Υποψιασμένη κοινωνία πολιτών, καχύποπτο κράτος

Υποψιασμένη κοινωνία πολιτών, καχύποπτο κράτος

4' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιατί να ρυθμίσει το κράτος με νόμο έναν κατ’ εξοχήν χώρο ελευθερίας και αυτονομίας, όπως είναι η κοινωνία πολιτών; Είναι δυνατόν δημόσιες υπηρεσίες να επιλαμβάνονται της κοινωνίας πολιτών ως εάν αυτή ήταν μέρος της διοικητικής ύλης; Και αν συντρέχουν λόγοι ρύθμισης της κοινωνίας πολιτών, μέχρι ποιο βαθμό θα έπρεπε οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών να υποστούν τον παρεμβατισμό του κράτους, αφού άλλωστε έχουν ιδρυθεί κυρίως για να αντιπαρατεθούν με το κράτος ή να προσφέρουν όσα εκείνο παραλείπει να κάνει; Τέτοια ερωτήματα έγιναν ξανά επίκαιρα όταν το υπουργείο Εσωτερικών έθεσε σε διαβούλευση νομοσχέδιο για τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών («ΟΚοιΠ». Βραχυγραφία ισοδύναμη με τις ΜΚΟ. Η διαβούλευση έληξε στις 19 Νοεμβρίου).

Αντικείμενο του νομοσχεδίου είναι η δημιουργία βάσης δεδομένων και μητρώου για τις οργανώσεις, η ρύθμιση της παροχής κρατικής χρηματοδότησης προς αυτές, η απασχόληση εθελοντών και η θέσπιση φορολογικών κινήτρων για δωρεές προς τις ΟΚοιΠ. Διάσπαρτες διατάξεις νόμων υπήρχαν για λίγα από αυτά τα ζητήματα. Οπότε, επί της αρχής, το νομοσχέδιο αποτελεί θεσμική καινοτομία. Εθνικά μητρώα των ΟΚοιΠ και πλαίσιο φορολογικών υποχρεώσεων και απαλλαγών τους διαθέτουν ακόμα και χώρες με ασθενέστερη δημόσια διοίκηση και ισχνότερη κοινωνία πολιτών (Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο). Τα αποκτά και η Ελλάδα, αργότερα από πολλές χώρες, αν και με μερικές προβλέψεις επιβαρυντικές για τις οργανώσεις.

Η κοινωνία πολιτών, το σύνολο των επίσημα οργανωμένων οργανώσεων και άτυπων δικτύων των πολιτών, εξ ορισμού αντιδιαστέλλεται προς το κράτος και την αγορά. Οι οργανώσεις και τα δίκτυα που παρεμβαίνουν, μεταξύ άλλων, στα πεδία δημόσιας πολιτικής του πολιτισμού, της εκπαίδευσης, της προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά., ούτε να κυβερνήσουν θέλουν, όπως τα πολιτικά κόμματα, ούτε να αποκομίσουν κέρδη, όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η κοινωνία πολιτών είναι μια πολύπαθη έννοια και ταλαίπωρη πραγματικότητα.

Ως έννοια, η κοινωνία πολιτών κάνει τους ελευθεριστές (libertarians) να δυσανασχετούν. Για αυτούς, δεν υπάρχει καν κοινωνία. Υπάρχουν μεμονωμένα άτομα, που –σε περίπτωση κοινωνικού κινδύνου– δεν αξίζουν κοινωνικής αλληλεγγύης, μόνο φιλανθρωπίας. Η κοινωνία πολιτών είναι ανεκτή εφόσον δεν ενοχλεί. Η ίδια έννοια απορρίπτεται από κάποιους νεομαρξιστές, καθώς δεν ταιριάζει στο σχήμα της αντικαπιταλιστικής ταξικής πάλης, ενώ κατά τους ίδιους υποκρύπτει σχέδια παραχώρησης λειτουργιών του κράτους (π.χ., υπηρεσιών πρόνοιας) σε φιλεύσπλαχνους ιδιώτες. Ετσι, η έννοια έχει αντικατασταθεί από τις «συλλογικότητες» οι οποίες είναι χρήσιμες στον βαθμό που ελέγχονται κομματικά και μέχρις ότου το ενδιαφερόμενο κόμμα ανέλθει στην εξουσία. H έννοια έχει καθιερωθεί διεθνώς, σε πείσμα των ανωτέρω εχθρών της, καθώς οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών στην Ανατολική Ευρώπη πρωταγωνίστησαν στη μετάβαση από τον κρατικό σοσιαλισμό και στη Βόρεια Αφρική οργάνωσαν την Αραβική Ανοιξη, ενώ σήμερα αντιμάχονται δικτατορίες κάθε μορφής.

Ως πραγματικότητα, στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, η κοινωνία πολιτών είναι ταλαίπωρη για άλλους λόγους. Είναι κατασυκοφαντημένη από λαϊκιστικά ΜΜΕ όταν αυτά δεν έχουν άλλα θέματα επικαιρότητας, πληγωμένη από συμπεριφορές επιτήδειων που ορισμένες φορές είχαν στήσει κερδοσκοπικές επιχειρήσεις υπό τον μανδύα των ΜΚΟ και πολιτικά αποδιοπομπαία από κόμματα που δεν την ελέγχουν.

Το ν/σ για τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είναι γενναιόδωρο προς τις μεγάλες ΜΚΟ και τους δωρητές αυτών, αλλά μάλλον αδιάφορο για τις ανάγκες των μικρότερων.

Είναι επίσης δύσκολο να καταγραφούν άτυπες εκφάνσεις της κοινωνίας πολιτών, που δεν έχουν τη νομική μορφή σωματείου ή Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας (ΑΜΚΕ). Και για αυτό, ούτε σήμερα, γνωρίζουμε ποιο είναι το μέγεθος της κοινωνίας πολιτών, αν και ο αριθμός των οργανώσεων που κινητοποιήθηκαν για να σχολιάσουν το νομοσχέδιο είναι εντυπωσιακός: 302 οργανώσεις, με κοινή τους ανακοίνωση, υποδέχτηκαν κατ’ αρχάς θετικά το νομοσχέδιο, αλλά εύλογα σημείωσαν προβλήματα που αυτό περιέχει.

Το τοπίο της κοινωνίας πολιτών περιλαμβάνει ευδιάκριτους μεγάλους όγκους (πασίγνωστες μεγάλες ΜΚΟ με υψηλό ετήσιο «τζίρο») και πλείστους, πολύ μικρούς όγκους (ολιγομελείς ΜΚΟ, τοπικές ΜΚΟ, κ.ά.). Το νομοσχέδιο φαίνεται να έχει χαραχτεί στο έδαφος των πρώτων. Οπως σημειώνουν οι 302 οργανώσεις, το νομοσχέδιο είναι γενναιόδωρο προς τις μεγάλες ΜΚΟ και τους δωρητές αυτών, αλλά μάλλον αδιάφορο για τις ανάγκες των μικρότερων.

Για την εγγραφή στο νέο, εθνικό «ειδικό μητρώο», σε οργανώσεις του οποίου μπορεί να δίνονται κρατικές χρηματοδοτήσεις, το νομοσχέδιο (άρθ. 8 παρ. 1) απαιτεί από όλες τις οργανώσεις 200 ευρώ παράβολο για την αρχική εγγραφή, 50 ευρώ για την ετήσια ανανέωση της εγγραφής και ετήσια έκθεση ορκωτού λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας! Πόσες μικρές ΟΚοιΠ αντέχουν να πληρώσουν; Οι εργαζόμενοι σε μια οργάνωση δεν θα επιτρέπεται να είναι μέλη της διοίκησης της οργάνωσης, παρά μόνο σε ποσοστό έως 5% του συνόλου των εργαζομένων. Ακούγεται εύλογο, ώστε μη χρησιμοποιούνται τα έσοδα της οργάνωσης για χάρη των στελεχών της. Είναι όμως προβληματικό, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οργανώσεων έχει λιγότερους από 10 εργαζομένους (έρευνα οργάνωσης HIGGS, από τους Αστ. Χουλιάρα – Σωτ. Πετρόπουλο – Αναστ. Βάλβη). Οπότε ούτε ένας εργαζόμενος σε τέτοιες οργανώσεις δεν θα μετέχει σε όργανα διοίκησής τους. Το νομοσχέδιο, σε μια έξαρση ηθικού πανικού, αποκλείει από τα όργανα διοίκησης των οργανώσεων όσους έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για πλήθος ποινικών αδικημάτων, περιλαμβανόμενης της κλοπής (ανεξάρτητα από την αξία του κλαπέντος αντικειμένου) και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Προφανώς οργανώσεις που συντελούν στην κοινωνική επανένταξη πρώην φυλακισμένων θα έχουν βαρύ πρόβλημα, ενώ δημοσιογράφοι καταδικασμένοι έπειτα από ποινικές διώξεις (π.χ., από υπουργούς) δεν θα μετέχουν στη διοίκηση καμιάς ΟΚοιΠ.

Το κατά τα άλλα θετικό νομοσχέδιο προβλέπει σωρεία απαλλαγών των ΟΚοιΠ από φόρους και ρυθμίζει τον αγριότοπο του εθελοντισμού. Ομως, ενώ το νομοσχέδιο δεν παρέχει άλλα κίνητρα εγγραφής μιας οργάνωσης στο μητρώο, περιέχει απτά αντικίνητρα. Σε περίοδο αιχμής προβλημάτων δημόσιας υγείας, κοινωνικής ένταξης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, το κράτος θα ήθελε να έχει την κοινωνία πολιτών σύμμαχο και συνομιλητή του. Οχι να την έχει μόνιμο αντίπαλο, που καλείται να προσαρμοστεί σε νέες γραφειοκρατικές απαιτήσεις και να συμβάλει στα κρατικά έσοδα, έστω με μικρά ποσά, προκειμένου να υπερβεί το τείχος της κρατικής καχυποψίας.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή