Στον δρόμο προς τις εκλογές

Στον δρόμο προς τις εκλογές

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παλιότερα οι εθνικές εκλογές κρίνονταν από εσωτερικούς κυρίως παράγοντες. Οι ψηφοφόροι ψήφιζαν με βάση τη γενική ιδεολογική τους τοποθέτηση, την έλξη που ένιωθαν από χαρισματικούς ηγέτες ή τις πελατειακού είδους παροχές που είτε οι ίδιοι είτε οι οικογένειές τους προσδοκούσαν να απολαύσουν εφόσον το κόμμα τους ερχόταν στην εξουσία.

Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει. Οι επόμενες εκλογές –που θα γίνουν έπειτα από έναν δύσκολο χειμώνα και σε μια ταραγμένη ιστορική εποχή– θα κριθούν από άλλους, περισσότερο σύνθετους παράγοντες. Η κυριότερη διαφορά είναι ότι οι ψηφοφόροι, όσο κι αν πιέζονται από την ακρίβεια, το στεγαστικό ή οτιδήποτε άλλο δημιουργεί ανασφάλεια και θυμό, θα έχουν τελικά να εκλέξουν κυβέρνηση ικανή να αναμετρηθεί όχι απλώς με κρίσιμα εσωτερικά θέματα, αλλά με μεγάλες ευρωπαϊκές ή διεθνείς κρίσεις που επηρεάζουν τη χώρα άμεσα.

Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που θα κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα του 2023 και ποιο κόμμα ευνοεί κάθε ένας από αυτούς;

Εάν οι εκλογές γίνουν σε περίοδο που κυριαρχούν τα ελληνοτουρκικά και υπάρχει έντονη η αίσθηση εθνικού κινδύνου, τότε θα ευνοηθεί η Ν.Δ., αφού σε τέτοιες περιπτώσεις ο λαός συσπειρώνεται πατριωτικά γύρω από την κυβέρνησή του. Δεν πρόκειται για απίθανο σενάριο. Καθώς η δημοφιλία του Ερντογάν στη χώρα του κατρακυλά μαζί με την τουρκική λίρα, αυτός ενδέχεται να επιδιώξει μια «εθνική νίκη», όπως για παράδειγμα την προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου ή κάποιο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ώστε να διατηρήσει το παραδοσιακό εθνικιστικό τμήμα του τουρκικού εκλογικού σώματος.

Εάν οι δικές μας εκλογές γίνουν σε φάση έντονης διεθνούς αστάθειας και εξωγενών κρίσεων (ενεργειακό, επισιτιστικό, μια νέα πανδημία ή νέα κρίση στην Ευρωζώνη), πάλι ευνοείται εκλογικά η Ν.Δ. Πρώτα, επειδή θα επικαλεστεί ότι η ίδια δεν έχει ευθύνη εφόσον η κρίση προέρχεται από έξω. Μετά –και αφού έχει δείξει προς την ασταθή Ιταλία και την πολιτικά ταλαίπωρη Βρετανία– θα ισχυριστεί πως αυτή μπορεί να διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα τις εξωγενείς απειλές, όπως έκανε στο πρόσφατο παρελθόν με την ισχυροποίηση των συνόρων μετά την κρίση του Εβρου ή το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Τέλος, θα επικαλεστεί ότι με δικές της πρωτοβουλίες η διεθνής θέση της Ελλάδας, και ειδικότερα ο ρόλος της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έχει αναβαθμιστεί, σε εμφανή αντίθεση με το πρόσφατο ακόμη παρελθόν.

Εάν στις εκλογές κυριαρχήσουν τα εσωτερικά θέματα, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε «κυβερνησιμότητα», το οποίο περιλαμβάνει τομείς όπως η οικονομία, η παιδεία, η δικαιοσύνη, η υγεία, η δημόσια ασφάλεια, τότε το αποτέλεσμα θα κριθεί από τέσσερις ειδικότερους παράγοντες: πολιτικό πρόγραμμα, ηγεσία, πολιτικό προσωπικό, θεσμική σταθερότητα. Εδώ υπάρχει κάτι φαινομενικά παράδοξο: Ενώ το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής είναι συνήθως προνομιακό για την αντιπολίτευση, η Ν.Δ., παρά τις πολλές κυβερνητικές αστοχίες και τη φθορά έπειτα από τρία χρόνια εξουσίας, φαίνεται προς το παρόν να υπερτερεί και στους τέσσερις αυτούς παράγοντες.

Η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να μην προκηρύξει πρόωρες εκλογές ενώ η Τουρκία απειλεί, εμπεριείχε εκλογικό ρίσκο, αλλά αργότερα θα αποτελέσει σοβαρό πολιτικό κεφάλαιο.

Ετσι λοιπόν, καθώς οδεύουμε προς εκλογές, η μεν Ν.Δ. θα υποσχεθεί ότι θα συνεχίσει να υλοποιεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που ξεκίνησε ως κυβέρνηση το 2019, ο δε αρχηγός της θα τονίζει συνεχώς ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για να κυβερνήσει (αυτό δηλαδή που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις) αλλά και να εκπροσωπήσει τη χώρα στο διεθνές διπλωματικό πεδίο. Εικάζω, επίσης, ότι ο πρωθυπουργός θα επιχειρήσει σημαντική ανανέωση του πολιτικού και κυβερνητικού προσωπικού, ενώ θα εμφανιστεί ως ο μοναδικός εγγυητής της θεσμικής σταθερότητας και πολιτικής ομαλότητας στη χώρα. Η απόφασή του να μην προκηρύξει πρόωρες εκλογές ενώ η Τουρκία απειλεί, εμπεριείχε εκλογικό ρίσκο αλλά αργότερα θα αποτελέσει σοβαρό πολιτικό κεφάλαιο.

Στο σύνθετο σκηνικό που διαμορφώνεται πριν από τις ερχόμενες εκλογές, τι μπορεί να κάνει η αντιπολίτευση, όταν μάλιστα αυτή έχει προ πολλού απολέσει κάθε ιδεολογικό πλεονέκτημα, ενώ καταφανώς στερείται ηγεσίας που να προκαλεί εμπιστοσύνη ή ενθουσιασμό;

Υπάρχουν δύο δρόμοι: Ο πρώτος είναι να αναμετρηθεί με την κυβέρνηση στο ανοιχτό πεδίο των πραγματικών ιδεολογικών διαφορών, των προγραμματικών διακηρύξεων και της ηγεσίας, γνωρίζοντας ωστόσο ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Ο άλλος δρόμος οδηγεί σε εκλογική αντιπαράθεση μέσα σε κλίμα έντονης πόλωσης και τοξικότητας. Τότε, ο θυμός που βρίσκεται διάχυτος στην ελληνική κοινωνία θα μπορούσε πράγματι να ευνοήσει δυνάμεις που ποντάρουν στον ανέφικτο ριζοσπαστισμό και στην πολιτική πλειοδοσία.

Μα, θα μου πείτε, είναι άραγε πιθανό να ακολουθήσει η χώρα ξανά αυτόν τον αδιέξοδο δρόμο; Δεν έχετε παρά να δείτε την εξαιρετικά διδακτική περίπτωση της Γαλλίας. Στις πρόσφατες εκλογές ο Μακρόν υποστήριξε ότι εκπροσωπεί τη φιλελεύθερη τάξη απέναντι στο χάος του λαϊκισμού και της πολιτικής ακρότητας. Οι θυμωμένοι ψηφοφόροι τον αγνόησαν και αποφάσισαν να του στερήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κι έτσι η Γαλλία βρέθηκε με μια ανίσχυρη κυβέρνηση, σε κατάσταση ομηρίας από την αντιπολίτευση, που μπορεί κάθε στιγμή να μπλοκάρει το κυβερνητικό έργο προκαλώντας πολιτική κρίση.

* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή