Η εξαργύρωση της στήριξής μας στο Ουκρανικό

Η εξαργύρωση της στήριξής μας στο Ουκρανικό

4' 39" χρόνος ανάγνωσης

Η Τουρκία προσπαθεί από το 2019 να δώσει περιεχόμενο στη «Γαλάζια Πατρίδα» και να το παγιώσει με τετελεσμένα, γνωρίζοντας ότι πολύ δύσκολα θα τύχει υποστήριξης τόσο από γειτονικά κράτη όσο και από εξωτερικές δυνάμεις. Ωστόσο, εκμεταλλευόμενη την αδύναμη, σχεδόν απελπιστική θέση διαδοχικών κυβερνήσεων στη Λιβύη, την εμφύλια διαμάχη και την ανάγκη τους να επιβιώσουν πολιτικά σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον, κινήθηκε αποφασιστικά, τους προσέφερε οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική βοήθεια ώστε –κόντρα στα προγνωστικά– τελικά αυτές να επικρατήσουν. Εχοντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα τη διεθνή αναγνώριση και επικαλούμενες την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, οι κυβερνήσεις της Τρίπολης προέβησαν σε σειρά συμφωνιών, μεταξύ των οποίων και οριοθέτησης ΑΟΖ, εσχάτως και παραχώρησης αδειών στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου, κόντρα στις επιθυμίες του νομοθετικού σώματος, το οποίο τις έχει κηρύξει άκυρες, χωρίς όμως να έχει καταφέρει να τις ανατρέψει.

Συνεπώς, παραμένουν στο τραπέζι δύο συμφωνίες που θίγουν ευθέως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τόσο τα ήδη καθορισμένα από την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία όσο και τα δυνητικά. Ετσι, έστω και με παράνομο τρόπο, η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα όπως αυτά προκύπτουν από την ανυπόστατη συμφωνία οριοθέτησης του Νοεμβρίου του 2019 με την κυβέρνηση της Τρίπολης, βάζοντας (πολύ) δύσκολα στην ελληνική πλευρά.

Με την επιρροή μας προς την κυβέρνηση της Τρίπολης να είναι μηδαμινή και την αντίστοιχη της Τουρκίας να αποδεικνύεται εκτός από ανθεκτική και ιδιαίτερα αποτελεσματική, η προσδοκία μας περιορίζεται στην αλλαγή κυβέρνησης στη Λιβύη κατόπιν διεξαγωγής εκλογών. Δεδομένων όμως των συνθηκών και της αναβολής τους στο παρελθόν, είναι άδηλο πότε και υπό ποιες συνθήκες τελικά αυτές θα διεξαχθούν. Η Ελλάδα υποχρεωτικά έχει βάλει τα αυγά της στο αντίπαλο στρατόπεδο, ευελπιστώντας ότι ο επόμενος ηγέτης της χώρας θα προέλθει από εκεί. Ομως, και σε αυτό το ενδεχόμενο, καθότι μιλάμε για αραβική χώρα, είναι αμφίβολο κατά πόσο μία νόμιμη και κανονική κυβέρνηση στη Λιβύη θα θελήσει να ακυρώσει την ιδιαίτερα ευνοϊκή για τα λιβυκά συμφέροντα συμφωνία με την Τουρκία για να προβεί σε μια άλλη με την Ελλάδα.

Εφόσον, λοιπόν, εμείς δεν μπορούμε να απευθυνθούμε στην τωρινή κυβέρνηση της Λιβύης, πρέπει να ενεργοποιήσουμε τους εταίρους μας, οι οποίοι έχουν επιρροή στην Τρίπολη, για να την πιέσουν ώστε να αλλάξει ρότα. Αυτή η προσπάθεια ενέχει μεγάλο βαθμό δυσκολίας, δεδομένης της εξάρτησης της τελευταίας από την Αγκυρα. Εντούτοις, δεδομένης της στήριξης που έχουμε προσφέρει στο ζήτημα της Ουκρανίας, τώρα είναι η στιγμή να την εξαργυρώσουμε, ζητώντας από τους Αμερικανούς να μη μείνουν μόνο στο επίπεδο της λεκτικής καταδίκης, αλλά να εξαντλήσουν τα περιθώρια όχι μόνον ώστε να αποτρέψουν την υλοποίησή της, γιατί η Αγκυρα θα επιμείνει, αλλά και για να παροτρύνουν τους Λίβυους να ξεκινήσουν τις διαδικασίες προσφυγής στη Χάγη με την ελληνική πλευρά. Και αν αυτό φαντάζει απίθανο, υπογραμμίζω ότι πριν από λίγους μήνες, μέσω τρίτων, η κυβέρνηση της Τρίπολης είχε διερευνήσει τις προθέσεις μας για προσφυγή στη Χάγη για την περιοχή που έχει μείνει ανοριοθέτητη, κάτι που ορθώς απορρίψαμε. Το κύριο επιχείρημά μας είναι πως η σταθεροποίηση της περιοχής προϋποθέτει νόμιμες συμφωνίες και διευθέτηση των διαφορών γύρω από τις οριοθετήσεις με διάλογο. Η ελληνική πλευρά, άλλωστε, θα ήταν έτοιμη να δεχθεί την προσφυγή στη Χάγη για την επίλυση της νομικής διαφοράς ανάμεσα στις αλληλοεπικαλυπτόμενες συμφωνίες Ελλάδας – Αιγύπτου και Τουρκίας – Λιβύης. Πρέπει έτσι κι αλλιώς να διαμορφώσουμε ήδη από σήμερα τις συνθήκες εξεύρεσης λύσης ιδανικά με μία νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση, επενδύοντας στο γεγονός ότι καμία περιφερειακή δύναμη και οι περισσότεροι στη Δύση δεν θα ήθελαν να δουν την Τουρκία να επιβάλλει τις απόψεις της στην περιοχή με αυτό τον τρόπο, στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία. Οπότε, σε ανταπόδοση για την προσφορά μας στο Ουκρανικό, ας ζητήσουμε οι κόκκινες γραμμές των ΗΠΑ προς την Τουρκία να διευρυνθούν πέραν του Αιγαίου στο λιβυκό ζήτημα, έχοντας στο πλευρό μας Αίγυπτο και Ισραήλ.

Πρέπει να ενεργο- ποιήσουμε τους εταίρους μας, οι οποίοι έχουν επιρροή στην κυβέρνηση της Λιβύης, για να την πιέσουν ώστε να αλλάξει ρότα όσον αφορά τις συμφωνίες με την Αγκυρα.

Δεδομένου ότι επί του πεδίου, επιχειρησιακά, οι επιλογές μας είναι συρρικνωμένες και πιθανότατα δεν θα εμποδίσουν την Τουρκία, η οποία μάλιστα θα κρύβεται πίσω από την πρόσκληση που της απηύθυνε η Λιβύη, οφείλουμε να κινηθούμε και εμείς δυναμικά. Κατ’ αρχάς, με την ενεργοποίηση και αξιοποίηση του νόμου Μανιάτη (2011), ο οποίος έθεσε ντε φάκτο τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας μας, συμπεριλαμβάνοντας την Κρήτη. Πρέπει με διαδικασίες fast track να αναθέσουμε τα δύο ανατολικότερα τεμάχια (15 και 20) σε διεθνείς εταιρείες κύρους ιδανικά σε συνεργασία με ελληνικές, όπως έγινε στα δυτικά της Κρήτης. Υπάρχουν στόχοι ενδιαφέροντος. Παράλληλα, να ξεκινήσουν τρισδιάστατες έρευνες νοτίως της Κρήτης για να συλλέξουμε επικαιροποιημένα δεδομένα για την αξία των όποιων αποθεμάτων μας. Μην αποκλείουμε υπό την παρότρυνση της Αγκυρας η Τρίπολη να καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ προκειμένου να γνωστοποιήσει τις περαιτέρω μονομερείς διεκδικήσεις της. Αν δεν προκύψει η Χάγη, ανάλογες ενέργειες είναι μονόδρομος.

Επιπλέον, η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στην περιοχή στα 12 ν.μ. μοιάζει παρακινδυνευμένη στην παρούσα συγκυρία, ωστόσο, καθίσταται επιβεβλημένη. Για δύο λόγους: προκειμένου να μην επαναληφθούν έρευνες όπως του «Ορούτς Ρέις» στο Καστελλόριζο, μεταξύ 6 και 12 ν.μ., και για να αυξηθεί το κόστος για την Τουρκία στην κατεύθυνση της κλιμακούμενης αύξησης της αιγιαλίτιδας ζώνης σε διάφορα σημεία της επικράτειας.

Ευθύνη για την υφιστάμενη κατάσταση φέρουμε (και εμείς) γιατί δεν αναπτύξαμε εγκαίρως στρατηγική διεύρυνσης των χωρικών μας υδάτων, δεν υλοποιήσαμε το ενεργειακό μας πρόγραμμα (σημειωτέον πως δεν έχει γίνει ούτε μία ερευνητική γεώτρηση από το 2011) και δεν υπογράψαμε συμφωνία οριοθέτησης με τη Λιβύη ενώ διαβουλευόμασταν από το 2005.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Επιμελείται το βιβλίο «Το μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT