«Ελληνώνυμοι» οι Ελληνες και «Ελλαδιστάν» η Ελλάδα;

«Ελληνώνυμοι» οι Ελληνες και «Ελλαδιστάν» η Ελλάδα;

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είναι μία η Ελλάδα. Υπάρχει η πραγματική Ελλάδα, της Ιστορίας, η Ελλάδα των θρύλων, η Ελλάδα της φαντασίας ή των φαντασιώσεων και η Ελλάδα των χονδροειδών λιβέλων ή των καταφρονητικών αναπαραστάσεών της. Τέσσερις λοιπόν οι Ελλάδες; Αρκούν τα δάχτυλα του ενός χεριού για να μετρήσουμε τις εικόνες της, τις εκδοχές της, έτσι όπως τις κατανοούμε όσοι την κατοικούμε, με τα πνευματικά όπλα του ο καθένας, τις ευμενείς προδιαθέσεις ή τις απαξιωτικές προκαταλήψεις του;  

Μακάρι να ‘ταν μόνο τέσσερις οι πιθανές υποστάσεις της πατρίδας μας, και ισάριθμες –ή έστω διπλάσιες– οι νοηματοδοτήσεις του όρου «ελληνικότητα». Και καλύτερα να μην αρχίσουμε να απαριθμούμε τις περιπέτειες του όρου «Ελληνας», από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από την Τουρκοκρατία στην Επανάσταση του 1821, οπότε και προκρίθηκε ως εθνώνυμό μας. Η «πραγματική» ή η «ιστορική» Ελλάδα», λ.χ., όπως διέσχισε δύο αιώνες ανεξαρτησίας και όπως υπάρχει σήμερα, δεν είναι ίδια για όλους μας. Διαφορετικά στοιχεία του παρελθόντος εντοπίζει ο καθείς, κατά τις ιδέες και τις γνώσεις του. Και διαφορετικά βιώνει το σήμερα. Και συχνά οι ιδέες λειτουργούν ναυαγοσωστικά: με τις έτοιμες αφηγήσεις και εξηγήσεις που μας προσφέρουν μας προστατεύουν από την ταραχή της αμφιβολίας και τον κόπο της αναζήτησης. Γιατί όσο περισσότερο διαβάζεις τόσο μειώνονται οι βεβαιότητές σου. Ευτυχώς.

Η Ελλάδα των θρύλων είναι άμωμη και ανεπίληπτη, διαρκώς αδικούμενη (εύκολα ξεχνιέται η αρπαγή της Ελένης;) πλην συνεχώς θριαμβεύουσα. Είναι δηλαδή η εκτός ιστορίας Ελλάδα, η μεταφυσική. Η οποία όμως βρίσκεται πολύ κοντά στην πλαστή Ελλάδα που φυτεύτηκε στο μυαλό γενεών και γενεών. Με το σχολείο, την Εκκλησία και τον στρατό στον ρόλο του κηπουρού.

Οι φανταστικές Ελλάδες δεν μετριούνται εύκολα, αφού η φαντασία των ανθρώπων δεν δουλεύει με τον ίδιο τρόπο. Οι μετριοπαθείς φαντάζονται πως το μόνο που αξίζει στην Ελλάδα είναι να ξαναγίνει επικράτεια των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Από τους πλέον ευφάνταστους, όσους πλουτίζουν οικονομικά ή πολιτικά καπηλευόμενοι ανάγωγα τα αρχαία φαντάσματα, ορισμένοι αρκούνται στην Κόκκινη Μηλιά, τους καρπούς της οποίας, όπως γράφουν στα κίτρινα πρωτοσέλιδά τους, θα μας τους προσφέρει όπου να ‘ναι στο πιάτο ο Βλαδίμηρος Πούτιν, ο ξανθός ελληνοπροστάτης των προφητειών. Οι πιο σκληροί φαντασιόπληκτοι όμως, που επείγονται να ιδρύσουν «νέα ελληνική αυτοκρατορία» (την πέμπτη ή την έκτη, έχω χάσει τον λογαριασμό), προσπερνούν την Κόκκινη Μηλιά και προχωρούν έως τις κερασιές της Κίνας, ιδιαίτερα όμορφες στην επαρχία Γιουνάν, που, το λέει και τ’ όνομά της, τυγχάνει ελληνογενής. Βάζουν εκεί σφραγίδα ελληνοκτησίας και συνεχίζουν την προέλασή τους έως το μάνγκο της Ινδίας. Ποιος γεύτηκε πρώτος απ’ όλους τους δυτικούς αυτό το «φρούτο των θεών»; Μα ο Αλέξανδρος ο Μέγας. Αρα; Αρα δική μας και η Ινδία. Και ο ποταμός Βραχμαπούτρα παραπόταμος του Πηνειού, αν και παραμένει αδιευκρίνιστο αν πρόκειται για τον Πηνειό της Ηλείας ή της Θεσσαλίας.

Μα την αλήθεια, νιώθω να προσβάλλομαι και προσωπικά.

Τέλος, η Ελλάδα, οι Ελλάδες μάλλον, έτσι όπως ζωγραφίζονται σε λιβελογραφικά σχόλια σε εφημερίδες ή ιστοσελίδες, σε περιφρονητικούς αφορισμούς πολιτικών και σε μειωτικά τραγούδια. Το μοναδικό χρώμα που χρησιμοποιείται στις αναπαραστάσεις αυτές είναι το μαύρο. Αλλοι, μάλλον οι πολύ λιγότεροι, το χρησιμοποιούν από μιαν απελπισμένη αγάπη για τον τόπο, που τους παρωθεί όμως στην ισοπεδωτική γενίκευση και στην υπερανάδειξη των ελαττωμάτων του. Αλλοι επειδή νιώθουν να ασφυκτιούν σε τούτη «τη μικρή και ασήμαντη χώρα» με τον ανάξιο λαό της, και πολύ θα ήθελαν να έχουν γεννηθεί κάπου στη Δύση, στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη, όπου θα έλαμπαν και θα δοξάζονταν. Αλλοι επειδή είναι βέβαιοι πως η Ελλάδα έχει πεθάνει προ πολλού, κι όσοι την κατοικούν αυτοαποκαλούνται Ελληνες χωρίς να το δικαιούνται και να το αξίζουν. Και άλλοι, πολιτικοί αυτοί, επειδή, κατώτεροι οι ίδιοι των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν από τους υμνητές τους, διευκολύνουν τη συνείδησή τους ρίχνοντας την πάσαν ευθύνη στην κακή πάστα των πολιτών.

Αν αναζητούσαμε εμβληματικές συνόψεις ή αφοριστικές αποτυπώσεις των αντιλήψεων αυτών για την «Ελλάδα που δεν…» θα στεκόμασταν στα εξής: Στην αλαζονική απόφανση του Κώστα Σημίτη, πρωθυπουργού τότε, «αυτή είναι η Ελλάδα». Στον κατεδαφιστικό στίχο του Διονύση Σαββόπουλου, «δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις». Στις σαρωτικά υποτιμητικές φράσεις του Δημήτρη Δημητριάδη: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι’ αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου». Και στο δόγμα «Finis Graeciae» του Χρήστου Γιανναρά, η επιφυλλίδα του οποίου στην «Καθημερινή της Κυριακής», 23.1.2021, με τίτλο «Σαράντα χρόνια μονοτονικό», στάθηκε η αφορμή των σημερινών «Υποθέσεων».

Η αλήθεια είναι ότι στη συγκεκριμένη επιφυλλίδα ο Χρήστος Γιανναράς δεν επαναλαμβάνει μία επιπλέον φορά, μυριοστή, το «Finis Graeciae», ένα μοτίβο των βιβλίων και των εφημεριδογραφικών σχολίων του – κι ένα μοιρολόι δίχως νεκρό. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1986, όταν ο κ. Γιανναράς κήρυξε το τέλος της χώρας, τον θάνατό της, κι όμως η Ελλάδα συνεχίζει να πορεύεται επί γης, με τα καλά της και τα κακά της. Αλλά ποια Ελλάδα; Ο καθηγητής-επιφυλλιδογράφος αρνείται πεισματικά το δικαίωμα του τόπου να φέρει αυτό το όνομα, τους δε κατοίκους του τους θεωρεί ανάξιους να αποκαλούνται Ελληνες. Για «Ελληνώνυμους» (ξανα)μιλάει στην επιφυλλίδα του, μονότονα υποτιμητικός, και για «Ελλαδιστάν». Και, μα την αλήθεια, σαν Ελληνας και Ελλαδίτης (αυτονοήτως, αφού εδώ έτυχε να γεννηθώ) νιώθω να προσβάλλομαι κ α ι προσωπικά. Να προσβάλλονται όλοι οι γνώριμοι και οι άγνωστοί μου που έτυχε να γεννηθούν σε τούτα τα μέρη. Δεν μιλάει μόνο για Ελληνώνυμους και Ελλαδιστάν ο κ. Γιανναράς. Αλλά και για «φαιδρό Ελλαδέξ», «θλιβερό ελλαδικό κρατίδιο», «θλιβερό ελληνώνυμο κρατίδιο», «ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», «τρισάθλιο κρατίδιο των Ελληνωνύμων» (η αποδελτίωση των ελεεινολογικών όρων έγινε από τον Γιάννη Η. Χάρη, σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 19.12.2020).

Σε άλλους καιρούς, όπως ξέρουμε από παραδόσεις που έχει καταγράψει ο Ι. Θ. Κακριδής, οι πρόγονοί μας φαντάζονταν πως «οι παλιοί οι Ελληνες ήταν αψηλοί σα λεύκες, τρανοί ως εφτά πήχια». Σήμερα ο κ. Γιανναράς μάς φαντάζεται πυγμαίους, σφετεριστές ένδοξων ονομάτων, κατοίκους μιας τιποτένιας χώρας. Για την κατάντια μας φταίει, λέει, και το μονοτονικό, καταστροφή χειρότερη και από τη Μικρασιατική, σύμφωνα με απίστευτη απόφανση του κ. Γιανναρά. Για το θέμα αυτό, όμως, την επόμενη Κυριακή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή