Η «μεγάλη μετοικεσία» του 1922 και η λογοτεχνία

Η «μεγάλη μετοικεσία» του 1922 και η λογοτεχνία

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ελλάδα γεννήθηκε με τον απελευθερωτικό πόλεμο της δεκαετίας του 1820 και ξαναγεννήθηκε τη δεκαετία του 1920 πάνω στις στάχτες μιας τραγωδίας μετά την οποία τίποτε δεν ήταν ίδιο. Αυτό φαίνεται ακόμη και στον τόνο των λίγων δημοτικών τραγουδιών που πλάστηκαν τα χρόνια εκείνα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο επίκεντρό τους: ο λαϊκός λόγος μετακινήθηκε ραγδαία από τους υμνητικούς στίχους (κρητικής προέλευσης οι περισσότεροι) στα μοιρολόγια, μανιάτικα κυρίως, που απολήγουν στο παράπονο ή στο σκληρό ανάθεμα.

Οι ξεριζωμένοι συνάντησαν στην Ελλάδα λιγοστές θερμές παρηγορητικές αγκαλιές. Δυσπιστία βρήκαν κυρίως, κακότητα, εκμεταλλευτική ωμότητα, δεινή χλεύη από την «κορυφή» και από τη «βάση». Αντιμετώπισαν επίσης την εφημεριδογραφική «απροκάλυπτη εχθρότητα και αμφισβήτηση της ελληνικότητάς τους», όπως έγραφε στην «Καθημερινή», στις 19.2.2019, υπό τον τίτλο «100 χρόνια “Κ”: Οίκαδε… οι Πομερανοί», ο ιστορικός Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, αναφερόμενος στην αντιπροσφυγική αρθρογραφία του Γεωργίου Βλάχου. Το 1933 μάλιστα η εφημερίδα «Πρωινός Τύπος», ενθυμούμενη ίσως ευρωπαϊκές αντιεβραϊκές πρακτικές περασμένων αιώνων, που θα τις υιοθετούσε λίγο αργότερα ο Χίτλερ, απαίτησε να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινο περιβραχιόνιο. Για να τους αναγνωρίζουν αμέσως οι αυτόχθονες και ν’ αλλάζουν δρόμο.

«Εφτασα στην Αθήνα τον καιρό που άρχιζε ο μεγάλος Διχασμός», θυμάται ο Γιώργος Σεφέρης στο «Χειρόγραφο ’41». «Επειτα ήρθαν τα “Νοεμβριανά”, που μου θύμισαν καταπληκτικά τα καμώματα των Τούρκων. Για τους ανθρώπους του Κωνσταντίνου, εμείς που ερχόμασταν από το σκλαβωμένο Εθνος, που είχαμε ανατραφεί μόνο με μια λαχτάρα, την Ελλάδα, ήμασταν οι Τουρκόσποροι». Στα «Νοεμβριανά» του 1916 που μνημονεύει ο ποιητής, οι ένοπλες παρακρατικές ομάδες των «Επιστράτων», «πατέρας» των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, εξαπολύουν πογκρόμ κατά των προσφύγων που είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία μετά το 1914, για να γλιτώσουν από τις σφαγές των Νεοτούρκων, δολοφονούν 100 έως 300 και τους παραχώνουν σε μαζικούς τάφους. Εφτά χρόνια αργότερα, πάλι Νοέμβριο, το σύνθημα στο αντιπροσφυγικό συλλαλητήριο των μοναρχικών στους Στύλους του Ολυμπίου Διός ήταν σπλαχνικό: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες»…

Το σύνθημα στο αντιπροσφυγικό συλλαλητήριο των μοναρχικών στους Στύλους του Ολυμπίου Διός ήταν σπλαχνικό: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες»…

Στο βιβλίο της «Μινόρε μανές – Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη, 1900-1922» (εκδ. Αγρα), η Νάση Τουμπακάρη ακολουθεί σεβαστικά τον δρόμο της τίμιας αφήγησης που άνοιξαν οι πλέον άξιοι πεζογράφοι μας, όσοι, βασισμένοι στα βιώματά τους, απέφυγαν τις παγίδες της εξιδανίκευσης και του μανιχαϊσμού. Για το θέμα «η Μικρασιατική Καταστροφή στη νεοελληνική λογοτεχνία» υπάρχει ήδη ικανή βιβλιογραφία. Ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται πολλά από τα σχετικά βιβλία ή δοκίμια του Δημήτρη Λιάτσου, του Ν.Ε. Μηλιώρη, της Τόνιας Καφετζάκη, του Παύλου Χατζημωυσή, της Ερης Σταυροπούλου, της Χρύσας Σπυροπούλου. «Η μεγάλη “μετοικεσία”», έγραφε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «ο ξεριζωμός και το ξαναφύτεμα στο αρχέγονο πάτριο έδαφος τέτοιου πλήθους Ελλήνων δεν άλλαξαν μονάχα την εδώ κοινωνική σύνθεση, δεν έδωσαν μονάχα ένα πλούσιο, φανταχτερό και ζωντανό χρώμα στην καθημερινή ζωή, μα συντέλεσαν και μια ψυχική και πνευματική μετατροπή, που βρήκε και στην τέχνη του λόγου την αρμόδια συχνά έκφρασή της». Ας μνημονεύσουμε ορισμένους από τους πλέον αρμόδιους εκφραστές: Κοσμάς Πολίτης από τη Σμύρνη, Στρατής Δούκας από τα Μοσχονήσια, Ηλίας Βενέζης και Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλί, Μαρία Ιορδανίδου, Γιώργος Θεοτοκάς και Θράσος Καστανάκης από την Πόλη, Διδώ Σωτηρίου από το Αϊδίνι. Με τον δικό του χρωστήρα ο καθένας, ζωγράφισαν έναν παραδεισένιο κόσμο που κατρακύλησε στην κόλαση.

Στη δεκαετία 1912-1922 οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος άλλαξαν τα σύνορα. Αυτό είναι εύκολο πάνω στους χάρτες των επιτελείων, πάνω στο χώμα όμως, το ματωμένο χρώμα, είναι γεγονός τρομακτικό. Ξεριζώνει ανθρώπους, τους θερίζει κατά μυριάδες, χωρίζει βίαια αδερφοποιτούς και καρντάσηδες. Η Τουμπακάρη δεν αδικεί τον πόνο των ανθρώπων. Οποια κι αν είναι η εθνικότητά τους, όταν προσφυγεύουν, ανήκουν στο έθνος των προσφύγων, που πάσχει το ίδιο, από όποιον θεό κι αν προσδοκά βοήθεια, μονίμως αφανέρωτη. Ταυτόχρονα δεν αποσιωπά, με κίβδηλα εθνικά κριτήρια, την κατάπτωσή τους: όταν από πείνα για ένα κομμάτι ψωμί ή από λύσσα για εκδίκηση καταντούν θεριά, τότε τους ζωγραφίζει σαν θεριά, είτε Τσέτες είναι είτε «Γιουνάν ασκέρ». Τουλάχιστον η ελευθερόφωνη λογοτεχνία διδάσκεται από την Ιστορία. Και τότε, μόνο τότε, γίνεται διδακτική. Στον μικρό χρόνο η αυτολογοκρισία μοιάζει εθνωφελής, μα μόνο σ’ αυτόν. Ουδόλως ωφελήθηκε λοιπόν ο Βενέζης και η συλλογική αυτογνωσία από την απάλειψη στις κατοπινές εκδόσεις της εξής παραγράφου, που δημοσιεύτηκε μόνο στην α΄ έκδοση του έργου του «Το νούμερο 31328» (Μυτιλήνη 1931): «Στην κατοχή, όξω από την Πέργαμο βρέθηκαν τα πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι. Υστερα πήγε εκεί το 4ο Σύνταγμα. Εγινε ένα “Συνεργείο Αντιποίνων”. Τοποθετήθηκε ένα νέο παιδί, Μυτιληνιός. Ηταν μάνα. Σκαρφίζουνταν ένα σωρό πράματα: το κρανίο κόβεται σιγά σιγά με το πριόνι, έναν κύκλο γύρω, τα χέρια λιανίζουνται με μια βαριά, δυο μάτια βγαίνουν εύκολα με ό,τι να ‘ναι. Οι εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα του Συνεργείου, βλέπαν και περιμέναν σειρά» (βλ. σχετικά Τάσος Κωστόπουλος, «Η Μαύρη Βίβλος του “Γιουνάν ασκέρ”», «Εφημερίδα των Συντακτών», 16.9.2018).

Και κάτι λαογραφικό, δηλαδή ηθολογικό. Στη σ. 235 του βιβλίου πληροφορούμαστε ότι την Ηπειρώτισσα γιαγιά του μυθιστορηματικού ήρωα Φώτου Χαρισιάδη την έλεγαν Διώχνω. Δεν πρόκειται για αυθαίρετη συγγραφική επινόηση. Γράφει ο Δημ. Β. Οικονομίδης στο δοκίμιο «Η κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τινα έθιμα του λαού» («Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας», Ακαδημία Αθηνών, τόμ. ΚΒ΄, 1973): «Εις ολόκληρον σχεδόν την Ελλάδα πιστεύεται ότι, διά ν’ αποφύγουν την συνεχή γέννησιν θηλέων τέκνων, πρέπει να χρησιμοποιούν ωρισμένα ευχετικά ονόματα, τα οποία έχουν την δύναμιν της αποφυγής του κακού. Ούτω π.χ. εν Ηπείρω τα τέκνα, προ των οποίων πολλά θήλεα εγεννήθησαν, ίνα σταματήση η γέννησις και άλλων, καλούνται Σταμάτης, Στάθης (Ευστάθιος), Σταμάτω, Σταμάτα, Στασινή κτλ. Εν τη κώμη Τσαμαντά της Ηπείρου είναι εν πολλή χρήσει το θηλυκόν όνομα Διώχνω, προελθόν κατά παρετυμολογίαν εκ του ρήματος διώκω. Το όνομα τούτο είναι προφανώς ευχετικόν, διδόμενον μετά την γέννησιν κατά σειράν θηλέων τέκνων, όπως επέλθη τρόπον τινά δίωξις αυτών ή γεννήση η μήτηρ άρρενα πλέον». Από το βιβλίο «Ηπειρώτικο μοιρολόι» (εκδ. Δώμα) του Αμερικανού μουσικού παραγωγού Κρίστοφερ Κινγκ μαθαίνουμε ότι τη μητέρα του σπουδαίου κλαριτζή Κίτσου Χαρισιάδη, γεννημένου στη Βήσσανη του Πωγωνίου το 1889, την έλεγαν Διώχνω. Ανεπιθύμητα και σήμερα τα «θηλυκά», αλλά τουλάχιστον τηρούμε τα ονοματοδοτικά προσχήματα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή