Οι «αρνητές του 112»

1' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με όρους «κανονικότητας», όταν με το καλό σβήσουν οι πυρκαγιές που κατατρώνε την ψυχή του τόπου, οι δικαστικές και οι αστυνομικές υπηρεσίες και τα συναρμοδίως αναρμόδια υπουργεία θα βρεθούν μπροστά σε μιαν αδήριτη ανάγκη: να πατάξουν το φαινόμενο της ανυπακοής εν τη γενέσει του. Ή μάλλον τώρα που αρχίζει να μπουσουλάει. Να εντοπίσουν δηλαδή όσους κάγχασαν ακούγοντας και ξανακούγοντας το επιτακτικό μήνυμα του «112» και αντί να σηκωθούν να φύγουν, αντί να αρκεστούν σε προσευχές προς τον Θεό και εκκλήσεις προς την πολιτεία (ποιος από τους δυο ακούει λιγότερο είναι ένα παμπάλαιο ερώτημα), έμειναν να πολεμήσουν τη φωτιά. Με κλαριά. Εστω με κλαριά. 

Αυτή τη φορά πρέπει να δουλέψουν συντονισμένα και μεθοδικά οι ένστολοι διώκτες της πάσης ανυπακοής, πριν θεριέψει το κακό διά της μιμήσεως. Οχι όπως δούλεψαν στα μέτωπα των πυρκαγιών, με χαοτικούς αυτοσχεδιασμούς. Και ν’ απλώσουν παντού τα ερευνητικά δίχτυα τους. Στην Εύβοια, στην Ηλεία, στη Μεσσηνία, στη Λακωνία, στη Φωκίδα, στα Γρεβενά (πόσο μακριά είναι τελικά τα –κάθε– Γρεβενά από το κέντρο, ούτε πυροσβεστικά αεροπλάνα φτάνουν εκεί ούτε δημοσιογραφικά βανάκια). Και στη Βαρυμπόμπη, στο Κρυονέρι και στις Αφίδνες, στην Αττική γενικά, αν και εκεί ήταν λιγότεροι οι αρνητές του «112». Πιθανότατα επειδή ουδείς από τους κατοίκους των περιοχών αυτών φοβόταν ότι θα κινδύνευε το σπίτι του, τόσο κοντά στο Σύνταγμα, με την πολιτεία «υποδειγματικά προετοιμασμένη», την Πυροσβεστική να ρίχνει εκεί το βάρος της, τις εστίες μικρές στην αρχική τους εκδήλωση και περιχαρακωμένες, και τους ανέμους κάθε άλλο παρά θυελλώδεις.

Δεν έκαναν του κεφαλιού τους από αυτοκτονικό πάθος οι πάμπολλοι πολίτες που αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή εκκένωσης. Αντάρτεψαν επειδή βεβαιώθηκαν γρήγορα ότι η Πυροσβεστική, εναέρια και επίγεια, δεν επαρκούσε. Εβλεπαν ότι, κι όταν ακόμα έφταναν πυροσβέστες στον τόπο τους, δεν τον γνώριζαν, δρούσαν χωρίς αντίκρισμα κι έπρεπε να τους καθοδηγήσουν οι ίδιοι. Να τους πουν τα μυστικά του σπιτιού τους. Του μεγάλου τους σπιτιού. Του κοινού. Του δάσους. Αυτό έμειναν να προστατέψουν. Αν αυτό καταβροχθιζόταν από τις φλόγες, το άλλο τους σπίτι, το μικρό και ιδιόκτητο, θα απέμενε σκέτα ντουβάρια.

Δίπλα στους ντόπιους, οι εθελοντές. Επίσης ανυπάκουοι. Να τους τιμωρήσουμε λοιπόν; Ή να υποκλιθούμε στο φρόνημά τους, στο πάθος της προσφοράς και της αλληλεγγύης; Να υποκλιθούμε, πρώτ’ απ’ όλα, στη μνήμη των δύο εθελοντών που αυτοθυσιάστηκαν;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή