Ένας εθνικός θησαυρός

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ποιος είναι “το πρότυπο” Έλληνα σήμερα; Ποιος ή ποια ενσαρκώνει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που αποκαλούμε ελληνική ταυτότητα, στην ιδανική, βέλτιστη μορφή τους; Είναι σχεδόν ρητορική η ερώτηση, καθότι οι όροι αυτοί είναι θολοί. Αν υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό των Ελλήνων είναι το ότι δεν συμφωνούν για το ποιά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, όμως, ας κάνουμε την αυθαίρετη υπόθεση ότι η “ελληνική” ταυτότητα είναι κάτι υπαρκτό και έχει κάποια χαρακτηριστικά. Ποια ή ποιος τα ενσαρκώνει πιο ουσιαστικά και επιτυχημένα στο δημόσιο χώρο;

Ποιος άλλος: ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.

Ο ηγέτης της Εθνικής ομάδας μπάσκετ, ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, πληροί τις προδιαγραφές της διασημότητας, της αποδοχής και της επιτυχίας, αλλά έχει και κάποια άλλα χαρακτηριστικά που τον κάνουν μια μοναδική περίπτωση για τη δική μας κοινωνία, ένα ευρύτατης αποδοχής πρότυπο. Δεν εννοώ την ιστορία της οικογένειάς του, την απίστευτη περιπέτεια του ξεριζωμού, της φτώχειας, των αντιξοοτήτων, της σκληρής δουλειάς και της συνακόλουθης μεγάλης επιτυχίας. Είναι μια ιστορία σαν παραμύθι της Disney (που, φυσικά, έγινε ταινία της Disney) η οποία ασφαλώς βγάζει ένα πανίσχυρο μήνυμα κι αντανακλά, παρεμπιπτόντως, και μεγάλο μέρος της ελληνικής εμπειρίας των τελευταίων αιώνων (η προσφυγιά, μετανάστευση, η φτώχεια, οι αντιξοότητες είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ιστορίας αυτής της χώρας). Αλλά, μεταξύ μας, είναι και ένα μήνυμα κάπως προτεσταντικό στην ουσία του. Η ιδέα της σκληρής δουλειάς που οδηγεί σε επιτυχία, χρήματα και δόξα θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο στην αμερικανική ταυτότητα, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό που είμαστε εμείς. Μα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έχει και κάποια άλλα χαρακτηριστικά ταυτόχρονα, και μάλιστα έντονα και σε κοινή θέα, που είναι ακριβώς αυτό που είμαστε εμείς. Η εκφραστικότητα, η χαρά, μια λίγο λιγότερο σοβαρή, πιο χύμα αντιμετώπιση της ζωής και των πραγμάτων, οι πλάκες, το χιούμορ, αυτά τα πράγματα δεν τα έμαθε στο Μιλγουόκι. Τα έφερε μαζί του από τα Σεπόλια. Η τευτονική συνέπεια και αφοσίωση με την οποία δουλεύει, προπονείται και αγωνίζεται συμπληρώνεται από το χαβαλέ, την αυθεντική χαρά, την ευδαιμονία του ανθρώπου που δουλεύει μεν, αλλά θέλει να του αρέσει κιόλας. Η σκληρή προσπάθεια συμπληρώνεται με τα dad jokes στα εγγλέζικα με βαριά ελληνική (ελληναράδικη) προφορά. Αυτό είναι το ένα. Υπάρχουν κι άλλα: η παθολογική αγάπη για αυτό εδώ το αλλοπρόσαλλο μέρος, η ειδική, “ελληνική” νοσταλγία που παθαίνουν όλοι και όλες όταν φεύγουν, οι ταπεινές καταβολές (και η επίγνωση του τι σημαίνουν, και των διδαγμάτων τους), η διάθεση και η όρεξη για προσφορά πίσω στην κοινωνία (που έμεινε πίσω), ένα πηγαίο αίσθημα καλοσύνης, ταπεινότητας και αγνότητας, όλα αυτά είναι οικεία, αξίες που δεν τις υιοθετούμε ή εφαρμόζουμε όλες και όλοι στην πράξη, μεν, τις οποίες όμως μοιραζόμαστε όλες και όλοι στη θεωρία.

Και υπάρχει και, ίσως, το σημαντικότερο: το ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ενσαρκώνει -και κουβαλάει μαζί του παντού- τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής ταυτότητας: την αξία της οικογένειας. Αυτό είναι σημαντικό. Προέρχεται από ένα περιβάλλον συντηρητικό, από μια πυρηνική οικογένεια με αυστηρές αρχές και αξίες, με έντονο το θρησκευτικό στοιχείο, την πίστη στην παράδοση και τις στενές -έως και ασφυκτικές- διαγενεακές σχέσεις. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας, το σημαντικότερο ανάχωμα, η τελευταία γραμμή άμυνας, η πηγή της ανθεκτικότητας που εμφανίζει απέναντι σε χρεοκοπίες, κρίσεις και κάθε είδους ενδογενείς ή εξωγενείς αντιξότητες, είναι η οικογένεια. Αυτό δεν αρέσει πολύ σε κάποιους ξινούς σαν εμένα, που θα θέλαμε λίγο μεγαλύτερα διαγενεακά χάσματα, λίγη διαγενεακή πάλη, λίγη αυτονόμηση των νεότερων από τον εναγκαλισμό των προηγούμενων. Αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι. Κι αν ο Αντετοκούνμπο δεν είχε ως υπόβαθρο ένα τέτοιο περιβάλλον, και δεν έβαζε την οικογένειά του τόσο βαθιά στον πυρήνα της προσωπικότητάς του αλλά και της δημόσιας εικόνας του (ας θυμηθούμε ότι δεν είναι μόνο αυτοκόλλητος με τα αδέρφια, με τη μνήμη του μπαμπά στα χείλη και μονίμως αγκαλιά με τη μαμά -είναι ήδη και μπαμπάς δύο παιδιών, στα 27 του) τότε θα ήταν άλλος, θα ήταν αλλιώς, ίσως και πάλι MVP (δύσκολα), μα σχεδόν σίγουρα πιο “ξένος” και σχεδόν σίγουρα όχι αντιπροσωπευτικό “πρότυπο” Έλληνα, και το θέμα αυτού του άρθρου.

Σε πολλές κοινωνίες έχουν κάποιους ανθρώπους που τους αποκαλούν “εθνικούς θησαυρούς”. Είναι άνθρωποι καθολικής αποδοχής, κυρίως από χώρους που συνήθως δεν διχάζουν και δεν πολώνουν, όπως η τέχνη ή ο αθλητισμός. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν τον Σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ας πούμε, τον παππούλη που βάζει τη φωνή του στα ντοκιμαντέρ για τη φύση. Στις ΗΠΑ έχουν τη Ντόλι Πάρτον, τη Μέριλ Στριπ. Αν και έχει όλες τις προδιαγραφές να γίνει “εθνικός θησαυρός”, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ακόμα μικρός -δεν έχει καν φτάσει στην κορύφωση της καριέρας του. Κάτω από το αδηφάγο, πανταχού παρών φως της δημοσιότητας, θα του εμφανιστούν και άπειρες ευκαιρίες να κλωτσήσει την καρδάρα με το γάλα, να τσαλακώσει την εικόνα του, έως και να γίνει “cancel”. Μέχρι τότε, όμως, μπορούμε να πούμε ότι είναι ίσως το ιδανικότερο πρότυπο Έλληνα που έχουμε.

Και, μιας και έχουμε πιάσει όλες αυτές τις γενικεύσεις και τους χαρακτηρισμούς, ξέρετε ποιος θα μπορούσε να θεωρηθεί θησαυρός, άλλου τύπου; Ίσως ο άνθρωπος που μας έδωσε το 1/4 της Εθνικής Ομάδας μπάσκετ. Η Βερόνικα Αντετοκούνμπο. Η Εθνική Μαμά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή