Η τεχνολογική ανάπτυξη στα όριά της;

Η τεχνολογική ανάπτυξη στα όριά της;

7' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους της εποχής μας είναι ο ασταμάτητος ρυθμός της τεχνολογικής εξέλιξης. Η ιδέα ότι η τεχνολογία και η επιστήμη θα συνεχίσουν να γεννούν νέες ιδέες, νέες ανακαλύψεις και νέες λύσεις ολοένα και πιο γρήγορα, όπως θεωρούμε ότι συμβαίνει τους τελευταίους δύο αιώνες. Αυτή την ιδέα την ασπάζονται, τη θεωρούν αξιωματική αλήθεια και την αναπαράγουν όλοι. Όλοι; Όχι όλοι. Εδώ και μερικές δεκαετίες κάποιες άλλες φωνές κοιτάνε τα δεδομένα και τα στοιχεία και διαπιστώνουν κάτι το ανησυχητικό. Μια αλλαγή. Μια επιβράδυνση. Μια “Μεγάλη Στασιμότητα”. Το πρόσφατο βιβλίο του “Human Frontiers” ο συγγραφέας και ερευνητής Μάρτιν Μπάσκαρ συνοψίζει όλα αυτά τα δεδομένα που δείχνουν ότι η τεχνολογική έκρηξη των τελευταίων δύο αιώνων ήταν μια εξαίρεση στην ανθρώπινη ιστορία και όχι απαραίτητα μια διαχρονική νέα κανονικότητα.

Επρόκειτο, όντως, για μια μεγάλη έκρηξη. Όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Άντριου Τζάκσον έφτασε στη Ουάσινγκτον το 1829 για να αναλάβει τα καθήκοντά του, έφτασε με μια άμαξα που την έσερναν άλογα. Ταξίδεψε με τον ίδιο τρόπο που ταξίδευαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες δυο χιλιετίες πριν. Αυτό είναι κάτι που πολλές φορές το ξεχνάμε: στο 97% της ανθρώπινης ιστορίας οι ζωές των ανθρώπων παρέμεναν σχεδόν ολόιδιες από γενιά σε γενιά. Κάθε άτομο πέθαινε σε έναν κόσμο πολύ παρόμοιο με αυτόν στον οποίο γεννιόταν. Το 19ο αιώνα αυτό άλλαξε δραματικά. Τα παιδιά των Homo sapiens άρχισαν να μεγαλώνουν σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον κόσμο στον οποίο είχαν μεγαλώσει οι γονείς τους. Όταν ο Άντριου Τζάκσον τελείωσε τη θητεία του και έφυγε από τη Ουάσινγκτον, μόλις οκτώ χρόνια μετά, έφυγε με τρένο.

Ο Μπάσκαρ στο βιβλίο του καταγράφει με πολλά στοιχεία από πολλά διαφορετικά επιστημονικά πεδία ότι αυτή η έκρηξη αλλαγών, ανακαλύψεων και εξελίξεων επιβραδύνεται. Η εξιστόρηση των βιομηχανικών επαναστάσεων του περιεχομένου και του αντίκτυπου που είχαν στις ανθρώπινες κοινωνίες από μόνη της είναι ενδεικτική του φαινομένου. Αξίζει να πούμε δυο λόγια γι’ αυτό.

Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα και ολοκληρώθηκε μέχρι το 1825, κυρίως στην Αγγλία. Ήταν βασισμένη στη χρήση του άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας. Το 1873 -μια εξαιρετικά σημαντική χρονιά για την ανθρώπινη ιστορία- ξεκίνησε η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και τότε ήταν που τέθηκαν οι βάσεις για το σύγχρονο κόσμο μας. Οι περισσότερες τεχνολογικές ανακαλύψεις που ορίζουν τη ζωή μας σήμερα έγιναν ανάμεσα στο 1873 και το 1916. Αυτή η βιομηχανική επανάσταση βασίστηκε στην χρήση των ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας. Η τρίτη βιομηχανική επανάσταση, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, αφορά στην ψηφιοποίηση της οικονομίας και της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σύμφωνα με τους ειδικούς -και τον Μπάσκαρ- έχει άλλα 50 χρόνια ζωής. Παρεμπιπτόντως, αξίζει εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση για να αναφέρουμε ότι “τέταρτη βιομηχανική επανάσταση” δεν υπάρχει -είναι ένα μάρκετινγκ εφεύρημα του World Economic Forum και δεν διαθέτει καν έναν πειστικό ορισμό ή, τουλάχιστον, έναν που να τη διακρίνει ευκρινώς από την τρίτη. Το Zoom, το Spotify, το bitcoin και ευκολότεροι τρόποι να παραγγέλνουμε πίτσα δεν αποτελούν “επανάσταση”, στην κλίμακα των προηγούμενων. Κλείνει η παρένθεση.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι η τρίτη βιομηχανική επανάσταση είναι “μικρότερη” από τις προηγούμενες. Όπως εξηγεί το βιβλίο, οι νέες ιδέες των τελευταίων 50 χρόνων έχουν μικρότερη επίπτωση από αυτήν που είχαν οι νέες ιδέες έναν αιώνα πριν. Ένας λόγος για το γιατί συνέβη αυτό μπορεί να είναι το ότι οι νέες ανακαλύψεις της δεύτερης άλλαξαν τελείως κάθε διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας, από τις μεταφορές και το οικιστικό μέχρι τις επικοινωνίες και την υγειονομική περίθαλψη. Η τρίτη, λέει ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον, επικέντρωσε τις μεγάλες της ιδέες σε τομείς όπως η ψυχαγωγία, η επικοινωνία και η πληροφορική. Που είναι πολύ σημαντικές, αλλά δεν είναι όσο ζωτικό και κρίσιμο είναι το να έχεις ηλεκτρικό ρεύμα και ζεστό νερό στο σπίτι.

Πέραν της διαισθητικής σημασίας των νέων ανακαλύψεων σε σύγκριση με τις παλιές, όμως τι σημαίνει το ότι η έκρηξη των τεχνολογικών αλλαγών “επιβραδύνεται”; Όπως γράφει το βιβλίο, η καθυστέρηση στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες εμφανίζεται με διάφορους τρόπους: από το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης, το φοιτητικό χρέος, την κατανάλωση ενέργειας, τον αριθμό βιβλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο, το δείκτη γονιμότητας, την μέση αύξηση του ύψους και το πόσοι μπαίνουν στα πανεπιστήμια.

Το βασικό μήνυμα και το βασικό πρόβλημα που αναδεικνύει το βιβλίο είναι το εξής: οι νέες ιδέες και οι νέες ανακαλύψεις γίνονται όλο και πιο δύσκολα και έχουν ολοένα και μεγαλύτερο κόστος. Σύμφωνα με την έρευνα του οικονομολόγου του Στάνφορντ Τσαρλς Τζόουνς, μεγαλύτερες επενδύσεις σε R&D και σε περισσότερα μυαλά δεν έχουν οδηγήσει σε περισσότερες επιστημονικές ανακαλύψεις και νέες ιδέες. Όλο και περισσότεροι ερευνητές δουλεύουν με όλο και περισσότερα κεφάλαια, αλλά η ερευνητική τους παραγωγικότητα μειώνεται. Μάλιστα, ο ίδιος έχει βρει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα προήλθε από ιδέες και ανακαλύψεις του πρώτου μισού, όχι νέες.

Και έχει σημασία να τονίσουμε ότι όλες οι νέες ανακαλύψεις γίνονται ολοένα και πιο δύσκολα. Οι επενδύσεις σε έρευνα σε θέματα υγείας αυξάνεται εκθετικά, αλλά η επίπτωση στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής είναι γραμμική. Το κόστος ανάπτυξης ενός νέου φαρμάκου έχει αυξηθεί 80 φορές από το 1950. Η τεχνολογική ανάπτυξη των εταιρειών στον κλάδο της τεχνολογίας κορυφώθηκε το 2000 και οι ρυθμοί ανάπτυξής τους μειώνονταν από τη δεκαετία του 1980 κιόλας. Έκτοτε έχουν κυριαρχήσει λίγες γιγάντιες εταιρείες οι οποίες περιχαρακώνουν την κυριαρχία τους, χωρίς ωστόσο να παράγουν νέες ιδέες με το ρυθμό που τις παρήγαγαν στο παρελθόν.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Ένας λόγος είναι το ότι όλες οι “εύκολες” ανακαλύψεις έχουν γίνει, και στα περισσότερα επιστημονικά πεδία έχουν μείνει πολύ δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα -η θεωρία των “low hanging fruits” που αναλύεται με πολλά παραδείγματα στο βιβλίο. Ένα άλλο μεγάλο μέρος του προβλήματος είναι ασφαλώς ο τρόπος με τον οποίο παράγεται επιστημονική σκέψη στην εποχή μας. Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί επιστήμονες -σε κάποια πανεπιστήμια μπορεί να υπάρχουν περισσότεροι ερευνητές σε ένα ερευνητικό πεδίο από ό,τι υπήρχαν σε ολόκληρη την Ευρώπη πριν από 100 χρόνια. Αλλά η ποιότητα της επιστημονικής σκέψης που παράγουν όλοι αυτοί αμφισβητείται έντονα. Σε κάποια επιστημονικά πεδία πάνω από τα μισά papers που δημοσιεύονται περιέχουν ευρήματα που δεν επιβεβαιώνονται όταν δοκιμάζονται από άλλους ερευνητές. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η επιστημονική έρευνα, δε, με την έμφαση στις “αναφορές”, οδηγεί τους περισσότερους ερευνητές να ασχολούνται με θέματα “δημοφιλή”, με τα οποία έχουν ήδη ασχοληθεί και πολλοί άλλοι ερευνητές, για να εξασφαλίσουν πολλές αναφορές. Σχεδόν κανένας δεν ψάχνει εντελώς καινούργια πράγματα, γιατί το σύστημα δεν ευνοεί και δεν επιβραβεύει αυτούς που το κάνουν.

Υπάρχουν και άλλα προβλήματα στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Οι επιστήμονες αφιερώνουν το 40% του χρόνου τους για να βρουν χρηματοδότηση για τα επόμενα ερευνητικά τους πρότζεκτ. Πάρα πολλά καλά μυαλά αποθαρρύνονται από την ενασχόλησή τους με την επιστήμη και απορροφούνται από το χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου κερδίζουν πολύ περισσότερα χρήματα μετακινώντας τα χρήματα άλλων από εδώ κι από εκεί. Και οι επιχειρήσεις, αν και επενδύουν σε R&D, επικεντρώνουν πολύ περισσότερο στο “D” αφήνοντας το “R” (την έρευνα δηλαδή) στα κράτη, που σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν την κατάλληλη στόχευση ή τους πόρους για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη νέων ιδεών και ανακαλύψεων.

Το αποτέλεσμα όλου αυτού του δυσλειτουργικού συστήματος είναι ότι σε κάποια ερευνητικά πεδία η πρόοδος έχει πρακτικά σταματήσει. “Από το τέλος της δεκαετίας του ’70 δεν έχει υπάρξει καμία νέα ανακάλυψη ως προς το πώς κατανοούμε την φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων”, έχει πει ο φυσικός Λι Σμόλιν.

Και μάλιστα το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την επιστήμη. “Σήμερα ζουν πολύ περισσότεροι φιλόσοφοι από ό,τι παλιά”, γράφει ο Μπάσκαρ, “μπορούμε όμως με ασφάλεια να πούμε ότι κανείς τους δεν πρόκειται να επηρεάσει την ανθρώπινη σκέψη όσο ο Πλάτων”.

Τι μας λέει ουσιαστικά το βιβλίο; Ότι τα όρια της επιστήμης και της τεχνολογίας γίνονται πια ασφυκτικά. Σε κάποια πεδία έχουμε ήδη αρχίσει να νιώθουμε ότι τα φτάνουμε. Σε άλλα, το μέγεθος των προβλημάτων είναι τόσο μεγάλο που φαίνεται ότι οι σημερινές δυνατότητές μας δεν επαρκούν για να το ξεπεράσουμε. Κι οι ιδέες που θα χρειαστούμε στο μέλλον θα είναι ακόμα πιο δύσκολες. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι φτάνουμε απαραίτητα στο τέλος ενός τεχνολογικού “διαλείμματος”. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο Μπάσκαρ εξηγεί πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την παραγωγή νέων ιδεών και νέων επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων, μετατοπίζοντας το “ταβάνι” της ανθρώπινης δημιουργίας παρακάτω στο χρόνο. Ένα από τα στοιχεία που παρουσιάζει είναι ενδεικτικό.

Σήμερα, λέει, στον κόσμο μας ζουν περίπου 8 εκατομμύρια επιστήμονες. Για να διατηρήσουμε την παραγωγή επιστημονικής γνώσης σε παρόμοια με τα σημερινά επίπεδα, θα χρειαστεί μέχρι το 2071 στον κόσμο να ζουν και να δουλεύουν 64 εκατομμύρια επιστήμονες. Αν και η δημογραφική τάση είναι μην αναστρέψιμη και, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις θα οδηγήσει σε μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2060 και μετά περίπου, ακόμα κι έτσι θα πρόκειται τότε για λιγότερο από 1% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να συνεχιστεί η τεχνολογική και η επιστημονική εξέλιξη με το ρυθμό που έχουμε συνηθίσει και θεωρούσαμε δεδομένο. Αλλά δεν είναι ανέφικτο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή