Ο νταής της Βουδαπέστης πάει σε εκλογές

Ο νταής της Βουδαπέστης πάει σε εκλογές

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2022 είναι φορτωμένο με ενδιαφέρουσες εκλογικές αναμετρήσεις σε πολλές χώρες του κόσμου, ανάμεσά τους η Γαλλία (όπου κρίνεται η δεύτερη προεδρία Μακρόν), η Βραζιλία (είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Ζαΐρ Μπολσονάρο θα χάσει την εξουσία), οι Φιλιππίνες (με κύριους πρωταγωνιστές τα παιδιά δύο αυταρχικών ηγετών, τον γιο του πρώην δικτάτορα Μάρκος και την κόρη του σημερινού προέδρου Ντουτέρτε), καθώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες (όπου στις λεγόμενες «ενδιάμεσες» εκλογές το Δημοκρατικό Κόμμα αναμένεται να υποστεί απώλειες). Καμία από αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις, ωστόσο, δεν θα είναι τόσο σημαντική όσο οι εθνικές εκλογές της Ουγγαρίας στις 3 Απριλίου. Και τούτο, διότι κανένα από τα δύο πιθανά αποτελέσματα αυτών των εκλογών δεν πρόκειται να είναι θετικό, ούτε για τη δημοκρατία ούτε για την Ευρώπη.

Η εκλογική αναμέτρηση θα διεξαχθεί μέσα σε εξαιρετικά πολωμένο κλίμα, όπου ένας ετερόκλητος συνασπισμός έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης θα προσπαθήσει να εκθρονίσει τον λαϊκιστή Βίκτορ Ορμπαν, πρωθυπουργό της χώρας συνεχώς από το 2010. Την ίδια ημέρα, πρόκειται να διεξαχθεί κι ένα δημοψήφισμα βασισμένο σε σκόπιμα χειριστικά ερωτήματα σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό των νέων. Οι ψηφοφόροι θα κληθούν να απαντήσουν εάν υποστηρίζουν τη διοργάνωση μαθημάτων σεξουαλικού προσανατολισμού στη δημόσια εκπαίδευση, την προώθηση θεραπειών αλλαγής φύλου ή την παρουσίαση αντίστοιχου περιεχομένου που να αφορά νέους στα μέσα ενημέρωσης. Κατά την κυβέρνηση Ορμπαν, το δημοψήφισμα θεωρείται πράξη αντίστασης προς τις Βρυξέλλες, οι οποίες απαιτούν τη φιλελευθεροποίηση της ουγγρικής δημόσιας εκπαίδευσης στα παραπάνω θέματα. Κατά την αντιπολίτευση και πολλές ΜΚΟ, οι οποίες προτρέπουν για μη προσέλευση προκειμένου να ακυρωθεί το δημοψήφισμα, πρόκειται απλώς για ένα ακόμη στρατήγημα του Ορμπαν ώστε να διατηρήσει την υποστήριξη των συντηρητικών ψηφοφόρων.

Ο Ορμπαν έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές. Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις τού δίνουν σχετικά άνετο προβάδισμα, το παράλληλο δημοψήφισμα θα φέρει κι άλλον αέρα στα πανιά του, ενώ τους επόμενους μήνες και εβδομάδες είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει τα ταμεία του κράτους για έκτακτες παροχές και επιχορηγήσεις στους Ούγγρους ψηφοφόρους. Ηδη έχει εξαγγείλει μειώσεις στον φόρο εισοδήματος για οικογένειες, αύξηση του ελάχιστου εισοδήματος για όλους, καθώς και ειδικά επιδόματα για τους συνταξιούχους.

Εάν κερδίσει ο Ορμπαν, τότε θα έχει μπροστά του μια τέταρτη συνεχόμενη θητεία στην πρωθυπουργία, πράγμα που σημαίνει την εδραίωση του καθεστώτος που ο ίδιος έχει περήφανα αποκαλέσει «ανελεύθερη δημοκρατία». Ηδη, έπειτα από δώδεκα χρόνια αυταρχικής και ανεξέλεγκτης εξουσίας, έχει αποδυναμώσει πλήρως τους ελεγκτικούς θεσμούς του κράτους (ανάμεσά τους η Γενική Εισαγγελία, το Ανώτατο Δικαστήριο, το Συνταγματικό Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συμβούλιο και η Αρχή Ανταγωνισμού), έχει στελεχώσει τη διοίκηση με πιστούς κομματικούς υπαλλήλους, έχει παραδώσει σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια της χώρας σε ιδιωτικά ιδρύματα υπό την προεδρία υπουργών της κυβέρνησής του κι έχει εξαγοράσει τα περισσότερα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε ένας ανεξάρτητος ραδιοφωνικός σταθμός εκτός Βουδαπέστης. Η χώρα θα βουλιάξει ακόμη βαθύτερα στο έλος του λαϊκισμού μέσα στο οποίο βρίσκεται εδώ και τουλάχιστον δώδεκα χρόνια.

Οποιος και αν είναι ο νικητής των ουγγρικών εκλογών, ο μεγάλος χαμένος θα είναι η δημοκρατία της.

Το ενδιαφέρον με την περίπτωση της Ουγγαρίας είναι ότι ούτε το ενδεχόμενο νίκης της αντιπολίτευσης επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία. Ο συνασπισμός κομμάτων που την απαρτίζει περιλαμβάνει σοσιαλιστές, Πράσινους φιλελεύθερους αστούς και πρώην ακροδεξιούς, με μοναδικό συνεκτικό τους στοιχείο την επιθυμία να διώξουν τον Ορμπαν από την εξουσία. Ο αρχηγός αυτού του ευκαιριακού συνασπισμού είναι ο Πέτερ Μάρκι-Ζάι, ένας συντηρητικός πολιτικός και πατέρας επτά παιδιών, με μοναδική διοικητική εμπειρία τη δημαρχία μιας μικρής ουγγρικής πόλης.

Εξαιτίας του ισχύοντος εκλογικού νόμου, όπως τον τροποποίησε η κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 2020, ακόμη και αν κερδίσει η αντιπολίτευση, αυτή θα χρειάζεται σχεδόν 5% περισσότερες ψήφους από το κόμμα του Ορμπαν για να αποκτήσει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Ακόμη όμως και σε ένα τέτοιο απίθανο ενδεχόμενο, προερχόμενο μάλιστα από σχετικά ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, τα προβλήματα μόλις θα είχαν αρχίσει για την Ουγγαρία.

Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Ορμπαν και το κόμμα του, των οποίων η πολιτική ύπαρξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραμονή στην εξουσία, θα αποδέχονταν την ήττα ή θα επιχειρούσαν μια ουγγρική παραλλαγή των γεγονότων στο αμερικανικό Καπιτώλιο. Ενα δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορέσουν να διατηρήσουν την εύθραυστη ενότητά τους και να καταλήξουν σε ένα κοινό ρεαλιστικό πρόγραμμα, πείθοντας παράλληλα τους πολίτες ότι είναι πράγματι σε θέση να διοικήσουν τη χώρα. Τρίτο και ακόμη πιο δύσκολο ερώτημα, έστω και αν η αντιπολίτευση παραμείνει ενωμένη, πώς αυτή θα μπορέσει να κάνει βαθιές μεταρρυθμίσεις χωρίς να διαθέτει την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων που απαιτεί το ορμπανικής έμπνευσης σύνταγμα; Σε αυτό το σενάριο, η κυβέρνηση θα παραμείνει αδύναμη και οι πιστοί του Ορμπαν θα βγαίνουν στους δρόμους με κάθε ευκαιρία, κατηγορώντας την ότι προσπαθεί να παραβιάσει το ισχύον σύνταγμα. Ετσι θα ανοίξει ένας φαύλος κύκλος, με τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις επίσης στους δρόμους υπερασπιζόμενες μια κυβέρνηση που θα έχει ήδη απολέσει τη δημοκρατική της νομιμότητα.

Οποιος, λοιπόν, και αν είναι ο νικητής των ουγγρικών εκλογών, ο μεγάλος χαμένος θα είναι η δημοκρατία της. Τι σημαίνει αυτό για την Ευρωπαϊκή Ενωση; Πρώτα πρώτα ότι, πλέον, δεν θα μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια σε παραβιάσεις του κράτους δικαίου και στην ουσιαστική κατάλυση της δημοκρατίας στις τάξεις της. Μέχρι σήμερα, η τακτική της Ε.Ε. για να αναχαιτίζει την ουσιαστικά ανελεύθερη δημοκρατία της Βουδαπέστης βασιζόταν, αφενός μεν, στο δέλεαρ γενναίων χρηματοδοτήσεων (ανέρχονται σε περίπου 6% του ετήσιου ουγγρικού ΑΕΠ) και, αφετέρου, στην απειλή νομικών κυρώσεων (για τις οποίες συνήθως απαιτείται ομοφωνία). Τι θα κάνει όμως αν, μετά τις εκλογές του Απριλίου, η Ουγγαρία, εκτός από ουσιαστικά, πάψει να είναι μια τυπικά δημοκρατική χώρα;

* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πανεπιστημιακός ερευνητής και συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή