες, ότι μπορεί να έχει εκτεθεί ξανά σε κακοποιητικά περιβάλλοντα, ή μόνο σε τέτοια, και να νομίζει ότι το να υφίσταται βία είναι η μόνη του επιλογή. Είναι επίσης πολύ πιθανό να έχει εκλογικεύσει τη βία και να τη θεωρεί φυσιολογικό κομμάτι της επαγγελματικής του ζωής. Μερικοί από τους αρνητές των καταγγελιών προχωρούν ακόμη περισσότερο την απόπειρα αποδόμησης του θύματος, βάζοντάς τα με την καριέρα του. «Μήπως την οφείλει στο άτομο που καταγγέλλει;» Αυτό που αποτυγχάνουν, όμως, να αντιληφθούν μέσα στη φιλοσοφική θύελλα των υποθετικών σεναρίων είναι ότι το θύμα ενδέχεται να μην είχε ποτέ τη δυνατότητα να μην παρενοχληθεί, με ή χωρίς καριέρα.

Φυσικοποίηση της βίας

Η κακοποίηση στον εργασιακό χώρο, με τη στενή ή την ευρεία έννοια του χώρου (δεν διαδραματίζονται όλα τα περιστατικά σε γραφεία), στην ακραία ή στην πιο ήπια εκδοχή της, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό και σε μια παθογόνα κουλτούρα ανούσιας σκληραγώγησης και πειθαρχίας που, μετά χρόνια εφαρμογής χωρίς αντίσταση, έχει κανονικοποιήσει τη βία. Στο θέατρο, στον αθλητισμό, αλλά και σε πιο προσιτά στην κοινή εμπειρία πεδία, όπως τα εταιρικά, η παρενόχληση, οι εκφοβισμοί και οι απειλές είναι μια τόσο συνηθισμένη πρακτική που μεταβολίζεται ως αναγκαίος όρος συνεργασίας. Το επίμονο φλερτ από έναν προϊστάμενο, ο ψυχολογικός πόλεμος, οι χαρακτηρισμοί και η οξυθυμία θεωρούνται λίγο-πολύ αποδεκτές εκφάνσεις της συνολικής επαγγελματικής εμπειρίας. Οσοι δεν τις αποδέχονται μπορεί να στιγματιστούν ως απροσάρμοστα και μη ομαδικά πνεύματα. Αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που καθιστά δυσχερείς τις καταγγελίες, μαζί με το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές δεν υπάρχουν καν φορείς και διαδικασίες που να τις διευκολύνουν σε πρακτικό επίπεδο.

Πάντα ο σεξισμός

Το γεγονός ότι τα συνηθέστερα θύματα παρενόχλησης είναι γυναίκες κάνει την αντιμετώπιση του θέματος ακόμη πιο δύσκολη απ’ ό,τι ούτως ή άλλως είναι, γιατί προϋποθέτει την αναγνώριση του σεξισμού ως δομικού προβλήματος που προηγείται. Και όλοι ξέρουμε πόσο λίγοι είναι πρόθυμοι να προβούν σ’ αυτή την παραδοχή. Ομως η αλήθεια είναι πως όποιος σκοπεύει να ασκήσει καταχρηστικά την εξουσία που διαθέτει θα στοχεύσει πρώτα στα άτομα πάνω στα οποία θεωρεί ότι έχει δικαιώματα από καταβολής της ύπαρξής του. Ο γυναικείος πληθυσμός είναι, λοιπόν, πιο ευάλωτος σ’ αυτές τις συμπεριφορές, για τον ίδιο λόγο που είναι πιο ευάλωτος στα ισοπεδωτικά στερεότυπα, στη στέρηση δικαιωμάτων και στις επιθέσεις στον δρόμο. Εδώ έγκειται η αξία του Me Too και η αναγκαιότητα του ελληνικού παραρτήματός του.

Απαραίτητη διευκρίνιση

Η φράση «πιστεύουμε όλες τις γυναίκες», που έχει συνδεθεί με το κίνημα, ακούγεται περίεργη γιατί δεν επεξηγεί αυτό που εννοεί. Αυτό που θέλει να πει είναι «πιστεύουμε στο δικαίωμα όλων των γυναικών να καταγγείλουν όποιον τις αδικεί, αλλά και στο δικαίωμά τους να ληφθεί υπόψη και να εξεταστεί σε βάθος η κάθε καταγγελία τους ξεχωριστά». Κι αυτό είναι απολύτως κατανοητό και δίκαιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή