Μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ: ευκαιρίες και κίνδυνοι

Μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ: ευκαιρίες και κίνδυνοι

4' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λήγει σήμερα, Κυριακή, η δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί του νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ. Δεν αφορά μόνο τα μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ, τα οποία ξένα πανεπιστήμια θα μπορούν να εγκαταστήσουν στην Ελλάδα ως Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ). Αφορά επίσης αστοχίες παλαιότερων νόμων, όπως π.χ. ρυθμίσεις για την εκλογή των εξωτερικών μελών των συμβουλίων διοίκησης των δημοσίων ΑΕΙ και τη λειτουργία των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ), επιφέροντας βελτιώσεις. Οι σημαντικές αυτές τροποποιήσεις έχουν παρακαμφθεί στη σχετική δημόσια συζήτηση, η οποία επικεντρώθηκε στο αν η θεσμοθέτηση των ΝΠΠΕ αντίκειται στο άρθρο 16 (παράγραφοι 5 και 8) του Συντάγματος και στο αν η ίδρυση και λειτουργία των ΝΠΠΕ σημαίνει την ιδιωτικοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Το νομοσχέδιο δεν προβλέπει, βέβαια, ιδιωτικοποίηση των δημοσίων ΑΕΙ και είναι ζητούμενο το αν η εγκατάσταση μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ από ξένα πανεπιστήμια πράγματι αντίκειται στο άρθρο 16. Με όλο τον σεβασμό προς όσους, για σοβαρούς λόγους, εστιάζουν στην κατά γράμμα και την ιστορική ερμηνεία του Συντάγματος, είναι δύσκολο η χώρα να παραμείνει ένα «νησί» αποκομμένο από τις παγκόσμιες εξελίξεις στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, συχνά με μη κερδοσκοπική μορφή, είναι εγκατεστημένα σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας.

Θα ήταν χρησιμότερο η συζήτηση να είχε επικεντρωθεί στις ευκαιρίες και στους κινδύνους που συνοδεύουν τα ΝΠΠΕ στην Ελλάδα σήμερα, όχι στο εριζόμενο συνταγματικό θέμα ούτε στο αν υποχρηματοδοτούνται τα δημόσια ΑΕΙ. Παρεμπιπτόντως, οι δημόσιες δαπάνες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας αποτελούν το 1% του εθνικού ΑΕΠ (μέσος όρος Ευρωπαϊκής Ενωσης: 0,8% – στοιχεία Eurostat). Πράγματι, συνολικά η εκπαίδευση υποχρηματοδοτείται, αλλά αυτό προκύπτει από το ότι οι δημόσιες δαπάνες –όχι για τα ΑΕΙ, αλλά για τα δημοτικά και τα γυμνάσια-λύκεια στην Ελλάδα– υπολείπονται του αντίστοιχου κοινοτικού μέσου όρου.

Με πραγματικούς όρους, λοιπόν, τα ΝΠΠΕ όταν εγκατασταθούν, ποιες ευκαιρίες θα προσφέρουν και τι κινδύνους θα κρύβουν; Οι ευκαιρίες προκύπτουν από την κατάσταση την οποία υφίστανται Ελληνες φοιτητές και φοιτήτριες που δεν έχουν εισαχθεί σε δημόσια ελληνικά ΑΕΙ. Από αυτούς, 40.000 φοιτούν σε ξένα πανεπιστήμια, κυρίως κυπριακά, βρετανικά και βουλγαρικά. Πρόκειται για επαναλαμβανόμενη οικονομική αιμορραγία για τη χώρα και για τις οικογένειές τους και προφανή πηγή ανισότητας στην πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Χιλιάδες άλλοι φοιτούν σε 30-35 ιδιωτικά κολέγια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για άλλη μια πηγή ανισότητας, αφού οι φοιτητές αυτοί θα μπορούσαν να είχαν γίνει δεκτοί στα ΝΠΠΕ, που με βάση το νομοσχέδιο θα αδειοδοτούνται από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ, άρθρο 135 του νομοσχεδίου) και θα εποπτεύονται από το υπουργείο Παιδείας (άρθρο 135). Σήμερα οι ίδιοι φοιτούν σε κολέγια εποπτευόμενα –ως προς την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης– από αντίστοιχες ξένες Αρχές ή από καμία Αρχή. Ταυτόχρονα, εκατοντάδες –αν όχι χιλιάδες– νεαροί Ελληνες πανεπιστημιακοί, πολλοί περισσότεροι από όσους θα μπορούσαν ποτέ να προσλάβουν τα δημόσια ΑΕΙ, παραμένουν στο εξωτερικό.

Το ν/σ θα μπορούσε να προβλέπει μεγάλα αντικίνητρα για εγκατάσταση ΝΠΠΕ στην Αττική και στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης και κίνητρα για τις υπόλοιπες περιοχές.

Σ’ αυτό το θέμα, όμως, ελλοχεύει ο πρώτος κίνδυνος των ΝΠΠΕ. Το νομοσχέδιο δεν κάνει λόγο για το εργασιακό καθεστώς των διδασκόντων στα ΝΠΠΕ. Παραπέμπει τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων σε ό,τι ισχύει στα ξένα, μητρικά των ΝΠΠΕ, ιδρύματα και στον εσωτερικό κανονισμό κάθε ΝΠΠΕ (άρθ. 150). Η έλλειψη οποιασδήποτε σχετικής ρύθμισης στο νομοσχέδιο προβληματίζει, λόγω της εμπειρίας του «άγριου» εργασιακού τοπίου που επικρατεί σε διάφορα κολέγια στην Ελλάδα. Επιπλέον, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι διδάσκοντες θα διδάσκουν έως 12 ώρες την εβδομάδα (άρθ. 151). Δηλαδή, πολύ περισσότερες από τις 6-8 ώρες διδασκαλίας που ισχύουν για τους καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ (πέραν των διοικητικών και ερευνητικών καθηκόντων τους). Ποιος Ελληνας του εξωτερικού, με διδακτορικό, θα επιστρέψει εδώ για να διδάξει τόσες ώρες υπό απροσδιόριστες εργασιακές σχέσεις;

Αλλος κίνδυνος προκύπτει από την έλλειψη χωροθέτησης των ΝΠΠΕ. Είναι αναμενόμενο ότι οι αιτήσεις για εγκατάσταση ΝΠΠΕ θα αφορούν την Αττική και το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Είναι ακριβώς οι δύο περιοχές της χώρας που δεν χρειάζονται άλλα πανεπιστήμια. Σήμερα, από τα 25 δημόσια ΑΕΙ, τα 13 βρίσκονται σ’ αυτές τις δύο περιοχές (έκθεση ΕΘΑΑΕ 2022). Συνολικά στην Ελλάδα υπάρχουν 423 πανεπιστημιακά τμήματα, από τα οποία τα 102 εδρεύουν στην Αττική και τα 68 στη Θεσσαλονίκη (καταμέτρηση του συγγραφέα). Δηλαδή, στις δύο ήδη υπερανεπτυγμένες περιοχές εδρεύει το 40% των τμημάτων των ΑΕΙ. Το νομοσχέδιο δεν προβλέπει κάτι για τον κίνδυνο υποβάθμισης αρκετών από τα υπόλοιπα 12 περιφερειακά ΑΕΙ, εφόσον ΝΠΠΕ εγκατασταθούν, όπως αναμένεται, στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτά θα στραφούν φοιτητές από οικογένειες με επαρκείς πόρους, που αλλιώς θα επέλεγαν τα περιφερειακά ΑΕΙ. Το νομοσχέδιο θα μπορούσε να προβλέπει μεγάλα αντικίνητρα για εγκατάσταση ΝΠΠΕ στις εν λόγω δύο περιοχές και κίνητρα για τις υπόλοιπες.

Τρίτος κίνδυνος είναι η κοινωνική ανισότητα πρόσβασης, αφενός στα δημόσια ΑΕΙ δωρεάν και αφετέρου στα ΝΠΠΕ με δίδακτρα. Το νομοσχέδιο σωστά προβλέπει τα ΝΠΠΕ να δίνουν υποτροφίες διδάκτρων (άρθ. 147) για να καμφθεί, εν μέρει, η ανισότητα. Αφενός όμως το προβλεπόμενο ποσοστό, 5% των εγγεγραμμένων φοιτητών ανά ακαδημαϊκό έτος, είναι πολύ χαμηλό, αφετέρου στο νομοσχέδιο δεν προβλέπεται κάποια κύρωση αν τα ΝΠΠΕ δεν προσφέρουν υποτροφίες. Σημειώνεται ότι τα μη κερδοσκοπικά σχολεία στην Ελλάδα απαλλάσσουν από τα δίδακτρα, εν όλω ή εν μέρει, πολλούς μαθητές με βάση τις επιδόσεις και την οικονομική κατάστασή τους. Τελικά, τα μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων πρέπει να εγκατασταθούν και στην Ελλάδα, αλλά τέτοιοι κίνδυνοι πρέπει να αντιμετωπιστούν πριν από την εγκατάστασή τους.

*Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και visiting fellow στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή